5 Ιουλ 2014

169 ~ Πάμπλο Νερούδα: είμαι ποιητής της κακοκαιρίας, του κρύου λόγγου, και της βροχής

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, όπου, κάθε Δεκέμβρη με τις εξετάσεις, τα μαθηματικά μού είχανε γίνει εφιάλτης, βρέθηκα εξωτερικά έτοιμος για ν' αντιμετωπίσω το πανεπιστήμιο στο Σαντιάγο της Χιλής. Και λέω εξωτερικά έτοιμος, γιατί εσωτερικά είμουνα γεμάτος βιβλία, όνειρα και ποιήματα, που βομβούσαν στο κεφάλι μου σα μελίσσι έτοιμο να μεταναστεύσει.

Εφοδιασμένος με ένα τενεκεδένιο μπαούλο και με το απαραίτητο μαύρο κοστούμι του ποιητή, λιγνός και τροχισμένος σα μαχαίρι, μπήκα στην τρίτη θέση του νυχτερινού τρένου που θα μ' έφερνε στην πρωτεύουσα. Το ταξίδι διαρκούσε μια μέρα και μια νύχτα.

Αυτό το μακρί τρένο, που τόσες φορές με ταξίδεψε, ασκεί ακόμη στη μνήμη μου μια παράξενη γοητεία. Είχε να διατρέξει ζώνες και κλίματα διαφορετικά, που μου 'διναν την εντύπωση ότι ταξίδευα σε πολλές χώρες διαδοχικά. Και μέσα στα βαγόνια της τρίτης θέσης μια ολόκληρη ζωή ξετυλιγόταν κάθε φορά μπροστά στα μάτια μου: Χωριάτες με μουσκεμένα πόντσος και καλάθια με πουλερικά και σιωπηλοί μαπούτσοι κατάκλυζαν όλους τους χώρους. Πολλοί είταν εκείνοι που ταξίδευαν χωρίς να πληρώνουν εισιτήριο, κρυμμένοι κάτου από τα καθίσματα. Και ολόκληρη θεατρική παράσταση δινόταν οσάκις εμφανιζόταν ο ελεγκτής. Ένας αριθμός από δάφτους εξαφανιζόταν. Μερικοί σκεπάζονταν με τα πόντσα τους και πάνου τους αμέσως δυο επιβάτες προφασίζονταν ότι δήθεν παίζουν χαρτιά, χωρίς ποτέ αυτό το αυτοσχέδιο τραπέζι να κινήσει την προσοχή του ελεγκτή.

Από τα δάση τις δρεις και τις αροκάριες και τα σπίτια από χλωρό ξύλο της πατρίδας μου, μεταφερόμασταν στις λεύκες και στα χωματένια πλίθινα σπίτια του κέντρου της Χιλής. Παρότι έκαμα πολλές φορές αυτό το ταξίδι, πάει κ' έλα, από την επαρχία μου στο Σαντιάγο και αντίστροφα, ωστόσο πάντοτε αισθανόμουνα να πνίγουμαι, όταν βγαίναμε από τα μεγάλα δάση και αποχωριζόμασταν από τη μητρική αγκαλιά του ξύλου. Τα πλίθινα σπίτια, οι πόλεις με παρελθόν μού φαίνονταν γεμάτα αράχνες και σιωπή. Μέχρι τώρα εξακολουθώ να είμαι ποιητής της κακοκαιρίας του κρύου λόγγου και της βροχής, που έκτοτε τα έχασα.

Ερχόμουνα συστημένος σε μια πανσιόν της οδού Μαρούρη αρ. 513. Δεν ξεχνώ αυτό τον αριθμό για κανένα λόγο. Ξεχνώ συνήθως όλες τις ημερομηνίες ακόμη και τα χρόνια, αλλ' αυτός ο αριθμός 513 μού χαράχτηκε έκτοτε στο κεφάλι μου από το φόβο να μη φτάσω ποτέ σ' εκείνη την πανσιόν και να χαθώ μέσα στη μεγαλόσχημη και άγνωστή μου πρωτεύουσα. Το δωμάτιό μου είχε και μπαλκόνι όπου καθόμουνα να βλέπω την αγωνία του κάθε βραδιού, τον ουρανό φασκιωμένο με πράσινο και κιννάβαρι, την κατάθλιψη των προαστιακών σπιτιών που απειλούντανε από την πυρκαγιά του.

