19 Φεβ 2014

162 ~ Χρήστος Χρηστοβασίλης: Το πρώτο φίλημα της Μούσας μου

Image and video hosting by TinyPic
Τ' Αγνάντια του χωριού μου ήταν το μαγευτικώτερο, τ' ωραιότερο μέρος όλων των Κουρεντοχωριών  βρίσκεται στην περιοχή εκείνου του ορίζοντα, που ύμνησε ο Βύρωνας, από εκείνην εκεί απάνω τη ράχη του Προφήτ'-Ήλία της Ζίτσας, κι' είναι τόσο θαυμαστό, ώστε όταν ήμουν τριάντα τόσα χρόνια μακρυά από την πατρίδα μου κι αναθυμούμουν το χωριό μου με τα λίγα του σπιτάκια και κείνον τον στρόγγυλον ορίζοντά του, που τον φράζουν απ' όλες τες μεριές τα βουνά, στεκόμενα γύρα -γύρα, σαν αθάνατοι γίγαντες με τα πόδια τους ριζωμένα βαθιά στη γη και τα κεφάλια τους στον ουρανό, σαν να τον βαστούν, για να μην πέση, ήταν αδύνατο να μην πεταχτή ο νους μου να θρονιαστή στ' Αγνάντια!

[....] Θα ήταν τέλη Απριλίου ή αρχές Μαγιού. Ο δάσκαλός μας ο Παπ' Αντριάς — Θεός σχωρέσ' τον — μας πήγε από το νάρθηκα της εκκλησιάς που είχαμε τη γενική συνάθροιση κάθε μέρα, στην άκρα του ραχοκέφαλου, όπου είναι τ' Αγνάντια, και μας κάθισε εκεί στη γραμμή σταυροπόδι, κάτω από τον παχύν ήσκιο, για ν' αρχίσωμε το «διάβασμα» δηλαδή τη μελέτη.

Ήταν πλούσιο εκείνη τη χρονιά το σκολειό μας από παιδιά. Από πέντε παιδιά, που 'χε την προηγούμενη χρονιά, είχε τότε δώδεκα. Τέσσερες ήμασταν στο ψαλτήρι, τέσσερες στ' Οχτωήχι, οχτώ• δυο στα πινακίδια, δέκα• και δυο στές κοκκαλένιες πλάτες, δώδεκα• κι ο δάσκαλός μας, ο Παπ'-Αντριάς, δεκατρείς. Δηλαδή ο Χριστός και οι δώδεκα Αποστόλοι του, όπως έλεγε καμαρώνοντας ο  δάσκαλός μας, μην έχοντας βέβαια την παραμικρή συναίστηση για τη βέληλη παρομοίωση πόκανε.Εγώ ήμουν ο παντοτεινός πρωτόσκολος, ως πλιο προοδευμένος και κρατούσα την ευταξία του σκολειού κάθε φορά που έλειπε ο δάσκαλος.

[....] Οι δώδεκα καθόμαστε όλοι σε μια γραμμή. Πρώτος καθόμουν εγώ, ύστερα από μένα οι άλλοι τρεις ψαλτηράδες, ύστερα απ' αυτούς οι τέσσερες οχτωηχάδες, ύστερα απ' αυτούς πάλε οι δυο πινακιδάδες, κα τελευταίοι οι δύο πλατάδες, όπως μας αποκαλούσε ειρωνικά ο δάσκαλός μας.

Ο δάσκαλός μας κάθονταν αντίκρυ μας στο κέντρο της γραμμής και τόοο μόνο μακρυά, ώστε να μας φτάνη με τη φτελιόβεργα, που κρατούσε πάντα στο χέρι του ως έμβλημα τού αξίωμά του και της απεριόριστης δύναμής του και την έκανε να θαυματουργάη πολύ συχνά στες πλάτες μας, όταν στεκόμαστε στο διάβασμα ή νυστάζαμε ή μιλούσαμε ή δεν ξέραμε το μάθημά μας και τες πλειότερες φορές, γιατί έτσι το ήθελε, γιατί είχε όρεξη να δείρη!

Αυτό το παράξενο σκολειό, που ήταν πρώτο και τελευταίο σκολειό του χωριού μου, το' χε συστήσει η μάννα μου, όταν έλειπε ο πατέρας μου στην ξενιτειά, μόνο και μόνο για να μάθω εγώ κ' η αδερφή μου γράμματα, και κοντά σ' μας προσκολλήθηκαν κι άλλα παιδιά του χωριού και των περιχώρων, κι έπαψε να υπάρχη, όταν μόκαψε ο  δάσκαλός μου ο Παπ'-Αντριάς τη γραμματική, που μου 'χε φέρει κρυφά ο πατέρας μου από τα Γιάννινα.

Όταν λοιπόν καλοκαθήσαμε στη γραμμή περιμένοντας το συνηθισμένο σύνθημα της μελέτης :
— «Ντέτεστε!», φώναξε ο δάσκαλός μας, αφού ξερόβηξε πριν τρεις τέσσερες φορές, κι εμείς αρχίσαμε θριαμβευτικά την ανάγνωση, όσο μπορούσαμε μεγαλόφωνα, και κάναμε ένα δαιμονικό θόρυβο, που βούιζαν όλα τ' Αγνάντια από τες φωνές μας. Φανταστήτε τι πανδαιμόνιο έκαναν δώδεκα δυνατές παιδιακήσιες φωνές σ' όλες τες βαθμίδες της φωνητικής κλίμακας! Ακούονταν ως πέρα στον κάμπο, που δούλευαν οι ζευγίτες, κι ως  πέρα στα λιβάδια και στα λόγγα, που βοσκούσαν τα κοπάδια τους και τες αγέλες τους οι πιστικοί και οι βαλμάδες• κι ακούοντας, άλλοι έλεγαν:
— Χαρά στο δάσκαλο, πόχει τέτοια μαθητούρια!
Κι άλλοι:
— Χαρά στα μαθητούρια πόχουν τέτοιο δάσκαλο!

Η πρώτη ορμή της βροντερής μελέτης, που βγήκε απ' αυτό το πικρό κι άχαρο «ντέτεστε», που δεν μπορεί να μεταφραστή σε καμμιά γλώσσα του  κόσμου έτσι χαρακτηριστικά, άρχισε να πέφτη λίγο-λίγο, και πέφτοντας πέφτοντας, σώπασε όλως διόλου. Ο δάσκαλός μας είχε ναρκωθή, άλλο από τες φωνές μας κι άλλο από την γλυκειάν ανοιξιάτικη θαλπωρή, κ' είχε αποκοιμηθή γλυκά με τη φτελιόβεργα στο δεξί του χέρι και με το «Εν τη Ερυθρά Θαλάσση» στο στόμα, κι εμάς μάς είχε πιάσει μια ιερή, σιωπή, μια έκσταση, ένα... (δεν ξέρω πώς να το ειπώ) μπροστά στην ιερή μυσταγωγία και στα κάλλη και στες χάρες της πανώριας άνοιξης και στο μαγικό θέαμα που ξετυλίγονταν μπροστά μας, κάτω μας, δίπλα μας και πέρα από τ' Αγνάντια, και στη μοσκοβολιά των ανθιών και των λουλουδιών και στο κελάιδημα λογής λογιών πουλιών, που μούλωναν ή κρύβονταν μέσα στα κλαδιά των δέντρων που μας ήσκιωναν σαν απέραντος θεϊκός θόλος ναού φυσικού, ή ξεπετούσαν και φουρτουλούσαν γύρα μας.

Τα κοσσύβια, οι σπίνοι, οι γαλιάντρες, οι κορυδαλοί, οι σπουργίτες, και προ πάντων τ' αθάνατα τ' αηδόνια, είχαν στήσει χωριστά κι όλα μαζί μιαν άρρητη μουσική συναυλία, και μες σ' αυτή τη θεσπέσια μουσική, που 'χε ως κορωνίδα της τ' αηδονολαλήματα, ξεχώριζε τ' άνθρωπολάλημα του κούκκου:
— «Κούκου! Κούκου! Κούκου!»

Οι αετοί ξεπετούσαν απάν' από τα κράκουρα των μακρυνών βουνών, όπου φώλιαζαν, και πετούσαν αργά-αργά στο γαλανόν αιθέρα και φαίνονταν ως να έπλεαν στο ουράνιο πέλαγο σαν μακρόφαντα καράβια, κι απολούσαν κάποτε μια στριγγιά σουρισματιά, σαν να ήθελαν να σαλαγήσουν τίποτα κοπάδια τους απ' εκεί απάνω.

Αχ! πώς ζήλευε η καρδιά μου τους αϊτούς με το ουράνιο αρμένισμά τους, και πώς καλοτύχιζα όλα τα πουλιά και πλειότερο τ' αηδόνια με τη μαγική τους φωνή, που δεν ήταν καταδικασμένα να διαβάζουν σε κοκκάλες από πλάτες ζώων, πινακίδια, οχτωήχι, ψαλτήρι, κι ό,τι άλλο βιβλίο, και να 'χουν δάσκαλο και μάλιστα με φτελίσια βέργα στο χέρι του, σαν το δικό μας τον Παπ' Αντριά, και να φωνάζη εκείνο το φοβερό και τρομερό:
— «Ντέτεστε!»

Αγνάντευα κάτω στο ρίζωμα του βουνού των Αγναντιών να σμίγουν τρία ποτάμια με το μεγάλο μας ποταμό, τον Καλαμά, κι άκουγα να βουίζουν, να βουίζουν συγκρατούμενα μ' ένα μυστηριώδικο βουητό, σαν να ήταν αγκομάχημα κανενός ετοιμοθάνατου Θεού, σα να ήταν κάποιος υπερκόσμιος θρήνος της γης προς τον ουρανό.

Οι κάμποι και τα λιβάδια ήταν ντυμένα με χίλια-μύρια χρώματα• τα δάση και τα λόγγα μαυρολογούσαν' τα ζευγάρια μόχταγαν μέσα στες ανοιγμένες αυλακιές των χωραφιών με τους ζευγίτες από πίσω τους κρατώντας τη μακρυά τους δικέντρα• τα γίδια και τα πρόβατα, εκείνα μέσα στα λαγκάδια και στα γκρέμια, και τούτα απάνω στες κοντοραχούλες η στες άδεντρες πλαγιές, βοσκούσαν χαρούμενα, τρέχοντας απάνω - κάτω ή πέρα - δώθε, σαν να 'νοιωθαν κι αυτά τες χάρες της λουλουδοφορτωμένης κι ανθοστολισμένης άνοιξης' τα κυπροκούδουνά τους αχολογούσαν όμορφα •όμορφα και γλυκά - γλυκά και χαρούμενα - χαρούμενα• τα σκυλιά γαύγιζαν κάποτε-κάποτε, είτε μαλώνοντας συναμεταξύ τους, είτε ενοχλώντας τους διαβάτες• κ' οι πιστικοί, άλλοι σαλαγούσαν, άλλοι σιούριζαν, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι λαλούσαν τη φλογέρα, άλλοι έβγαζαν τα ζωντανά από τα σπαρμένα χωράφια, κι άλλοι τα συμμάζευαν για τον αρμεγώνα. Και πέρα, πολύ πέρα, στ' ακρούρανα, λαμποκοπούσαν τα κορφοβούνια, σαν διαμαντένια θεώρατα στεφάνια, κι άνοιγαν οι κλεισούρες τα στόματά τους, σαν να ζητούσαν να καταπιούν κανέναν Κόσμο!

