30 Αυγ 2008

56 ~ Sergei Yesenin: Η ζωή μου στο δρόμο δεν έμοιαζε καθόλου με τη σπιτίσια ζωή

Γεννήθηκα στις 21 του Σεπτέμβρη του 1895 στο χωριό Κωνσταντίνοβο της επαρχίας του Ριαζάν. Πατέρας μου ήταν ο αγρότης Αλέξανδρος Νικήτας Γεσένιν και μητέρα μου η Τατιάνα Φιοντόροβνα.
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στον παππού μου και στην γιαγιά – γονείς της μητέρας μου – στο διπλανό χωριό Μάτοβο. Οι πρώτες αναμνήσεις μου ξεκινούν από την εποχή που ήμουν τριών-τεσσάρων χρονών. Θυμάμαι το δάσος, το μεγάλο δρόμο που ήταν γεμάτος λακκούβες. Η γιαγιά μου τραβάει για το μοναστήρι Ραντοβέτσκι, που ήταν 40 βέρτσια μακριά από μας. Εγώ πιασμένος από το ραβδί της, με δυσκολία σέρνω απ’ την κούραση τα πόδια, και η γιαγιά μου όλο μουρμουρίζει: «Περπάτα, περπάτα, φρουτάκι μου, ο θεός θα σου δώσει ευτυχία». Συχνά μαζεύονταν στο σπίτι μας τυφλοί, ζητιάνοι, πλανόδιοι χωριάτες, λέγαν ψαλμουδιές για τον όμορφο παράδεισο, για τον Λάζαρο, για τον Μικόλα και τον αρραβωνιαστικό, το λαμπρό ξένο απ’ την αόρατη πολιτεία.
Η γριά παραμάνα μου μούλεγε παραμύθια, όλα εκείνα τα παραμύθια που ακούνε και ξέρουν τα χωριατόπαιδα. Ο παππούς μου τραγουδούσε παλιά τραγούδια- συρτά και λυπητερά. Τα Σαββατόβραδα και τις Κυριακές μου διηγιόταν άγιες ιστορίες απ’ τη Βίβλο. Η ζωή μου όμως στο δρόμο δεν έμοιαζε καθόλου με τη σπιτίσια ζωή. Οι συνομήλικοί μου ήταν ζωηρά παιδιά. Μαζί τους σκαρφάλωνα και τρύπωνα στους ξένους κήπους, τόσκαγα για δυο-τρεις μέρες στα βοσκοτόπια, κι έτρωγα μαζί με τους τσομπάνηδες ψάρια που πιάναμε στις μικρές λίμνες, θολώνοντας με τα χέρια τα νερά τους. Ύστερα, σαν γύριζα σπίτι, συχνά μου τις βρέχανε.
Στη φαμίλια μας, εκτός απ’ τη γιαγιά, τον παππού και την παραμάνα, ζούσε κι ένας επιληπτικός θειος μου. Πολύ μ’ αγαπούσε και πηγαίναμε μαζί να ποτίσουμε τ’ άλογα στο ποτάμι Οκά. Τη νύχτα, όταν ο καιρός είναι καλός, τα φεγγάρι στέκεται ασάλευτο μες στο νερό. Την ώρα που έπιναν τ’ άλογα μου φαινόταν πως, να, να, όπου νάναι, θα πιούν το φεγγάρι, και χαιρόμουνα, όταν μαζί με τους κύκλους του νερού ξεγλιστρούσε το φεγγάρι απ’ τα στόματά τους.
Όταν έκλεισα τα 12, μετά το δημοτικό του χωριού, μ’ έστειλαν να σπουδάσω σ’ ένα σχολαρχείο. Οι δικοί μου θέλανε να με κάνουν δάσκαλο. Είχαν σκοπό μάλιστα να με στείλουν και σε ινστιτούτο, μα για καλή μου τύχη αυτό δεν έγινε.
Στίχους άρχισα να γράφω στα 9 μου χρόνια, κι έμαθα να διαβάζω στα 5. Στο έργο μου απ’ την αρχή επιδράσανε τα λαϊκά τραγούδια (τσαστούσκι). Το σκολειό δεν άφησε σε μένανε κανένα άλλο χνάρι εχτός από μια καλή γνώση της εκκλησιαστικής σλάβικης γλώσσας. Αυτό ήταν όλο κι όλο που μούδωσε. Τα υπόλοιπα τάμαθα μόνος μου με τη βοήθεια κάποιου Κλεμένοφ. Αυτός μου γνώρισε τη νέα λογοτεχνία και μου εξήγησε γιατί πρέπει να φοβόμαστε κατά κάποιον τρόπο τους κλασικούς. Απ’ τους ποιητές περισσότερο απ’ όλους μου άρεσε ο Λέρμοντοφ και ο Κολτσόφ. Αργότερα πέρασα στον Πούσκιν.
Το 1913 άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Σανιάφσκι. Έμεινα εκεί ενάμιση χρόνο και μετά υποχρεώθηκα να σταματήσω για οικονομικούς λόγους και να γυρίσω στο χωριό. Αυτή την εποχή έγραψα την ποιητική συλλογή «Ραντουνιτσα». Μερικά απ’ αυτά τα ποιήματα τάστειλα σε περιοδικά της Πετρούπολης, μα δεν πήρα καμιάν απαντηση κι αποφάσισα να πάω εκεί μόνος μου. Πήγα κι έψαξα να βρω τον Γκοροντέτσκη. Με δέχτηκε με μεγάλη εγκαρδιότητα. Στο σπίτι του μαζεύονταν τότε όλοι σχεδόν οι ποιητές. Έγινε θόρυβος γύρω απ’ τ’ όνομά μου, και μετά άρχισαν να δημοσιεύουν απανωτά τους στίχους μου...
Σεργκέι Γιεσένιν (1895-1925)




* Το κείμενο είναι απόσπασμα από την "Αυτοβιογραφία" του S.Y.
που αποτελεί την εισαγωγή στο βιβλίο Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα
(απόδοση Γιάννη Ρίτσου βασισμένη στην μετάφραση της Κατίνας Ζορμπαλά)
εκδ. Κέδρος, 2000
* Φωτογραφίες: publish.dlf.ge, commons.wikimedia.org

Ετικέτες , ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα