26 Ιουν 2007

21 ~ Λίνα Νικολακοπούλου: Ο ορίζοντάς μου ήταν πάντα ανοιχτός

* Η συνάντηση με τον Σταμάτη στην Πάντειο ήταν μοιραία. Ήμουν πάρα πολύ "ήσυχη" μαζί του. ο άνθρωπος αυτός καταλάβαινε τι έλεγα και αυτό με γέμιζε ευτυχία. Επιτέλους είχα βρει κάποιον με τον οποίo μπορούσα να συνεννοηθώ απλά.

*Θυμάμαι ότι όπου βρισκόμουν τραγουδούσα. Είχα και ένα ραδιοφωνάκι που το είχα δέσει με σύρμα στο ποδήλατό μου κι έτσι γύριζα τα Μέθανα, όπου και έμεινα μέχρι την τρίτη δημοτικού. Μου έκανε συντροφιά εκεί δίπλα στη θάλασσα, μέσα στην απόλυτη ησυχία. Απολάμβανα αυτό που μου συνέβαινε, αυτή τη σχέση μου με τη φύση. Το γεγονός ότι είχα βρεθεί εκεί από την Αθήνα μου είχε χαρίσει και τις δύο εικόνες, οπότε το να ονειρεύομαι κάτι άλλο δεν χρειαζόταν. Είχα και την πόλη και την φύση μέσα μου. Από εκείνη την παιδική ηλικία πήρα τα στοιχεία που δεν με εμπόδισαν ποτέ μετά να πάω παντού. Και να μπορώ να κατανοώ όλες τις ζωές. Στην παιδική μου ηλικία είχα ήδη πάρει τις αφορμές για όλη την κατοπινή μου στάση ζωής. Σε αυτήν χρωστάω τις δύο μου πλευρές.

* Η πιο ωραία εικόνα εκεί στα Μέθανα: Το τελευταίο καράβι που έφευγε από τον Πόρο για τον Πειραιά. Το πέρασμά του. Ήταν n μαγικότερη στιγμή της ημέρας. Μετά το σφύριγμά του ένιωθα ότι τελειώνουν όλα. Η επικοινωνία τελείωνε. Ήξερα ότι η μαγεία τελείωνε, ότι είναι ένα πράγμα που δεν διαρκεί. Το καράβι έχει φύγει κι εσύ έχεις μείνει πίσω. Και όταν υπάρχει μεγάλος ορίζοντας κρατάει ώρα ο αποχωρισμός. Αυτό με μαρκάρησε. Και σε αυτήν την εικόνα χρωστάω το στίχο «την ώρα που σιδέρωνε, της ήρθε πως ξημέρωνε και σφύριζε καράβι» από το «Σίδερο». Μετά τόσα χρόνια, τώρα αποτύπωσα αυτό το συναίσθημα...

* Από μικρή ήθελα να απολαμβάνω αυτό που ζω, ήθελα να είμαι κοντά σε ό,τι έλεγε η καρδιά και το μυαλό μου. Είναι καταπληκτικό όμως πώς αυτό το παιδί που θυμάμαι εγώ, που ήταν όλη μέρα έξω στο δρόμο, στις γιορτές, στα μαζικά γεγονότα, μέσα στους ανθρώπους, τις καλημέρες, τις χαρές και τα ρέστα στα 13 του έγινε το αντίθετο! Σαν αυτή η ανάγκη να γυρίζω έξω να γύρισε σε ψάξιμο μέσα μου. Και τότε ξεκίνησα να διαβάζω παρά πολύ. Ξεκίνησα με τον Καζαντζάκη -από την «Ασκητική» και το «Ταξιδεύοντας»- και μετά με μια καταπληκτική ευκολία πέρασα στους υπερρεαλιστές.

* Δεν είχα ανασφάλειες γιατί κανένας δεν έμπαινε σε τέτοιο κόπο ώστε να μου τις δημιουργήσει. Νομίζω απλά ότι αυτή την αρχοντική στάση την είχα από πάντα. Ο ορίζοντάς μου ήταν πάντα ανοιχτός, τα πράγματα τα έβλεπα από εμένα και μπροστά και αυτή η κλίμακα πρέπει να έχει τη ρίζα της στα παιδικά μου χρόνια. Τότε που ήθελα να τα βλέπω όλα ανοιχτά μπροστά μου.

* ...δεν ήθελα να προκαλέσω ποτέ μάχες, απλά όταν συνέβαιναν δεν υποχωρούσα. Η πρώτη, πάντως, μάχη που θυμάμαι ήταν όταν έκανα την άρρωστη και δεν πήγα να δώσω εξετάσεις για να μπω στην τράπεζα. Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική πράξη μου ενάντια σε μια άλλη απόφαση. Πάντα, όμως, είχα έντονη μέσα μου τη διεκδίκηση του δίκαιου. Μπορούσα να δώσω και να φάω ξύλο γι αυτό.

* Δεν το κατάλαβα πώς άρχισα να γράφω. Ήταν ένα δώρο αυτό για μένα, ένα δώρο που αναγνωρίστηκε σαν δικαίωμα από τους γονείς μου. Μονάχα η μητέρα μου είχε αγωνία για το πώς θα αντέξω τη σκληράδα των πραγμάτων, αυτού του αγώνα. Βέβαια, όσο ήμουν στον κόσμο μου, ήταν όλα εντάξει. Αν και εκεί μέσα ήταν οδυνηρά τα πράγματα γιατί αυτά που έγραφα με πόναγαν.

* ...η διαδικασία για να αποδώσει καρπούς, για να αξιωθείς να πάρεις την υγρασία από τα μάτια του άλλου, να τον αγγίξεις, προϋποθέτει τη σταύρωσή σου. Όπως όταν έγραφα το “Μαμά γερνάω”. Καθόμουν εδώ στο καθιστικό και μέσα κοιμόταν ο Σταμάτης. Μόλις είχαμε γυρίσει μεθυσμένοι. Είχα γράψει το πρώτο κουπλέ και έψαχνα το δεύτερο. Έφερνα, λοιπόν, στο μυαλό μου όλες εκείνες τις στιγμές που με είχαν πονέσει. Όμως το ακριβό ραντάρ μέσα μου, σαν τη ζυγαριά των κοσμηματοπωλών, ήξερε και περίμενε το αληθινό διαμάντι του πόνου. Κι εγώ έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, μέχρι που αυτό που έβγαλα από το βάθος δεν το άντεξα. Και είπα «αυτό είναι, λοιπόν. Αυτό πρέπει να πω. Αυτό που δεν αντέχω». Αν νομίζει κανείς ότι μπορεί να αναδυθεί κάτι χωρίς έκρηξη ή χωρίς θάνατο κάποιου άλλου πράγματος, κάνει λάθος. Πρέπει κάτι να δώσεις χωρίς τσιγκουνιά, για να βγει στο φως... Κάτι πρέπει να κάψεις...

* Πάντα έμπαινα στη δίνη τoυ έρωτα, αλλά είχα και το νου μου. Πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη ότι αυτό είναι ένα κεφάλαιο σπουδαίο. Αλλά ΕΝΑ. Βλέπω την κούραση των ανθρώπων όταν διαδέχεται ο ένας έρωτας τον άλλο, χωρίς αυτοί οι έρωτες να είναι όλοι αληθινοί. Όταν βλέπεις το σενάριο να επαναλαμβάνεται πρέπει να αναρωτηθείς μήπως είσαι σε λάθος κινηματογραφική αίθουσα με λάθος συμπρωταγωνιστές σε λάθος διανομή. Και τότε να αναζητήσεις μέσα σου τι συμβαίνει. Δεν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από αυτήν την κατάσταση. Και όταν κάτι τελειώνει, πρέπει να έχουμε τn δύναμn ν' αγαπήσουμε αυτό που ζήσαμε μαζί, αυτό που καταλάβαμε για τους εαυτούς μας. Να πάμε κάπου αλλού χωρίς σκοτωμούς... Γιατί, ναι, σίγουρα πάμε κάπου. Ξεκινάμε ένα ταξίδι σαν να δίνουμε όρεξη στον εαυτό μας να παρακολουθήσει ξανά ένα άλλο σχολείο, να αισθανθούμε τnv ανάγκn να πληροφορnθούμε και άλλα πράγματα. Και να συναντnθούμε με τον αληθινό χρόνο. Με τη στιγμή εκείνη που ανακαλύπτουμε το κομμάτι το οποίο θα συμπλnρώσει το παζλ που μπορεί να φτιάχνω όλn την υπόλοιπη περίοδο ζωής.

* ...Η καθnμερινότητα ποτέ δεν έπαψε να είναι για μένα αφορμή για έμπνευση. Με συγκινεί το γεγονός ότι δεν σταμάτnσα ποτέ να την αντέχω και να θέλω να τnς δώσω τιμή. Με συγκλονίζει το χαμόγελο που βγαίνει σε έναν άνθρωπο μετά την επίγνωση της δυσκολίας σ' αυτή τη ζωή, φέροντας εκείνο το κρυμμένο τραύμα που έλεγα στη «Σωτnρία τnς Ψυχής» και οι άλλοι έλεγαν ότι δεν καταλάβαιναν. Συγκλονίζομαι με τους απλούς ανθρώπους και τα μεγάλα έργα τους. Όπως και με τους μεγάλους ανθρώπους όταν τους βλέπεις να είναι εργάτες σ' αυτό που κάνουν. Όταν είναι έτοιμοι να σε ακούσουν με σοβαρότητα, να σε διδάξουν, είναι παρόντες χωρίς ρόλους.

* Παλιότερα γινόμουν απόμακρη και περίμενα από τον άλλο να με πλησιάσει ζητώντας μου εξηγήσεις, λόγους. Τώρα πια ξέρω ότι δεν χρειάζονται δραματικά πράγματα. Απλά όταν νιώθεις πως θέλεις να ψάξεις κάτι διαφορετικό, πρέπει να το κάνεις κι ας μη σε ακολουθήσουν οι άλλοι. Δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπούν. Είμαι με επίγνωση του τι σημαίνει φιλία και ξέρω ότι η μεγαλύτερη δημιουργία που κάναμε με τους συνεργάτες μου είναι η φιλία μας. Όπως ξέρω ότι υπάρχουν σχέσεις που τελειώνουν για να τελειώσουν και άλλες που τελειώνουν για να επαναπροσδιοριστούν.

* Δουλεύω τον εαυτό μου για να ενωθώ με τους άλλους και να προχωρήσω. Λοιπόν, αυτή είναι η πιο πολύτιμη στιγμή της από 'δω και πέρα ζωής μου και δεν σταματάω μπροστά σε τίποτα. Η φράση με την οποία εννοώ τον εαυτό μου και τη ζωή μου από 'δω και πέρα είναι μία: "Mε τον εχθρό παλεύω". Δεν του κλείνω την πόρτα γιατί, ενώ τον βλέπω να με απειλεί, βρίσκω το κουράγιο και τη δύναμη να παραδεχτώ ότι έχει πίσω τόσα κρυφά και σκοτεινά πράγματα που κατ' αυτόν έχει δίκιο. Και το εχθρός είναι μέσα σε εισαγωγικά. Δεν έχει σημασία αν είναι ιδέα, αν είναι άνθρωπος, αν είναι άλλο κράτος, αν είναι ο μισός μου εαυτός που μου εναντιώνεται. Σημασία έχει να μην αφήνω όλα αυτά πια να με πανικοβάλλουν. Τώρα αισθάνομαι πιο ώριμη και πιο ήσυχη' είμαι πιο ανοιχτή με τους ανθρώπους.
Λίνα Νικολακοπούλου



* - αποσπάσματα από συνέντευξη που παραχώρησε
η Λίνα Νικολακοπούλου στην Κρυσταλία Πατούλη και τον
Λουκά Καρνή για το περιοδικό DNA - τ.1, Δεκ.1997
*Φωτογραφίες: users.in.gr, e-debate.gr,romios.bravehost.com
* Η δεύτερη φωτογραφία είναι της Μαρίας Γιαννοπούλου,
από το ίδιο τεύχος του DNA
* H φωτογραφία με τον Σταμάτη Κραουνάκη, είναι από το βιβλίο
του Στ.Κρ. "Μόνο για χρήστες"

Ετικέτες , ,

19 Ιουν 2007

20 ~ Σταμάτης Κραουνάκης: Ό,τι πραγματικά υπήρξε δεν το σβήνει ποτέ ο χρόνος

Η πρώτη μουσική που ακούω νομίζω πως είναι του Μάνου Χατζιδάκι, ή θέλω να είναι του Χατζιδάκι. Ένα κόκκινο ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια στην κουζίνα. Ως τα δώδεκά μου χρόνια δεν είχα καμιά ιδιαίτερη κλίση, δεν ήξερα τι θα γίνω. Καταλάβαινα πως ίσως κάνω κάτι με το θέατρο. Από την Τρίτη Δημοτικού έγραφα θεατρικά έργα. Μάζευα τις πιο αλαπούρπουδες και τους πιο φλώρους, φυσικά, γιατί όλοι οι άλλοι παίζανε μπάλα. Τσούρου-τσούρου και ταρατατζούμ και κάναμε θέατρο. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και στο Γυμνάσιο. Ήμουν πάντα του μεικτού θεάτρου, δεν ήμουν ποτέ μόνο του μουσικού. Ήθελα, όμως, πάντα τις χάντρες, τις πούλιες, τη μουσελίνα.