Έπλεα, έπλεα σ' αυτό το έξοχο θέαμα, κολυμπούσα σ'αυτή την ονειροφάνταχτη φωτοπλημμύρα, σ' αυτή την αχανή λσυλουδοπλησμονή, σ' αυτή τη μεθυστική μοσκοβολιά των ανθιών και των λουλουδιών, σ' αυτή τη μυστηριώδικη βουή των ποταμών, των πουλιών, των αγελών, των κοπαδιών, των σκυλιών, των ανθρώπων.

Δεν γνωρίζω τι ένιωθαν εκείνη τη στιγμή οι συμμαθητάδες μου, εκείνη την ουράνια στιγμή• αλλ' εγώ αιστάνομουν ένα σεισμό μες στην καρδιά μου, μες στην ψυχή μου, μες το αίμα μου, μες στο κεφάλι μου...

Μόρχονταν να φκιάσω ένα δικό μου τραγούδι και να τονίσω μια δική μου μουσική και να ζωγραφίσω μια δική μου εικόνα, μ' όλα τα χρώματα, μ' όλες τες λάμψες που χύνονταν γύρα μου, και με την φαντασία μου τραγουδούσα αυτό μου το τραγούδι, αυτή μου τη μουσική, ζωγράφιζα αυτή μου την εικόνα.

Κι αυτός μου ο εσωτερικός σεισμός, που αιστάνθηκα για πρώτη φορά ήταν ο πρώτος χαιρετισμός, το πρώτο χρίσμα και το πρώτο φίλημα της Μούσας μου...
Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937)

Image and video hosting by TinyPic

* Το φίλημα της Μούσας, αυτοβιογραφικό
διήγημα (*) του Χρήστου Χρηστοβασίλη.
- από την Βασική Βιβλιοθήκη - τμ. 19

Εκδόσεις: Αετός, 1954
*φωτογραφίες:zosimaia.gr, agioritikesmnimes.blogspot.com

* [Πρωτοδημοσιευμένο στην εφημερίδα «Αμάλθεια» της Σμύρνης,
30 Δεκ. 1906, και στο «Μεσσηνιακόν Ημερολόγιον» του 1907,
με τον τίτλο «Φύλλα της ζωής μου», αναδημοσιεύτηκε στο
«Συριανόν Ημερολόγιον» του 1922, και στα
«Διηγήματα του Μικρού Σκολειού»]


ακόμα:
- βιογραφικό και ένα οδοιπορικό του Χρήστου Χρηστοβασίλη
στο blog Αγιορείτικες μνήμες

Ετικέτες , ,

1 Φεβ 2014

161 ~ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ: Στο σπίτι της Ευτυχίας

Image and video hosting by TinyPic
Από το Κολόμπο έφτασα στο νότιο άκρο της Ινδίας που δεν το γνώριζα. Πέρασα τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες σε ένα τρένο όπου δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε λέξη από όσα λέγονταν γύρω μου. Ύστερα έφτασα στον ανοιχτό Βορρά και τη Λαχώρη, όπου ξέκλεψα μερικές μέρες για να επισκεφτώ τους δικούς μου. Θα επέστρεφαν σε λίγο για να εγκατασταθούν μόνιμα στην «Πατρίδα». Αυτή λοιπόν ήταν η τελευταία μου ματιά στο μόνο πραγματικό σπιτικό που είχα γνωρίσει μέχρι τότε.

Ύστερα κατέβηκα στη Βομβάη, όπου η άγια μου, τόσο γερασμένη αλλά και τόσο ίδια κι απαράλλακτη, με υποδέχτηκε με ευχές και δάκρυα. Κατόπιν πήγα στο Λονδίνο για να παντρευτώ, το Γενάρη του '92', εν μέσω μιας επιδημίας γρίπης, κατά την οποία οι εργολάβοι κηδειών δεν έβρισκαν πια μαύρα άλογα και αναγκάζονταν να μεταφέρουν τους νεκρούς με καφετιά. Οι ζωντανοί ήταν οι περισσότεροι κλινήρεις. (Δε γνωρίζαμε τότε πως η επιδημία αυτή ήταν η πρώτη προειδοποίηση ότι η μάστιγα που είχαμε ξεχάσει για πολλές γενιές είχε αρχίσει να κινείται έξω από τη Μαντζουρία).

Όλα αυτά με επηρέασαν όσο θα επηρέαζαν οποιονδήποτε άλλο νέο υπό τις συνθήκες αυτές. Μέλημα μου ήταν να φύγω από το λοιμοκαθαρτήριο το συντομότερο δυνατόν. Δεν ήμουν άνθρωπος κάποιας σημασίας; Δεν είχα αρκετές -περισσότερες από δυο, τουλάχιστον- χιλιάδες λίρες σε καταθέσεις; Ο ίδιος ο διευθυντής της τράπεζας, μου είχε προτείνει να επενδύσω κάποιο μέρος του «κεφαλαίου» μου, σε λουλάκι για παράδειγμα. Προτίμησα για άλλη μια φορά, όμως, να επενδύσω σε εισιτήρια από τον Κουκ -για δυο- και να κάνω ένα ταξίδι σε όλο τον κόσμο. Όλα κανονίστηκαν με ακρίβεια, ώστε τίποτα να μην μπορεί να ανατρέψει τα σχέδια.

Έτσι παντρευτήκαμε στην εκκλησία με το μυτερό καμπαναριό στην πλατεία Λάνγκαμ. Ο Γκος, ο Χένρυ Τζέημς και ο ξάδερφος μου Άμπροζ Πόιντερ ήταν όλοι κι όλοι οι καλεσμένοι στο γάμο. Χωρίσαμε στην πόρτα της εκκλησίας σκανδαλίζοντας το νεωκόρο• η γυναίκα μου πήγε να δώσει τα φάρμακα στην άρρωστη μητέρα της και εγώ στο γαμήλιο πρόγευμα με τον Άμπροζ Πόιντερ. Όταν επέστρεψα μετά για να πάρω τη σύζυγό μου, είδα στερεωμένη με βαρίδια στο βρεμένο πεζοδρόμιο, όπως ήταν το έθιμο εκείνες τις ξέγνοιαστες μέρες, μια αφίσα από χαρτί εφημερίδας που ανακοίνωνε το γάμο μου, κάτι που με έκανε να αισθανθώ αμήχανος κι απροστάτευτος.

Μερικές μέρες αργότερα ανεβήκαμε στο μαγικό χαλί μας, που επρόκειτο να μας ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, ξεκινώντας από τον βυθισμένο στο χιόνι Καναδά. Ανάμεσα στα γαμήλια δώρα μας ήταν ένα μεγάλο ασημένιο φλασκί γεμάτο ουίσκι, που έπασχε όμως από ακράτεια. Χύθηκε μέσα στη βαλίτσα όπου βρισκόταν μαζί με τα φανελένια πουκάμισα. Μύριζε όλο το βαγόνι απ' άκρη σ' άκρη πολύ πριν καταλάβουμε την αιτία. Όταν πια καταλάβαμε από πού ερχόταν η μυρωδιά, όλοι οι συνταξιδιώτες μας, οικτίρανε το κακόμοιρο το κορίτσι που είχε δέσει τη ζωή της με έναν αναίσχυντο μέθυσο. Έτσι, μέσα σε μια βαριά ατμόσφαιρα, για την οποία εμείς ήμασταν ολότελα αθώοι, φτάσαμε στο Βανκούβερ, όπου με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και για να επιβεβαιώσουμε τον πλούτο μας, αγοράσαμε -ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε- είκοσι εκτάρια στην ερημιά που ονομαζόταν Βόρειο Βανκούβερ και τώρα είναι μέρος της πόλης. Υπήρχε όμως κάποιος λάκκος στη φάβα, όπως μάθαμε πολλά χρόνια αργότερα και αφού είχαμε πληρώσει ένα σωρό φόρους για την έκταση αυτή: ανακαλύψαμε ότι ανήκε σε κάποιον άλλον. Η μόνη παρηγοριά που είχαμε από τους χαμογελαστούς ανθρώπους του Βανκούβερ ήταν: «Το αγοράσατε από τον Στηβ, έτσι; Μάλιστα, τον Στηβ. Δεν έπρεπε να αγοράσετε από τον Στηβ. Όχι! Όχι από τον Στηβ». Και έτσι ο καλός Στηβ μάς θεράπευσε από την κλίση μας στην κερδοσκοπία των ακινήτων.

Ύστερα πήγαμε στη Γιοκοχάμα, όπου ένα ζευγάρι μάς περιποιήθηκε με εκπληκτική ευγένεια και δεν έδειξε καμιά ιδιοτέλεια. Μας φιλοξένησαν στο σπίτι τους και φρόντισαν να επισκεφτούμε την Ιαπωνία την εποχή που ανθίζουν οι ακακίες και οι παιωνίες. Εκεί, ένα ζεστό ξημέρωμα, μας ξάφνιασε ένας σεισμός (προφητικός όπως αποδείχτηκε) και τρέξαμε έξω στον κήπο, όπου ένας ψηλός γιαπωνέζικος κέδρος κουνούσε με φρενήρη ρυθμό την κορυφή του μπρος πίσω σαν να έλεγε «σ' τα 'λεγα εγώ», παρόλο που τίποτε άλλο δεν κουνιόταν. Λίγο αργότερα, κάποιο υγρό πρωινό, επισκέφτηκα το υποκατάστημα της τράπεζας μου στη Γιοκοχάμα για να πάρω ένα μέρος των χρημάτων μου. Ο διευθυντής μου είπε: «Γιατί να μην πάρετε περισσότερα; Θα είναι εξίσου εύκολο». Απάντησα ότι δεν ήθελα να έχω πάνω μου πολλά μετρητά, καθώς ήμουν απρόσεχτος, αλλά ότι θα κοίταζα τους λογαριασμούς μου και ίσως να πήγαινα ξανά αργότερα το απόγευμα. Αυτό και έκανα. Μέσα σε αυτό όμως το μικρό χρονικό διάστημα η τράπεζά μου, όπως εξηγούσε η ανακοίνωση στην κλειστή της πόρτα, είχε αναστείλει τις πληρωμές. (Ναι, τελικά θα ήταν καλύτερα να είχα επενδύσει το «κεφάλαιο» μου, όπως είχε προτείνει ο διευθυντής στο Λονδίνο).

Επέστρεψα για να μεταφέρω τα νέα στη σύζυγό μου. Είχαμε μόλις τρεις μήνες παντρεμένοι και περιμέναμε παιδί. Εκτός από τα χρήματα που είχα πάρει εκείνο το πρωί (ο διευθυντής με είχε παροτρύνει όσο του επέτρεπε η θέση του), τα κουπόνια του Κουκ που δεν είχαμε εξαργυρώσει και τα προσωπικά μας είδη στις αποσκευές μας, δεν είχαμε τίποτε απολύτως. Συστάθηκε αμέσως μια Επιτροπή Τρόπων και Μέσων, που βοήθησε τη μεταξύ μας κατανόηση πολύ περισσότερο από έναν κύκλο αξιόχρεου συζυγικού βίου. Η υποχώρηση -ή φυγή αν προτιμάτε- ήταν ενδεδειγμένη. Πόσα θα μας επέστρεφε ο Κουκ για τα εισιτήρια, χωρίς βέβαια να περιλαμβάνεται το κόστος των χαμένων μας ονείρων; «Όλα όσα έχετε πληρώσει βέβαια», απάντησαν από το υποκατάστημα του Κουκ στη Γιοκοχάμα. «Αυτά τα πράγματα είναι τυχερά, και ορίστε η επιστροφή των χρημάτων σας».

Και έτσι πήραμε το δρόμο της επιστροφής, διασχίζοντας τον παγωμένο Βόρειο Ειρηνικό και το χιονισμένο Καναδά, και φτάσαμε στις παρυφές μιας μικρής πόλης της Νέας Αγγλίας, όπου ο παππούς της γυναίκας μου από τη μεριά του πατέρα της (ένας Γάλλος) είχε στήσει το σπιτικό και το υποστατικό του πριν από πολλά χρόνια. Η περιοχή ήταν ανοιχτή, με βουνά και δάση και χωρισμένη σε αγροκτήματα των πενήντα ως δυο χιλιάδων άγονων εκταρίων. Οι χωματόδρομοι συνέδεαν τα αγροτόσπιτα που ήταν ντυμένα με άσπρες σανίδες, και τα πιο ηλικιωμένα μέλη των οικογενειών αγωνίζονταν για να κρατήσουν σε χαμηλά επίπεδα τις υποθήκες που ροκάνιζαν τις περιουσίες τους. Οι νεότεροι είχαν -φύγει για άλλα μέρη. Υπήρχαν επίσης πολλά εγκαταλειμμένα σπίτια. Κάποια κατέρρεαν μπροστά στα μάτια σου. Από άλλα είχαν μείνει μόνο οι πέτρινες καμινάδες, ή μικρές λιμνούλες με πράσινα νερά που τις συγκρατούσε κάποιος αήττητος θάμνος πασχαλιάς. Σε ένα μικρό αγρόκτημα υπήρχε ένα κτίριο, γνωστό με την ονομασία «Σπίτι της Ευτυχίας», στο οποίο συνήθως κατοικούσε κάποιος εργάτης. Είχε έναν και μισό όροφο, δεκαεπτά πόδια ύψος μέχρι την κολοφώνια δοκό, δεκαεπτά πόδια βάθος, και συνολικό πλάτος, μαζί με την κουζίνα και την ξυλαποθήκη, είκοσι επτά πόδια. Η παροχή νερού ήταν μόνο ένας μολύβδινος σωλήνας της μισής ίντσας, συνδεδεμένος με μια πηγή στη γειτονιά. Ήταν όμως κατοικήσιμο και διέθετε ένα μεγάλο υγρό κελάρι. Το ενοίκιο του ήταν δέκα δολάρια ή δυο λίρες το μήνα.

Το πήραμε. Το επιπλώσαμε με την απλότητα που διακρίνει το σύστημα αγοράς-ενοικίασης. Αγοράσαμε, από δεύτερο ή τρίτο χέρι, μια τεράστια σόμπα αέρος που την εγκαταστήσαμε στο κελάρι. Κάναμε μεγάλες τρύπες στα λεπτά πατώματα για να περάσουμε τους σωλήνες οκτώ ιντσών από κασσίτερο που είχε η σόμπα (το πώς δεν καιγόμασταν στα κρεβάτια μας κάθε βδομάδα του χειμώνα, δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω) και ήμασταν εξαιρετικά ικανοποιημένοι από τον εαυτό μας.

Καθώς πέρασε το καλοκαίρι της Νέας Αγγλίας και προχωρήσαμε στο θερμό φθινόπωρο, στοίβαξα συμμετρικά κομμένα ξύλα γύρω γύρω στα περβάζια του σπιτιού και βοήθησα στην κατασκευή μιας μικρής βεράντας χωρίς σκεπή στη μια πλευρά του για μελλοντική χρήση. Όταν ήρθε ο χειμώνας και τα καμπανάκια των ελκήθρων ακουγόντουσαν όλη την ώρα στο λευκό κόσμο που μας περιέβαλλε, αισθανθήκαμε ασφάλεια. Κατά καιρούς είχαμε και κάποια υπηρέτρια. Αυτές, μερικές φορές έβρισκαν την απομόνωση αβάσταχτη και έφευγαν απροειδοποίητα, μια μάλιστα άφησε και το μπαούλο της. Το γεγονός δεν μας προβλημάτιζε καθόλου. Ένα πιάτο έχει πάντα δυο πλευρές και το πλύσιμο των κατσαρολικών κρύβει τόσο λίγο μυστήριο όσο και το στρώσιμο των κρεβατιών. Όταν πάγωναν οι μολύβδινοι σωλήνες, φορούσαμε τα πανωφόρια μας από δέρμα ρακούν και τους ζεσταίναμε με κεριά. Η κρεβατοκάμαρα στη σοφίτα δεν είχε χώρο για παιδική κούνια και έτσι αποφασίσαμε ότι ένα μπαούλο θα ήταν ό,τι πρέπει. Δε φθονούσαμε κανέναν. Ακόμα και όταν άρχισαν να κόβουν βόλτες στο κελάρι μας ασβοί, γνωρίζοντας τη φύση των ζώων, ακινητοποιηθήκαμε μέχρι να ευαρεστηθούν να αποχωρήσουν.

Οι γείτονές μας όμως αντιμετώπιζαν χωρίς καθόλου χιούμορ τη συμπεριφορά μας. Εδώ υπήρχε ένας ξένος από μια αντιπαθητική ράτσα, που οι φήμες έλεγαν ότι «έβγαζε εκατό δολάρια από ένα μπουκάλι μελάνι των δέκα σεντς», που «έγραφαν οι εφημερίδες γι' αυτόν» και που είχε παντρευτεί ένα «κορίτσι των Μπαλεστιέ». Μήπως και η γιαγιά της δεν ζούσε ακόμα στο κτήμα των Μπαλεστιέ, όπου ο «γερο-Μπαλεστιέ», αντί για υποστατικό, είχε χτίσει ένα μεγάλο σπίτι, στο οποίο δειπνούσαν αργά και με επίσημο ένδυμα, πίνοντας κόκκινα κρασιά, σύμφωνα με τα γαλλικά έθιμα, αντί για το πρέπον ουίσκι; Και ιδού αυτός ο Βρετανός, με την πρόφαση ότι έχει χάσει λεφτά, είχε βολέψει τη γυναίκα του «ανάμεσα στους δικούς της» στο Σπίτι της Ευτυχίας. Δεν ήταν κόσμιο να κάνουν τέτοιου είδους σχόλια ενώπιον μας. Έτσι μας παρακολουθούσαν, όσο διακριτικά μπορούν οι χωριάτες της Νέας Αγγλίας, και η όποια ανοχή έδειχναν στο «Βρετανό» ήταν μόνο για χάρη του «κοριτσιού των Μπαλεστιέ».

Είχαμε όμως δεχτεί το πρώτο σοκ της νέας ζωής μας στην πρώτη κρίση που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε. Η Επιτροπή Τρόπων και Μέσων πέρασε μια ριζοσπαστική απόφαση, που δεν ανακλήθηκε ποτέ, ότι στο εξής, όποιο κι αν ήταν το τίμημα, θα έπρεπε να είναι κυρία του συλλογικού εγώ της.

Καθώς άρχισαν να έρχονται χρήματα από την πώληση βιβλίων και διηγημάτων, το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να πάρουμε πίσω τα δικαιώματα για τα Υπηρεσιακά Στιχουργήματα, τις Απλές Ιστορίες και τα έξι βιβλία τσέπης που είχα πουλήσει για να μπορέσω να φύγω από την Ινδία το '89. Κόστισαν αρκετά, αλλά όταν πια πέρασαν στην ιδιοκτησία μας, το Σπίτι της Ευτυχίας ανάσανε πιο άνετα.
Joseph Rudyard Kipling (1865–1936)

Image and video hosting by TinyPic

*από το αυτοβιογραφικό βιβλίο τού
Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Κάτι από τη ζωή μου,
σε μετάφραση Σοφίας Παυλίδου
Εκδόσεις: Printa, 2002

*φωτογραφίες: commons.wikimedia.org,
rudyard-kipling.tumblr.com, commons.wikimedia.org,
heritage-history.com, www.pbs.org, theguardian.com


ακόμα:
- ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ στους νομπελίστες της λογοτεχνίας

Ετικέτες , , ,