Η πείνα που τράβηξα εκείνα τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής δεν περιγράφεται. Έγραψα περισσότερα πράγματα από όσα είχα γράψει μέχρι τότε, αλλά έφαγα πολί λιγότερο. Μερικοί από τους ποιητές που γνώρισα εκείνη την εποχή δεν άντεξαν τις αυστηρές δίαιτες της φτώχιας και πέθαναν. Ανάμεσά τους θυμάμαι κ' έναν ποιητή της ηλικίας μου, πολί ψηλότερο και ασχημότερο από εμέ. Ο λεπτός του λυρισμός, γεμάτος περιεχόμενο, διαπερνούσε τα αισθητήρια όργανα του κάθε ακροατηρίου που τον άκουε. Ονομαζόταν Ρωμαίος Μούργκα.

Μ' αυτόν τον Ρωμαίο Μούργκα, μια φορά, πήγαμε να διαβάσουμε στίχους μας σε μια γιορτή που θα γινόταν στην πόλη Σαν Μπερνάρντο, κοντά στην πρωτεύουσα. Πριν εμφανιστούμε στη σκηνή μια ατμόσφαιρα μεγάλου γλεντιού επικρατούσε. Ο κόσμος διασκέδαζε με την ψυχή του• η βασίλισσα των ανθεστηρίων ακολουθούμενη από την κατάλευκη και κατάξανθη αυλή της έκανε παρέλαση• οι λόγοι των προκρίτων του χωριού έδιναν κ' έπαιρναν και τα αμυδρώς μουσικά συγκροτήματα αυτής της περιοχής ενθουσίαζαν τους πάντες• όμως μόλις εμφανίστηκα στη σκηνή και άρχισα να απαγγέλλω τους στίχους μου, με την πιο παραπονιάρικη φωνή του κόσμου, όλα άλλαξαν: το κοινό εσκυθρώπασε, έβηχε, ξεστόμιζε καλαμπούρια, τέλος άρχισε να διασκεδάζει πάρα πολι με τη μελαγχολική ποίησή μου. Μπροστά σ' αυτή την απαράδεχτη αντίδραση των βαρβάρων επίσπευσα το διάβασμά μου και παραχωρόντας τη θέση μου στο σύντροφό μου Ρωμαίο Μούργκα αποχώρησα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Βλέποντας το κοινό να βγαίνει στη σκηνή εκείνος ο μαντράχαλος Δον Κιχώτης δυο μέτρα ψηλός, με ρούχα σκούρα και φθαρμένα και να αρχίζει την απαγγελία του, με φωνή ακόμα πιο παραπονιάρικη από τη δική μου, δε μπόρεσε πια να συγκρατήσει την αγανάκτησή του και μαζικά ξέσπασε σε πρόγκα και γιουχαΐσματα: Ποιητές πεινάλες, πάρτε δρόμο και φύγετε, μας φώναζαν. Δεν άφισαν να πάει χαμένη η γιορτή τους.

Από την πανσιόν της οδού Μαρούρη αποσύρθηκα σα μαλάκιο που το σκάει από το κέλυφός του. Ξέφυγα απ' αυτή την κρυψώνα για να γνωρίσω τη θάλασσα, δηλαδή τον κόσμο. Η άγνωστη θάλασσα είτανε για με οι δρόμοι του Σαντιάγο που μόλις αντιλαμβανόμουνα πηγαίνοντας από το παλιό κτίριο του πανεπιστημίου στο απομονωτήριο δωμάτιο της πανσιόν όπου έμενα.

Ήξερα ότι οι προηγούμενές μου πείνες θα αύξαιναν με το καινούριο τόλμημά μου. Οι ξενοδόχισσές μου της πανσιόν, απόμακρα δεμένες με την επαρχία μου, μ' ευσπλαχνιζόντουσαν καμιά φορά και με φίλευαν με καμιά πατάτα ή κανένα κρεμμύδι. Αλλά είτανε δυνατό να υποχωρήσω: η ζωή, ο έρωτας, η δόξα, η ανεξαρτησία με καλούσαν. Ω, έτσι νόμιζα!

Το πρώτο ανεξάρτητο δωμάτιο που βρήκα και νοίκιασα είτανε στην οδόν Αργκουέλιες, κοντά στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Σε ένα παράθυρο αυτού του σκοτεινού δρόμου κρεμόταν μια πινακίδα: «νοικιάζουνται δωμάτια». Ο ιδιοκτήτης του σπτιού κατοικούσε στα μπροστινά δωμάτια. Είτανε ένας γκριζομάλλης άντρας με αριστοκρατική εμφάνιση, αλλά με μάτια που μου φάνηκαν αλλόκοτα. Είτανε πολιλογάς και ευφράδης. Εκέρδιζε τη ζωή του σαν κομμωτής κυριών, αλλά δεν έδινε και μεγάλη σημασία στο επάγγελμα που εξασκούσε. Οι πραγματικές ασχολίες του, καθώς μου εξήγησε, είτανε άλλες, πολί ανώτερες από τη δουλιά του και πολί υψηλές, αφορούσαν περισσότερο τον αόρατο κόσμο και το υπερπέραν.

Έβγαλα τα βιβλία μου και τα λίγα ρούχα μου από το μπαούλο, που με συντρόφευε από την Τεμούκω, και ξαπλώθηκα στο κρεβάτι για να διαβάσω και να κοιμηθώ, υπερήφανος για την ανεξαρτησία μου και την τεμπελιά μου.

Το σπίτι δεν είχε εσωτερική αυλή παρά μόνο ένα χαγιάτη όπου έβγαζαν απειράριθμα κλειστά δωμάτια. Εξερευνόντας από το πρωί της άλλης ημέρας τη δαιδαλώδη του κατασκευή παρατήρησα ότι πάνου σ' όλους τους τοίχους και στο αποχωρητήριο ακόμη κρεμόντουσαν πινακίδες που έλεγαν λίγο πολί το ίδιο πράγμα: «Συμμορφώσου. Δε μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί μας. Είσαι πεθαμένη». Προειδοποιήσεις ανησυχητικές που πλήθαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο, στην τραπεζαρία, στους διαδρόμους, στα σαλονάκια.

Έκανε ένα από κείνους τους κρύους χειμώνες του Σαντιάγο της Χιλής. Η αποικιακή κληρονομιά τής Ισπανίας άφισε τη χώρα μου ανυπεράσπιστη απέναντι στη φυσική τραχύτητα, χωρίς μέσα και βολές για ν' αντιστέκεται στο κρύο και στη ζέστη. (Πενήντα χρόνια υστερότερα απ' αυτό που διηγούμαι, ο Ιλίας Έρεμπουργκ μου έλεγε ότι ποτέ δε δοκίμασε τόσο κρύο όσο στη Χιλή, αυτός που ερχόταν από τους παγωμένους δρόμους της Μόσχας). Ο χειμώνας εκείνος είχε μπλαβίσει τα τζάμια. Τα δέντρα των δρόμων ετουρτούριζαν από την παγωνιά. Τα άλογα των παλιών αμαξιών έβγαζαν σύγνεφα ατμούς από τα ρουθούνια τους. Είταν η χειρότερη στιγμή για να ζήσω σ' αυτό το σπίτι και μάλιστα ανάμεσα σε σκοτεινούς υπαινιγμούς για το υπερπέραν.

Ο σπιτονοικοκύρης μου, coiffeur pour dames και αποκρυφιστής, μου εξήγησε με ηρεμία, ενώ με κοιτούσε βαθιά στα μάτια με τα τρελλά τα δικά του.
— Η γυναίκα μου η Χαρίτω, πέθανε πριν τέσσερεις μήνες. Η μεταθανάτια αυτή περίοδος είναι πολί δύσκολη για τους πεθαμένους. Δε μπορούν να συνηθίσουν το θάνατο και εξακολουθούν να συχνάζουν στα ίδια μέρη όπου ζούσαν πριν από το θάνατό τους. Εμείς δεν τους βλέπουμε. Πρέπει όμως να τους δώσουμε να καταλάβουν, ότι δεν πρέπει να πιστεύουν ότι μείναμε αδιάφοροι στο χαμό τους και να τους πείσουμε να μην υποφέρουν γι' αυτό. Για τούτο κ' εγώ τοποθέτησα στη Χαρίτω αυτές τις πινακίδες, που θα της δώσουν ευκολότερα να καταλάβει τη σημερινή της κατάσταση και για να βάλει καλά στο μυαλό της ότι είναι μακαρίτισσα.