Στάθηκα ένα πολύ τυχερό παιδί όσον αφορά στους γονείς μου. Και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου ήταν πολύ χαρούμενοι άνθρωποι. Είχανε ένα σπίτι όπου μπαινόβγαινε κόσμος. Θυμάμαι από πολύ μικρός ένα σπίτι όπου βαρούσαν συνέχεια οι μουσικές.

Μου έχει συμβεί πολλές φορές στο πέρασμα των χρόνων να εκδικηθώ κάποιους ανθρώπους μ’ ένα τραγούδι. Πιο συγκεκριμένα έχω εκδικηθεί για μια "σχέση" αποτυπώνοντάς την μ' ένα τραγούδι. Έχω στείλει μηνύματα σε ανθρώπους με τα τραγούδια μου. Τα έχω στείλει, μάλιστα, όχι μόνο την ώρα που συμβαίνανε τα δύσκολα αλλά και μετά από χρόνια. Έχω ρίξει πιστολιές χρησιμοποιώντας και τον πόνο και τη διάθεση για εκδίκηση. Δεν έρχεται ποτέ στιγμή που να μην μας ενδιαφέρει κάτι που πραγματικά υπήρξε. Γίνεται να μην μας ενδιαφέρει κάποιος που πραγματικά έχουμε αγαπήσει ό,τι κι αν έχει γίνει ή όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει; Ό,τι πραγματικά υπήρξε δεν το σβήνει ποτέ ο χρόνος. Ό,τι κι αν έχουμε κάνει στη ζωή μας, συνεχίζουμε να είμαστε οι ίδιοι και να το φέρουμε. Οι άνθρωποι που μας πληγώνουνε ερωτικά το κάνουνε γιατί δεν αντέχουν τον εαυτό τους. Με αποτέλεσμα να χρεώνουν στον άλλον που δεν φταίει πάρα πολλά.

Η μεγάλη σύγκρουσή μου με το ευρύτερο κοινωνικό μου περιβάλλον εκδηλώνεται γύρω στα δεκαπέντε μου χρόνια. Με έχουν βρίσει στην ηλικία αυτή με την κατακραυγή "Αυτός ντύνεται σαν χίπυς" ή "Αυτός ντύνεται σαν αδελφή" ή αυτός αφήνει τα μαλλιά του ή αυτός κουρεύεται. Έχω, όμως, ένα σπίτι που με στηρίζει, ένα σπίτι νοικοκυρεμένο αλλά "free". Mάνα, βέβαια, λίγο γκρινιάρα, αλλά ο μπαμπάς μια χαρά. Βέβαια και η μάνα μου, που τότε γκρίνιαζε, τώρα έχει βάλει μυαλό. Στις συγκρούσεις μου, δηλαδή, με τον κοινωνικό περίγυρο, ακόμη και με το σχολείο, το σπίτι ήταν σύμμαχος. Το ότι δεν έχω φόβους ίσως να οφείλεται σε αυτό το γεγονός. Στην πραγματικότητα είχα συγκρούσεις με το σπίτι μου, ή μάλλον μια μόνο μεγάλη σύγκρουση, όταν καταλάβανε ότι είμαι καλλιτέχνης και ότι δεν θα ασχοληθώ με τις σπουδές μου.
Πάντειος, 1973, μουσικά και θεατρικά δρώμενα στη Σχολή. Γνωριμίες με ανθρώπους, μετέπειτα φίλους και καθηγητές. Τα φοιτητικά μου χρόνια υπήρξαν για μένα πολύ ωραία εποχή. Η δράση γενικότερα ήταν πολύ ανεβασμένη. Δεν τελείωσα, όμως, ποτέ τις σπουδές μου. Από το δεύτερο, ήδη, έτος της Παντείου αρχίζω και δουλεύω στο θέατρο. Γνωρίζω την Λίνα Νικολακοπούλου, αρχίζουμε να γράφουμε τραγούδια, μετά τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ ραγδαία. Όλα αυτά συμβαίνουν συμβαίνουν ταυτόχρονα με την κάθετη οικονομική καταστροφή του πατέρα μου. Διάλυση πλήρης του πατρικού σπιτιού, όλη αυτή η χαρά της εφηβείας διακόπτεται, ακριβώς, με την ενηλικίωσή μου, στα είκοσι ένα μου χρόνια. Έχω παρατηρήσει κάτι περίεργο στη ζωή μου, όπως θα το έχουν παρατηρήσει και άλλοι στη δική τους ζωή, να ορίζονται πολλές φορές τα πράγματα χάρη σε αλλότριες δυνάμεις. Δεν ξέρω, δηλαδή, κατά πόσο θα είχα στραφεί επαγγελματικά στη μουσική σε περίπτωση που δεν είχαμε «φάει» το οικογενειακό στραπάτσο. Το ότι χρειάστηκε την ώρα εκείνη να βρω και να νοικιάσω σπίτι, να ζήσω, έχοντας πρώτα βρει δουλειά, με έκανε να συγκεντρωθώ και να δουλέψω πάρα πολύ. Τα δέκα πρώτα χρόνια, 1973-1983, έχω γράψει πάρα πολλή μουσική, και μάλιστα καλή μουσική, που άλλη έχει εκδοθεί και άλλη όχι. Αυτά τα δέκα πρώτα χρόνια που κλείστηκα στον εαυτό μου, ώστε να επιτεθώ με επικοινωνιακή δύναμη, είναι γεγονός που το έπραξα συνειδητά, γιατί έπρεπε κάτι να αποδείξω. Μια ανάλογη στιγμή υπήρξε η Πρωτοχρονιά του '73. Έχουν χωρίσει οι γονείς, δεν έχουμε μία, τινάζεται με λίγα λόγια το σπίτι στον αέρα. Μέσα σε μας, όμως, τα παιδιά, όλα αυτά δεν λειτουργούν δραματικά, λειτουργούν μ' έναν «αμερικάνικο», για να το πω έτσι, τρόπο. Φαίνεται, όπως κόβεται εκείνη τη στιγμή ο αφαλός από το πατρικό σπίτι, γίνεται έντονη η γεύση του απωλεσθέντος παραδείσου. Και η απώλεια αυτή αρχίζει να εκφράζεται, γίνεται ένας λυγμός μέσα στο τραγούδι.

* Θέλω, κάποια στιγμή, να πάρει την απόφαση ο άλλος για το πού θα πάμε, τι θα φάμε, ποιους θα συναντήσουμε ή δεν θα συναντήσουμε. Από πολύ μικρός, δυστυχώς, είχα την κατάρα του ανθρώπου που αποφασίζει. Επίσης, το φόβο των άλλων: «Πώς θα του το πούμε, πώς θα το πάρει, κι αν δεν του αρέσει, τι θα κάνουμε;» Αν και δεν είναι ευχάριστη η κατάσταση αυτή, το έχω πάρει απόφαση. Αν εξαιρέσει κανείς τη δεκαετία της ενηλικίωσης, που ήταν μια δεκαετία με μια ωραία ελευθερία γιατί μου «έτρεξαν» όλα τότε, μια δεκαετία που δεν μου έμειναν απωθημένα στον έρωτα γιατί ήταν «όπου γης και πατρίς», έμεινα πάντα ένα παιδί μέσα στον έρωτα. Δουλεύει πάντα μέσα μου μια αναγνώριση και μια κατανόηση του άλλου. Οι άνθρωποι στον έρωτα είναι σαν τα πουλιά: να μαζευτούνε κάπου που να μην βρέχει και να μην κάνει κρύο. Ο έρωτας είναι ένα μικρό καταφύγιο που, αν είσαι ανοιχτός με τον σύντροφό σου, μπορεί να σε ελευθερώνει σε μεγάλο βαθμό, να σου γεμίζει τρομερά τις μπαταρίες. Αλλά χρειάζεται η κατάθεση και η θυσία να είναι ένα καθημερινό γεγονός. Και να μην γίνονται για το σεξ, αλλά για τη σχέση στο σύνολό της.
* Κάποια στιγμή αισθάνθηκα πως όσα κακά κι αν έχω κάνει στη ζωή μου, τα έχω ξεπληρώσει με τόση τρεχάλα, τόσες ενοχές. τόσες μεταλήψεις, τόσα διαβάσματα. Τα κομποσκοίνια δεν τα πέταξα γιατί είναι αγιοτικά. Τα έφτιαξα μιαν αρμαθιά και τα κρέμασα στο εσωτερικό μέρος της πόρτας του σπιτιού μου. Αν πρέπει να το γράψω κάπως χοντροκομμένα, θα έλεγα πως τον έχω «φάει» το Θεό μου πια. Ακόμη με ελέγχει και με μαστιγώνει, αφού γνωρίζω τις αδυναμίες μου, αλλά στην πραγματικότητα τον έχω καταπιεί. Δεν έχω ανάγκη να ψάχνω να τον βρω στο περιβάλλον μου. [...] Καμιά φορά, μάλιστα, «μαλώνω» τους φίλους μου να μην λένε συνέχεια «Παναγία μου», γιατί έχει δουλειές η γυναίκα. Όμως το «χούι» να μαζεύω Παναγίες δεν μ' έχει ποτέ αφήσει, έχω καμιά εικοσιπενταριά Παναγίες στο σπίτι μου. Όπου πηγαίνω και υπάρχουν Παναγίες, τις κοιτάζω προσεκτικά και παρατηρώ με πόση γοητεία οι άνθρωποι, από τόπο σε τόπο, αυτή τη μάνα του κόσμου την παριστάνουν αλλού να χαμογελάει, αλλού να είναι σκληρή, αλλού αυστηρή. Και χαίρομαι να τους μιλάω. Τώρα με τα χρόνια, όπως έχει ασκηθεί η ψυχή μου, ακούω και τους πεθαμένους. Μ’ εχει επισκεφθεί ο Χατζιδάκις. Ήρθε στην παράσταση ένα βάδυ, σαν λέιζερ, κι έπειτα έφυγε.
* Αν θέλω να θυμηθώ τα καλοκαίρια μου, πηγαίνω πολύ πίσω, στα παιδικά μου χρόνια. Μόνον ως παιδί τα θυμάμαι. Όλα τα υπόλοιπα, από τα δεκαπέντε μου και μετά, δουλεύω, έτσι τα καλοκαίρια ήταν λίγες μόνο μέρες. Από τα δεκαπέντε και μετά, ο Χειμώνας που ερχόταν έπρεπε να με βρει με λεφτά. Ή έπρεπε να διαβάζω, όσο ήμουν ακόμη στο Γυμνάσιο, για να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Αν αισθάνομαι ότι πρέπει να κρατήσω κάτι από τα καλοκαίρια, είναι η Επίδαυρος, το Ηρώδειο και τα θερινά σινεμά. Η χαρά που αισθανόμουν, ως παιδί, όταν πήγαινα να πάρω το πούλμαν της «Περιηγητικής» για να πάω στην Επίδαυρο. Αυτό, περιέργως, ως τις αρχές του '80, γιατί μετά δεν είχα να δω τίποτε που να μ' ενδιαφέρει, το ήξερα πως δεν είχα τίποτε να δω. Όταν μπήκα στη σπουδή των αρχαίων κειμένων, κατάλαβα πόσο μεγάλη είναι η απόσταση από κείνο που βλέπαμε ως παράσταση. Έπρεπε να φτάσω στην ηλικία που είμαι για να καταλάβω τι ωραίο είναι το καλοκαίρι σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
* Μιλώντας για τις γυναίκες της της ζωής μου, θα ήθελα να γράψω για τις δυο γιαγιάδες μου. Η μια έπαιζε στο πιάνο κάτι πολύ ωραία κομμάτια, το «Fur elise» και το «Le mariage des fees». Η δεύτερη γιαγιά έπαιζε μαντολίνο και μου μιλούσε τούρκικα. Αυτές οι δυο γιαγιάδες υπήρξαν πολύ «χρήσιμες» για μένα. Κοινωνικές, καλοσυνάτες και πολυλογούδες. Αλλά κι εγώ ήμουν ένας θαυμάσιος ακροατής που τις τσίγκλαγα συνέχεια. Συνέχιζα να μιλώ με τις γιαγιάδες μου ενώ είχα μεγαλώσει. Είχα πλήρη συνείδηση ότι είναι δυο γιαγιάδες-πηγές. Διατηρούσα μια πολύ ελεύθερη σχέση μαζί τους και τα πράγματα που τις ρωτούσα συχνά πυκνά ήταν αυτά που λέμε «σόκιν». Τις δυο αυτές γιαγιάδες τις βάζω πρώτες στη σειρά των γυναικών της ζωής μου, η μάνα μου ακολουθεί. Συνιστούσαν ένα αχτύπητο ντουέτο, η μια ήταν πασίχοντρη, η άλλη πασαδύνατη. Με το ίδιο ύψος και οι δυο, έμοιαζαν, όταν ήταν μαζί, σαν το δέκα το καλό. Η μάνα μου, από την άλλη, μου έμαθε δυο πολύ σημαντικά πράγματα: το γούστο και την τάξη. Αν και ήταν ένα λαϊκό κορίτσι, χωρίς σπουδές, είχε ένα σπουδαίο γούστο αλλά και νοικοκυροσύνη. Όσο κι αν φαίνομαl τσαπατσούλης, στην πραγματικότητα είμαι τρομερά νοικοκύρης. Ξέρω πού έχω βάλει το κάθε τι. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και μέσα στο κεφάλι μου. Οργανώνω και χτίζω τα πράγματα με τρομερά μεγάλη συνέπεια και ευκολία.
Μετά τις τρεις αυτές γυναίκες (και τελεία) είναι η Λίνα Νικολακοπούλου. Δεν μιλώ μόνο για την ουσιαστική καλλιτεχνική μας συμπόρευση. Όταν τη γνώρισα, ένα νέο κορίτσι, ζήσαμε έναν πάρα πολύ μεγάλο και αθώο εφηβικό και μετεφηβικό έρωτα. Αντέξαμε και η ίδια κι εγώ, ως πνευματικοί άνθρωποι αργότερα, αυτό τον έρωτα να τον μεταλλάξουμε σε μια πάρα πολύ δυνατή σχέση αγάπης. Υπήρξε για μένα, ταυτόχρονα, ένας μεγάλος αστυφύλακας, που μ’ έσπρωχνε προς την έρευνα και δεν μ' άφηνε να γλιστρώ στην ευκολία. Πολλές φορές, προκειμένου να μου τινάξει τον άλλο μου εαυτό στην επιφάνεια (όταν πήγαινε το θηρίο να μπει σε ύπνωση), μ’ έχει πληγώσει πολύ άσχημα. Όταν χρειάστηκε, υπήρξε αλύπητη. Δεν είναι υπερβολή να γράψω ότι είναι η μοναδική γυναίκα που έχω, εν επιγνώσει, ερωτευτεί και η μοναδική γυναίκα που της έχω τυφλή εμπιστοσύνη. Μακαρίζω τη ζωή γιατί τα χρόνια μας έχουν φέρει σε μια πολύ σπουδαία στιγμή ώστε να μας ενώνει το ίδιο γέλιο για τα πράγματα, η ίδια ματιά, αν και είμαστε τόσο διαφορετικοί άνθρωποι ως χαρακτήρες.

Σταμάτης Κραουνάκης

* Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Σταμάτη Κραουνάκη
Μόνο για χρήστες - Εκδ. Καστανιώτη, 2004
* Φωτογραφίες: www.mic.gr, www.mediaset.gr, music.gr
Η τρίτη και οι δύο τελευταίες είναι από το ίδιο βιβλίο.

Ετικέτες , ,

15 Ιουν 2007

19 ~ Μάνος Χατζιδάκις: Το καταστάλαγμα του βίου μου

Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.

Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.

Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.

Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.

Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.


Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ... για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω... στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ... αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.

Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.
Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994)




* Το κείμενο είναι από τον επίσημο ιστότοπο του Μάνου Χατζιδάκι
* Οι φωτογραφίες είναι από το web.mac.com, mmb.org.gr,
monilazariston.gr & artists.endless-greece.com


Links:
- λογομνήμων: Μάνος Χατζιδάκις
- Θωμάς Ξωμερίτης: Η θεία λειτουργία, του έργου του Μάνου Χατζιδάκι

Ετικέτες , ,

12 Ιουν 2007

18 ~ Atilio Bertolucci: Συνάντηση με τον Προυστ

Εμπιστεύομαι τη μνήμη, δεν μπορώ, ίσως δεν θέλω να ψάξω για αποδεικτικά στοιχεία. Ήταν προχωρημένος Σεπτέμβριος, μετά τις μεγάλες ζέστες, μεταξύ του θερισμού και οργώματος που είχαν τελειώσει επιτυχώς με την προοπτική ενός πλούσιου τρύγου, όταν αποφασίσαμε να εγκαινιάσουμε το καινούργιο αυτοκίνητο (μια Ceirano) και το μόλις αποκτηθέν δίπλωμα οδηγήσεως του μεγαλύτερου αδελφού μου, με μια βόλτα στη Βενετία.

Δεν θυμάμαι τίποτα από το ταξίδι, σκέφτομαι πως θα υπήρξε κουραστικό, γιατί οι δρόμοι δεν είχαν ακόμα ασφαλτοστρωθεί. Ακόμη και η άφιξή μας στην περίφημη πόλη, στην πλατεία Σαν Μάρκο, τουλάχιστον για μένα που υποφέρω απο ναυτία και πάνω στο πατίνι, πολύ δε περισσότερο στη βενζινάκατο, υποθέτω πως δεν θα ήταν τίποτα το ενθουσιώδες. Φοβάμαι επίσης πως μαθητευόμενος βοηθός των Γραμμάτων και των Τεχνών στον οποίο είχαν φθάσει άγνωστον πώς, στην Τετάρτη Γυμνασίου, τα ανατρεπτικά μηνύματα του μοντερνισμού, απέρριπτα εκ βάθους καρδίας τα μάρμαρα, τους τρούλους και τις γωνιοκορφές, σαν φθηνές ομορφιές κατάλληλες για καρτ-ποστάλ.

Πρέπει τώρα να συντηρήσω με το πόδι μια μικρή προεξοχή για να ξαναβρώ αστραπιαία την ακριβή στιγμή κατά την οποία, κατευθυνόμενος με την οικογένειά μου προς το καφέ Φλοριάν, τα παγωτά με φρούτα του οποίου μας είχαν εκθειάσει κάποιοι φίλοι (σε ένα σημείο των Προκουράτιε, σήμερα μάλλον άσημο, απαστράπτον τότε από βιτρίνες), τα μάτια μου συνάντησαν στο εκθετήριο του Διεθνούς Βιβλιοπωλείου Τρέβες Τρεκάνι Τουμινέλι, πάνω στο μυθικό άσπρο εξώφυλλο, σε κόκκινο και σε μαύρο, ένα όνομα και έναν τίτλο, που από αρκετό καιρό βούιζαν στο μυαλό μου γεμάτα μυστήριο και υποσχέσεις: MARCEL PROUST, Α la recherche du temps perdu-du cote de chez Swαnn. Ήταν οι δύο πρώτοι τόμοι «άγγελοι με αναδιπλωμένα φτερά», που με περίμεναν. Για μένα, για τη ζωή μου, μέλλοντες άγγελοι φύλακες.Τους ζήτησα ως δώρο από τον αδελφό μου, ο οποίος ήταν μεγαλύτερός μου κατά έξι χρόνια και αρκετά εύπορος για κείνη την εποχή: του ορκίστηκα πως θα ήμουν πιο μελετηρός στην Πέμπτη Γυμνασίου, κατά το σχολικό έτος που θα αντιμετώπιζα σε λίγες πλέον ημέρες, και που θα έκλεινε με μια φοβερή εξεταστική περίοδο.

Ο πατέρας και η μητέρα, χωρίς να ξέρουν τίποτα, μας περίμεναν ήδη καθισμένοι στο καφενείο, αφηρημένοι κάπως από τη μουσική της μικρής ορχήστρας. Δεν γνώριζαν τη μύησή μου, στην οποία με οδήγησε το πεπρωμένο, με μια μικρή αναταραχή στο εφηβικό κυκλοφοριακό μου σύστημα, ένα είδος μακάριας και οδυνηρής αναμονής σε όλο μου το είναι. Αργότερα, στο ξενοδοχείο, στο τραπέζι που θα δειπνούσαμε, άρχισα ανυπόμονος να κόβω τις σελίδες, γεμίζοντας ολόκληρος με εκείνη την υπέροχη σκόνη του χαρτιού που τώρα έχει σχεδόν εκλείψει, όπως εξέλιπαν πλέον τα μεγάλα βιβλία (δέντρα που βουίζουν από λέξεις) που την παρήγαγαν. Απρεπώς, μεταξύ του ενός και του άλλου πιάτου, διάβαζα κάποιες γραμμές. Η μαμά με επέπληττε συγκαταβατικά, χωρίς να ελπίζει. Πριν με πάρει ο ύπνος, παρά τα πενιχρά γαλλικά μου, δεν βρισκόμουν πια στη Βενετία αλλά στο Κομπρέ, δεν ήταν Σεπτέμβριος αλλά Απρίλιος, διακοπές του Πάσχα, οι οποίες στη Γαλλία διαρκούν περισσότερο από ό,τι σε μας. Αναρωτιόμουν αν το «ασπράγκαθο» του βιβλίου ήταν όμοιο με εκείνο των παρτεριών που διέγραφαν τα όρια των χωραφιών μας, αν είχε το ίδιο άρωμα. Αποφάσισα πως έπρεπε να είναι το ίδιο, διαφορετικά γιατί θα συνέχιζα να διαbάζω (να γράφω) αυτό το θαυμάσιο βιβλίο;
Aτίλιο Μπερτολούτσι (1911-2000)


* Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ -
τ.153-154,
Χειμώνας 2006-2007 (αφιέρωμα: Ο Χρόνος)
* Η απόδοση είναι του Σωτήρη Παστάκα

Ετικέτες , ,

9 Ιουν 2007

17 ~ Vaslav Fomich Nijinsky: Oι συμφιλιώσεις με τρομοκρατούν

Το’ βαλα στα πόδια και έτρεξα, κατεβαίνοντας το λόφο όπου βρίσκεται το σπίτι μας. Έτρεξα στ’ αλήθεια, ήρεμα όμως, χωρίς να δείξω οργή στη γυναίκα μου. Σαν σπρωγμένος από κάποια αόρατη δύναμη, έφτασα στο χωριό του Σαν-Μόριτς που φαινόταν κάτω από την πλαγιά. Όλο βαδίζοντας έφτασα σ’ ένα δρόμο που οδηγούσε στη λίμνη. Καθώς διέσχιζα τη μικρή πόλη είδα τον γιατρό. Τον προσπέρασα περπατώντας γρήγορα και χαμηλώνοντας το κεφάλι σαν να 'χα διαπράξει κάποιο σφάλμα. Φτάνοντας στη λίμνη, βάλθηκα να βρω λεφτά. Είχα στην τσέπη μονάχα ένα φράγκο και ένα δεκάλεπτο, όμως, ενθυμούμενος μερικές εκατοντάδες φράγκα που μου έμεναν στην τράπεζα, ήξερα πως είχα κάτι για να πληρώσω ένα δωμάτιο. Λοιπόν αποφάσισα να μην επιστρέψω και να βρω κάπου να μείνω. Μπήκα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο για να ρωτήσω την κυρά – που ήταν και η ιδιοκτήτρια - αν μπορούσα να μου νοικιάσει ένα δωμάτιο.
...

Όταν όμως της ζήτησα να μου νοικιάσει ένα δωμάτιο, απάντησε πως ήταν όλα πιασμένα και πως μονάχα την επόμενη βδομάδα. Θα μπορούσε να μου διαθέσει ένα διαμέρισμα. Της εξήγησα πως δεν χρειαζόμουν διαμέρισμα, κι εκείνη είπε ότι λυπόταν πολύ, αλλά της ήταν αδύνατο να μου δώσει ένα δωμάτιο. Νόμιζε πως ήθελα να φέρνω εκεί καμιά γυναίκα. Της είπα με ειλικρίνεια ότι χρειαζόμουν το δωμάτιο μονάχα για να δουλεύω, επειδή είχα τσακωθεί με την γυναίκα μου. Άκουσε τα παράπονά μου και βγήκε από το μαγαζί. Ο σύζυγός της που είχε παρακολουθήσει τη συζήτηση, ξέροντάς με για άνθρωπο σοβαρό που δεν είχε ανάγκη από γυναίκα, είπε πως είχα δίκιο – δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτε για μένα. Λέγοντας του πως ήταν δύσκολο, μερικές φορές να συνεννοούνται μεταξύ τους τα αντρόγυνα, μου εμπιστεύθηκε ότι είχε κάποτε παρατηρήσει τη γυναίκα του, η οποία τακτοποιούσε άσχημα τα πιάτα, εκείνη, όμως, δεν το είχε λάβει υπ’ όψη. Αφού τον άκουσα με καλοσύνη έφυγα δίνοντάς του το χέρι για πρώτη φορά ήμουν θλιμμένος γιατί μ’ έβλεπα κιόλας να κοιμάμαι στο δρόμο. Όλα ήταν κλειστά στα Λουτρά του Σαιν- Μόριτς, η πόλη άδεια, το ίδιο και τα καταστήματα. Είδα μερικά, κι έπειτα καθισμένος κάτω από ένα παράθυρο, με την πλάτη στον τοίχο, προσπάθησα να δω αν θα μπορούσα να κοιμηθώ έτσι. Στην αρχή ζεσταινόμουν κατόπιν άρχισα να κρυώνω. Μια γυναίκα έβγαινε από ένα σπίτι τουρτουρίζοντας σαν εμένα από το τσουχτερό κρύο. Είχαμε χειμώνα και δύο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο.
...
Έφτασα επιτέλους στο χωριό του Σαιν-Μόριτς, όπου σταματώντας μπροστά στο ταχυδρομείο, βάλθηκα να διαβάζω τα δελτία του πολέμου – όταν ξάφνου κάποιος με πιάνει από τους ώμους : ήταν ο γιατρός. Θέλει να με πάει σπίτι του αρνούμαι κατηγορηματικά προφασιζόμενος την ανάγκη μου για μοναξιά και την αδυναμία μου σήμερα να μιλήσω μ’ οποιονδήποτε.
– θά 'ταν προτιμότερο να πάτε σπίτι σας, η γυναίκα σας σάς περιμένει.
Ωστόσο εγώ:
- οι συμφιλιώσεις με τρομοκρατούν. Θέλω να ζούμε μονιασμένα και όχι μονάχα να τα ξαναφτιάχνουμε μετά από κάθε μας φιλονικία.
Βάσλαβ Νιζίνσκυ (1889-1950)



* Το κείμενο και η πρώτη φωτογραφία είναι από το βιβλίο
Το ημερολόγιο του Νijinsky - εκδ. Νεφέλη, 1981
σε μετάφραση Βερονίκης Δαλακούρα
* Λοιπές φωτογραφίες: paxdoraunlimited.com,
middlebury.edu και users.bigpond.net.au

Ετικέτες , ,

5 Ιουν 2007

16 ~ Martha Graham: Έτσι είναι η ζωή

Tα παιδικά μου χρόνια ήταν μια ισορροπία φωτός και σκότους. Το Αλλεγκέυνυ ήταν ολότελα έρημο και δίχως ζωή, δίχως λάμψη, καμιά ξεχωριστή ομορφιά. Η ανθρακοβιομηχανία κυριαρχούσε και ως εκ τούτου, ό,τι φορούσαμε σκεπαζόταν απ' την κάπνα. Το να βγεις έξω ντυμένη μ' ένα φρεσκοπλυμμένο λευκό φόρεμα σήμαινε πως θα επέστρεφες ντυμένη στα μαύρα.
Ο πατέρας μου ήταν γιατρός νευρικών διαταραχών, κάτι σαν τους σημερινούς ψυχίατρους. Μ' άρεσε να τρυπώνω στο γραφείο του - ήταν ένα αρκετά σοβαρό μέρος, ένα μεγάλο θαύμα για το παιδί που ήμουνα, με τις σειρές των βιβλίων που ερέθιζαν την περιέργειά μου. Θυμάμαι που μου 'δειξε μια γυάλινη διαφάνεια πάνω στην οποία είχε βάλει μια σταγόνα νερό. Κράτησε την διαφάνεια στο χέρι του, ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη και είπε: "Τι βλέπεις;" Εγώ είπα αρκετά απλά: "Nερό". Και αυτός είπε: "Kαθαρό νερό;" Κι εγώ απάντησα: "Nομίζω ναι. Καθαρό νερό." Aπό ένα ψηλό ράφι πάνω απ' το γραφείο του, πήρε ένα μικροσκόπιο. Τότε είδα τα περιεχόμενα της σταγόνας του νερού και είπα έντρομη στον πατέρα μου: "Μα υπάρχουνε σπείρες μέσα του". Aυτός μου είπε τότε: "Ναι, δεν είναι καθαρό. Να το θυμάσαι αυτό όλη σου τη ζωή, Μάρθα: πρέπει να ψάχνεις για την αλήθεια".
...
Με ρωτούν πολύ συχνά τώρα στα 96 μου, εάν πιστεύω στην μεταθανάτια ζωή. Εγώ πιστεύω στην ιερότητα της ζωής και της ενέργειας. Το ανώνυμο του θανάτου δεν μου προκαλεί αίσθηση. Το τώρα είναι που πρέπει να αντιμετωπίσω. Έχω να κάνω ένα καινούργιο μπαλέτο για την Ισπανική κυβέρνηση και είμαι βέβαιη ότι θα είναι ένας τρόμος και μία χαρά και ότι θα είναι το κύκνειο άσμα μου κι η καρριέρα μου θα τελειώσει κάπως έτσι και θα νοιώθω ότι έχω αποτύχει εκατοντάδες φορές και θα προσπαθώ να αποφύγω εκείνα τα αναπόφευκτα βήματα πίσω μου. Αλλά τι άλλο μού μένει εκτός απ' το να προχωρήσω; Έτσι είναι η ζωή.
Μάρθα Γκράχαμ (1894-1991)


* Το κείμενο αναδημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός από το Life.
- τ.59, Ιαν.1992. Την μετάφραση έκανε ο Γιάννης Πατσάκας
* Φωτογραφίες: artsalive.ca (photo by Cris Alexander)
και myoldmac.net

Ετικέτες , ,

1 Ιουν 2007

15 ~ Δημήτρης Παπαϊωάννου: H σημασία του να είσαι ο εαυτός σου

* Ζω μόνος μου από το '82. Τότε υπήρχε ακόμη ένα ζωντανό κύτταρο αμφισβήτησης στα Εξάρχεια και ο απόηχος του punk κινήματος, μια αίσθηση που έδινε ζωντάνια στην πλατεία. Εκεί βρήκαμε καταφύγιο έκφρασης μια μικρή παρέα ανθρώπων που είμαστε και κοινωνικά και καλλιτεχνικά ανήσυχοι και γκέι. Έτσι προέκυψε και το fanzine Κοντροσόλ στο Χάος, μια πρωτοβουλία του Αλέξη Μπίστικα. Αν είχες μια αιχμή στο δόρυ σου, όπως εγώ, δε θα σου αντιστεκόταν κανείς. Έμοιαζε τότε ο στρέιτ κόσμος να εκπλήσσεται περισσότερο απ' ό,τι τώρα με τους ανοιχτά γκέι. Τώρα εκπλήσσεται λιγότερο και αυτό είναι μια εξέλιξη.

* Όταν έφυγα από το σπίτι μου στα 18 μου υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δε θα κάνω ποτέ τίποτα κρύβοντας ότι είμαι γκέι. Και δεν το έκανα. Η δική μου απόφαση ήταν να ζήσω με τον εαυτό μου και από κει πέρα όπου με πάει.

* Έφυγα για δύο λόγους. Επειδή ήθελα να ζήσω την ερωτική ζωή που ονειρευόμουν και επειδή ήθελα να γίνω ζωγράφος. Με το που τέλειωσα το σχολείο, μάζεψα
τα πράγματά μου και έφυγα. Η μεγαλύτερη ασθένεια της ελληνικής κοινωνίας είναι η παραμονή στο οικογενειακό περιβάλλον μετά τα 18. Είναι πλήρως ακατανόητο και νοσηρό, ό,τι κι αν είσαι. Κοιμάσαι σ' ένα κρεβάτι, το ονομάζεις σπίτι σου και δεν μπορείς να φέρεις το σύντροφο που θέλεις να κοιμηθείτε μαζί.

* Στα 17 μου ζωγράφιζα μανιωδώς και το κολλέγιο έκανε μια έκθεση ζωγραφικής με τα έργα μου στη βιβλιοθήκη του σχολείου. Κάλεσα τον Τσαρούχη και ήρθε. Πήγα μόνος μου με φωτογραφίες από τα έργα μου και του χτύπησα την πόρτα. Ημουν πολύ τυχερός γιατί έτυχε να είναι μόνος του, πράγμα σπάνιο. Ηταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός για το ποιος του χτυπά την πόρτα. Μου έδωσε ένα τέταρτο από το χρόνο του. Ήταν ευγενικός με το έργο μου, αν και ξέρω ότι δεν ήταν καλό, αλλά μάλλον τον ενδιέφερε κάτι και ήρθε να δει τα έργα μου από κοντά. Την επομένη με πήρε τηλέφωνο και από τότε ξεκίνησε η μαθητεία μου πλάι του.

* Ένα παιδί από το κολέγιο, από μια αστική οικογένεια- Μικροαστική. Μπήκα σε ένα χώρο όπου μου αποδείχθηκε ότι η ζωή μέσα στην τέχνη είναι απόλυτα εφικτή και γοητευτική. Και έτσι πήρα την απόφαση ότι αυτό θα ζήσω. Όταν εγώ γνώρισα τον Τσαρούχη ήταν πια πολύ μεγάλος και καταπονημένος από το ζάχαρο. Και πολύ διάσημος. Ο Τσαρούχης συναναστρεφόταν με πολλών λογιών ανθρώπους και είχε μια ικανότητα να φέρεται σε διαφορετικό επίπεδο στον καθένα, ενώ έκανε παρέα ταυτόχρονα με όλους. Είχε φυλάξει για μένα ένα πατρικό αίσθημα και με πρόσεχε. Με τον Τσαρούχη πήγα λόγου χάρη για πρώτη φορά στο Ηρώδειο και είδα όπερα. Σε πολλά πράγματα που βλέπαμε μαζί είχα την τύχη να ακούω τη γνώμη του. Ήταν βαθύτατη, αλλά πάντα πολύ απλά διατυπωμένη. Είχα ένα δεύτερο σπίτι, πήγαινα σχολείο, ζούσα στους γονείς μου και όλον τον ελεύθερο χρόνο μου τον κατανάλωνα στο μικρό νεοκλασικό σπίτι στο Μαρούσι. Οταν κολυμπάς σ' ένα περιβάλλον, πολλά πράγματα μπαίνουν μες στους πόρους σου, εισπνέεις την ατμόσφαιρα. Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς πώς ήταν.

* Ήμουν πάντοτε ένας καλλιτέχνης που εξερευνούσε την προσωπική του σύνδεση με τη ζωή και κυρίως την ερωτική του σύνδεση με τη ζωή. Δηλαδή καταλάβαινα πάντα τη ζωή μέσα από τον έρωτα. Και καθοριστικά η ποιότητα και το είδος της σεξουαλικής μου ζωής οδηγούσε τη δημιουργικότητά μου. Και εξάλλου είναι γνωστό ότι οι ομοφυλόφιλοι μέσα στην κοινωνία εκφράζονται μέσα από την τέχνη για λογαριασμό όλων των ανθρώπων. Η τέχνη είναι ένας είδος τεκνοποιίας των ομοφυλόφιλων.

* Η ερωτική μου ζωή στην πόλη που ζω, τον καιρό που ζω, κινήθηκε σε πολλούς υπόγειους δρόμους προκειμένου να ανθίσει και αυτό με έκανε να δω τη ζωή από την ανάποδη, άρα να έχω μια πιο πλήρη αντίληψη της ζωής. Αν για κάτι ευγνωμονώ τη φύση μου είναι επειδή με οδήγησε να περπατήσω σε λασπωμένους δρόμους που μου αποκάλυψαν πολλά. Ώρες-ώρες, νομίζω ότι έχω την αρετή των ταξιτζήδων' έχω μια αταξική προσέγγιση στη ζωή, γιατί κινήθηκα σε χώρους που φλέρταρα έντονα με το περιθώριο. Και μόνο αν δεις τα πράγματα και από την ανάποδη μπορείς να πεις ότι έχεις μια πλήρη αντιμετώπιση. Και γι' αυτό είμαι πολύ χαρούμενος και περήφανος.

* Η δική μου διαφορετικότητα δεν είχε να κάνει μόνο με το σεξουαλικό μου προσανατολισμό. Είχε να κάνει και με την καλλιτεχνική μου φύση.

* Δεν είχα ποτέ αυτό που ονομάζουμε σχέση με κάποιον που είχε μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα να παραδεχτεί τον εαυτό του. Χρειάστηκε ορισμένες φορές να κάνω λίγη υπομονή για να μεταδώσω στον άνθρωπο που αγαπώ μια κοινωνική άνεση. Και πάντα το κατάφερνα. Όλα έχουν να κάνουν με μια γλυκιά προσέγγιση των πραγμάτων. Το δικό μου το out δεν ήταν ποτέ μανιφέστο.
Δημήτρης Παπαϊωάννου (1964)



* Το κείμενο είναι από το "10%" - τ. 6, Οκτ.2004 και αποτελείται
από αποσπάσματα της συνέντευξης που έδωσε ο
Δημήτρης Παπαϊωάννου στη Ντίνα Δασκαλοπούλου
και τον Λύο Καλοβυρνά
* Φωτογραφίες: η 1η από τηλεοπτική εκπομπή, η 2η, η 3η και η τελευταία
είναι του Σωκράτη Σωκράτους από το ίδιο τεύχος που
δημοσιεύθηκε η συνέντευξη. Η 4η είναι από την Ελευθεροτυπία

Ετικέτες , ,