Όσο και να τον άκουα πειθήνια, ο αλλόκοτος αυτός σπιτονοικοκύρης μου, είχε τη γνώμη ότι είμουνα υπερβολικά ζωηρός. Άρχισε να επιτηρεί τις εισόδους και τις εξόδους μου, να μου κανονίζει ποια γυναίκα θα με επισκεφτεί, να κατασκοπεύει τα βιβλία μου και την αλληλογραφία μου. Αν τύχαινε να μπω στο δωμάτιό μου απρόοπτα, συναντιόμουνα πάντοτε με τον αποκρυφιστή, που έψαχνε στα περιορισμένα μου έπιπλα, ελέγχοντας τα φτωχά πράγματα που πρόσφατα είχα αγοράσει.

Έπρεπε με κάθε τρόπο να ψάξω μέσα στη βαριχειμωνιά, αψηφόντας την ταλαιπωρία τής αναζήτησης μέσα από τους παγωμένους δρόμους, να βρω ένα καινούριο κατάλυμα, όπου θα στέγαζα την απειλούμενη ανεξαρτησία μου. Το βρήκα λίγα μέτρα πιο κάτω από το σπίτι που κατοικούσα, μέσα σε ένα πλυντήριο. Το 'βλέπε κανείς με το πρώτο ότι εκεί η καινούρια σπιτονοικοκυρά μου δεν είχε καμιά σχέση με το υπερπέραν. Μέσ' από κρύες εσωτερικές αυλές, με συντριβάνια φραγμένα, που η υδάτινη μούχλα εκάλυπτε με στέρεα πράσινα χαλιά, εκτείνονταν μερικοί κήποι παρατημένοι. Στο βάθος αυτών των κήπων βρισκόταν ένα δωμάτιο με ταβάνι στρωτό και πολί ψηλό, με παράθυρα ανοιγμένα πάνου από τις μεγάλες πόρτες, που μεγάλωναν στα μάτια μου την απόσταση ανάμεσα στο έδαφος και την οροφή. Στο σπίτι λοιπόν αυτό και σ' αυτό το δωμάτιο έμεινα τελικά.

Όσοι από μας τους φοιτητές είμασταν ποιητές εκάναμε μια ζωή πολί άτακτη. Εγώ βέβαια υπεράσπιζα όσο μπορούσα τις επαρχιακές συνήθειες, εργαζόμενος στο δωμάτιό μου, γράφοντας διάφορα ποιήματα την ημέρα και πίνοντας ατέλειωτα φλιτζάνια τσάι. που έψηνα μόνος μου. Αλλά δεν έμενα αδιάφορος στην πολιτάραχη ζωή των συγγραφέων της εποχής μου που διεξαγόταν έξω από το δωμάτιό μου και στους δρόμους και που ασκούσε πάνω μου τη δική της γοητεία. Οι συγγραφείς του καιρού εκείνου δε συχνάζαμε στα καφενεία αλλά στις μπιραρίες και στις ταβέρνες. Οι συζητήσεις και οι στίχοι πήγαιναν κ' ερχόντανε μέχρι τα ξημερώματα. Οι σπουδές μου πήγαιναν κ' έρχόντανε κι αυτές, αλλά πίσω.

Η εταιρία των σιδηροδρόμων προμήθευε στον πατέρα μου για την εργασία του στις μεγάλες κακοκαιρίες μια κάπα από τσόχα γκρίζα που δε χρησιμοποιούσε ποτέ. Εγώ λοιπόν αυτή την κάπα σκέφτηκα να τήνε κάμω ρεγάλο στην ποίηση. Τρεις ή τέσσερεις ποιητές ακόμη άρχισαν να χρησιμοποιούν όμοιες κάπες με τη δική μου, που απλούστατα πήγαινε από χέρι σε χέρι. Αυτό το χρησιδάνειο προκαλούσε την αγανάκτηση του καλού κόσμου καθώς και άλλου όχι τόσο καλού. Είταν η εποχή του ταγκό, που έφτανε στη Χιλή όχι μόνο με τους κανόνες του και τις κιθάρες με τις «πένες», τα ακορντεόν του και το ρυθμό τους, αλλ' ακόμη και με μια συνοδεία καθάρματα που πλημμύρισαν τη νυχτερινή ζωή και τις γωνιές μας όπου μαζευόμασταν τα βράδια. Ο κόσμος αυτός της αλητείας, χορεύτριες και αγαπητικοί, δημιουργούσε ζητήματα γύρω από τις κάπες μας και τη ζωή μας. Οι ποιητές όμως αντιστεκόμασταν με σταθερότητα.

Εκείνη την εποχή απόχτησα την ανέλπιστη φιλία μιας απερίγραφτης χήρας, με τεράστια γαλανά μάτια που αχνά σκοτείνιαζαν στην ανάμνηση του πρόσφατα πεθαμένου συζύγου της. Ο σύζυγος αυτός υπήρξε μυθιστοριογράφος, έγινε όμως περισσότερο γνωστός από την ωραία του εμφάνιση. Και οι δυο τους αποτελούσαν ένα παροιμιώδες ζευγάρι, εκείνη με μαλλιά ξανθά σταρένια, τέλειο σώμα και μάτια που θύμιζαν τη βαθιά γαλάζια θάλασσα, εκείνος πολί ψηλός, αθλητικός, με εξαίσιο παράστημα. Τζάμπα όμως όλ' αυτά: Ο μυθιστοριογράφος εκμηδενίστηκε από τη φυματίωση. Μια φυματίωση που την έλεγαν καλπάζουσα. Από τότε είχα σκεφτεί ότι η ξανθή γόησσα δεν είτανε καθόλου ξένη με το κακό που βρήκε το σύντροφο της. Η προπενικιλινική εποχή με το καλπάζον άρμα της υπέρμετρης ερωτικής ιδιοσυγκρασίας της θεάς Αφροδίτης άρπαξαν απ' αυτό τον κόσμο τον αείμνηστο μυθιστοριογράφο.

Επειδή συνδέθηκε μαζί μου η ωραία χήρα δεν χωρίστηκε από τα πένθιμα φορέματά της, μαύρα μεταξωτά και βιολετί, που την έκαναν να φαίνεται σαν ένας χιονάτος καρπός τυλιγμένος σ' ένα φλοιό πένθους. Ο φλοιός λοιπόν αυτός ένα βράδι γλύστρησε στο δωμάτιο μου στο βάθος του πλυντηρίου και μπόρεσα να ψαχουλέψω το χιονάτο καρπό, να τον διατρέξω μαλακά ολόκληρο με τα χέρια μου και να διαπιστώσω ότι τσουρούφλιζε. Έφτανε στο τέλος της η περίπτυξή μας όταν κάτω από τα μάτια μου εκείνη έκλεισε τα βλέφαρα της και φώναξε: «Ω, Ρομπέρτο, Ρομπέρτο!», αναστενάζοντας ή κλαίγοντας με αναφυλλητά. (Είχα την εντύπωση ότι διεξαγόταν μια ιεροτελεστία. Η ιέρεια έκανε έκκληση στο χαμένο Θεό πριν να παραδοθεί σε μια καινούρια λατρευτική πράξη).

Εντούτοις και παρά την ακόρεστη νεότητά μου η χήρα μού φάνηκε υπερβολική. Οι επικλήσεις της γινόντανε κάθε μέρα και περισσότερο επείγουσες και η μανιώδης καρδιά της με οδηγούσε αργά αργά αλλά σίγουρα σε μια πρώιμη εξαφάνιση. Ο ερωτάς σε τέτιες δόσεις δεν είταν σύμφωνος με τον υποσιτισμό μου. Και ο υποσιτισμός μου γινότανε ολοένα και περισσότερο δραματικός.
Pablo Neruda (1904–1973)

Image and video hosting by TinyPic

*από το αυτοβιογραφικό βιβλίο τού Πάμπλο Νερούδα
Η ζωή μου (Απομνημονεύματα)
- μετάφραση: Α.Ι. Λιβέρης
- εκδόσεις: Αλκαίος, 1975

*φωτογραφίες: poetryireland.ie, pinterest.com,
poesia.about.com, neruda.uchile.cl,
article.wn.com, theguardian.com


Ακόμα:
ο Πάμπλο Νερούδα στα λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Link:
Universidad de Chile: La vida del poeta - Cronología

Σημ: Στην αναδημοσίευση του αποσπάσματος διατηρήθηκε η ορθογραφία, η σύνταξη, και η στίξη της πρωτότυπης μετάφρασης, πλην του πολυτονικού, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και σε κάθε ανάρτηση των Αυτοβιογραφικών με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου είναι προφανές ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος.

Ετικέτες , ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα