21 Δεκ 2013

159 ~ Κώστας Ζουράρις: Παραμονή πρωτοχρονιάς του 1948

Γύρω, όλα ζεστά και παιχνίδια παιδικά για μεγάλους που δεν υπήρχαν, αλλά τους περιμέναμε εμείς τα παιδιά και βρέφη και τα τσουρέκια αχνιστά, να περιμένουν κι αυτά εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1948, βράδυ πια που περιμένει τα μεσάνυχα, ο θείος μας καταδικασμένος εις θάνατον και ο πατέρας μας, που τον είχαν αρπάξει μπροστά μου, ντυμένο στην άσπρη ιατρική του φορεσιά, εκεί πάνω τώρα, χτισμένος στο Γεντή Κουλέ, "νέκυιαι μυροφόρων Ανταρτών". Στο Πειραματικό, η δασκάλα μου η κυρία Αγγέλα, την τελευταία ώρα πριν σχολάσουμε, με χάιδεψε με το χαμόγελό της εκείνο, που νικούσε το Γεντή Κουλέ και, ξέροντας ―όλα τα ήξερε η κυρία Αγγέλα― μου είπε πως, παραμονή, θα έρθει να με δει, να μας δει. Και τώρα, παραμονή στις οχτώ, έχουν μείνει η γιαγιά μας η Χαρίκλεια και η μητέρα μας, με τους τρεις άντρες ―εμάς τα νήπια― μόνες στην Πρωτοχρονιά του 1948, στην Πρωτοχρονιά των άλλων, των νικητών. Οχτώ η ώρα της παραμονής, η μητέρα μου με κοιτάει, πρασινογάλαζη Καλλονή στην θλιμμένη ξανθιά ομορφιά της, Γελαστή: ― Δεν έχουμε μανταρίνια, είναι περασμένες οχτώ, κι εσύ είσαι πια οχτώ χρονώ, δεν έχουμε άλλον, πήγαινε πίσω από το Μοντιάνο, στην Ερμού, θα βρεις καροτσάκια ακόμη εκεί, και θα πάρεις τα μανταρίνια. Ήταν η πρώτη φορά, που έβγαινα μετά τις οχτώ, οχτώ χρονώ, από την Αγίας Σοφίας 23, μόνος, κρύο, χειμώνα, νύχτα. Περίμενα όμως την κυρία Αγγέλα, που ήταν πιο δυνατή από το Γεντή Κουλέ. Έκανε πολύ κρύο, λάσπη, σιωπή, σκοτάδι κι ήταν όλα σιωπηλά κι ήμουν μόνος, γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Βγήκα για τα μανταρίνια στις οχτώ, οχτώ χρονώ, Παραμονή του σαράντα οχτώ. Πήγα, βγήκα, γύρισα.
Κώστας Ζουράρις (1940)



*το αυτοβιογραφικό κείμενοα μανταρίνια στος οκτώ, του '48",
είναι από τον ιστοχώρο του Πρότυπου Πειραματικού Σχολείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
. Πρώτη δημοσίευση τον Δεκέμβριο
του 2003 στο περιοδικό Πλατεία, τχ. 3
*οι φωτογραφίες είναι από βίντεο αναρτημένο στο you tube

Ετικέτες , , , , , ,

12 Δεκ 2013

Οι VAPSOMALLIADES "αυτοβιογραφούν" την Σώτη Τριανταφύλλου

Το τηλεφώνημα
Βρίσκομαι στο πνιγηρό δωμάτιο ενός μοτέλ έξω από τα όρια της Ιντιάνα· ο αέρας λες και έχει βάλει στόχο να ξεκολλήσει τα ετοιμόρροπα παντζούρια· κλεισμένη μέσα εδώ και δύο βδομάδες· δεν θέλω να πάω πουθενά· μόνο να διαβάζω· είμαι κουλουριασμένη επάνω στο κρεβάτι με τα πόδια μαζεμένα στα αριστερά μου· πίνω μπύρα, ράθυμα, και διαβάζω Λόουρυ· «Κάτω από το ηφαίστειο»· χτυπάει το κινητό· είναι ο Μάνος Ματσαγγάνης· «ναι», μου λέει, «θα είμαι και εγώ στην “Κίνηση των 58”»· ευτυχώς!· ποντάρω πολλά στον Ματσαγγάνη· το ίδιο και η χώρα· είναι σπουδαίο μυαλό ο Ματσαγγάνης· με πολλές και καλές ιδέες· μου έρχεται να κλάψω· από χαρά· η Κίνηση θα πάει καλά με την προσθήκη του Μάνου· είμαι σίγουρη· ανοίγω ένα ακόμη κουτάκι μπύρα και το κατεβάζω μονορούφι· είμαι, για πρώτη φορά εδώ και καιρό, αισιόδοξη· μου έρχεται να γελάσω· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· προσέχω λοιπόν και παραμένω βλοσυρή· με το βλέμμα χαμηλά· όπως πάντα· ψυχική κατάσταση καλή· συμπεριφορά διόλου κατατονική· τα νεύρα μου είναι εντάξει· «μπαμπά, μαμά, ΣΑΣ ΜΙΣΩ!»· «μόνο την “Κίνηση των 59” και τη σοσιαλδημοκρατία αγαπώ» θέλω να ουρλιάξω· και ανοίγω άλλη μια μπύρα.

On the road
Παρότι σιχαίνομαι τις εξομολογήσεις, βρίσκομαι μέσα σε ένα αυτοκίνητο που αγόρασα για μόλις 500 δολάρια από έναν μελαμψό μονόχειρα από το Τεννεσσί που φορούσε δερμάτινο eye patch· το αριστερό του μάτι βγαλμένο και το δεξί του χέρι κομμένο, μάλλον από την Κου Κλουξ Κλαν· μου ήρθε να ουρλιάξω· αλλά συνεχίζω να οδηγώ· το αυτοκίνητό μου είναι μια σαραβαλιασμένη Μάστανγκ που παρόλα αυτά καταπίνει φιλότιμα τα χιλιόμετρα· προορισμός μου το Ντιτρόιτ για να δω μια σούπερ σπάνια άγνωστη μπάντα από τη Σενεγάλη· ροκ φυσικά· όσο η Μάστανγκ αγκομαχά, τόσο εγώ οδηγώ φρενιασμένα σαν να μην υπάρχει αύριο· σαν ένα είδος μεσμερισμού· οδηγώ με το δεξί πόδι στο γκάζι και το αριστερό διπλωμένο στο κάθισμα· πίνω χλιαρή μπύρα· με σταματάνε οι μπάτσοι· «είμαι η Σώτη Τριανταφύλλου της “Κίνησης των 57”!» ουρλιάζω, και αμέσως, έντρομοι, με αφήνουν να συνεχίσω· που να με πάρει, θέλω να ξεφύγω από όλους κι από όλα· από το μικροαστικό βόλεμα· από την εξουσία· από τη θρησκεία· από τη διαλυμένη οικογένεια· «βλαπτική οικογένεια, κακή οικογένεια» που λέει και ο Ντμίτρι Κοζακίεβιτς στο «Παρανάλωμα μια ψυχής»· δε θέλω να σκέφτομαι τίποτα· ίσως μόνο την «Κίνηση των 58»· η σοσιαλδημοκρατία και ο φιλελευθερισμός ως ανάχωμα στον ολοκληρωτισμό· «η Κίνηση κάτι σημαντικό θα φέρει, θα δεις», λέω καθησυχαστικά στον εαυτό μου.

Παρίσι
Παρίσι, Παρισάκι· βγαίνω από το μπαλκόνι του διαμερίσματός μου και κοιτάζω κάτω, έτσι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο· παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα· ένα είδος μεσμερισμού· χτυπάει το τηλέφωνο· είναι (πάλι) ο Ματσαγγάνης· «η “Κίνηση των 59” θα πάει καλά», μου λέει· το πιστεύω· το ελπίζω· το έχει ανάγκη η χώρα· θυμάμαι έναν σπουδαίο φιλόσοφο και φίλο, το Νίκο Δήμου, να λέει, κάποιο βράδυ, φορώντας ένα μπεζ γιλέκο: «η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας!»· μεγάλη κουβέντα· Έλληνας: αρνητικά συναισθήματα κατευθείαν στο spleen· ποντάρω πολλά στην «Κίνηση των 58» για να αλλάξει επιτέλους κάτι σε αυτή τη χώρα· θυμάμαι μια φράση του Τζώρτζη Παγουλάτου (που συμμετέχει κι αυτός στην «Κίνηση των 57»): «Πρέπει να πάμε μπροστά»· ή κάπως έτσι· παίρνω βαθιές ανάσες ανακούφισης και συμφωνώ· ανοίγω μια μπίρα και ανάβω τσιγάρο.

Μέμφις
Με ένα σαραβαλιασμένο σεντάν που έχω κλέψει φτάνω στο Μέμφις· μόνο και μόνο για να νιώσω το «Memphis, I left my heart in Memphis» που τραγουδούσε, με εκείνον τον μοναδικό του τρόπο, σπαραχτικά, ο Eugene Logan· ροκ συναισθήματα κατευθείαν στο spleen· πίνω μπίρες, πολλές μπίρες σε ένα υπόγειο κλαμπ· και καπνίζω· βγαίνοντας από το κλαμπ, το ξημέρωμα, πέφτω σε κάτι κουμάσια με μαχαίρια· στις μπλούζες τους στάμπες «white power»· έχουν βάλει στο μάτι ένα Μαροκινό· «fuck off mother fuckers!», ουρλιάζω· τρέπονται σε φυγή· μεγάλη περιπέτεια· δεν επαρκούν ούτε πεντακόσιες σελίδες για να εξιστορήσω τις στιγμές που πέρασα έξω από το υπόγειο κλαμπ του Μέμφις εκείνο το ξημέρωμα· ίσως να τα γράψω κάποτε σε ένα βιβλίο· σημαντικό βιβλίο· συμβαίνουν τέτοια περίεργα στους συγγραφείς· ειδικά στους κοσμοπολίτες συγγραφείς που ταξιδεύουν πολύ, όπως εγώ· που έχουν διανύσει εκατοντάδες χιλιάδες μίλια, εκατομμύρια μίλια, σε σκοτεινά δρομάκια, σε τροπικά δάση, σε λεωφόρους, σε άνυδρες σαβάνες, από το Ταλλαχάσσι μέχρι το Νταρ ες Σαλάμ· living dangerously· μπαίνω στο ετοιμόρροπο σεντάν με άγνωστο προορισμό· το μυαλό μου πηγαίνει στην «Κίνηση των 59»· τι να σκέφτεται άραγε ο Νίκος Μπίστης; θα γίνει γρήγορα η μεταρρύθμιση; και ο Ματσαγγάνης; τι να λέει τώρα ο Ματσαγγάνης; Ρουφάω άλλη μια γουλιά από την μπίρα μου και χτυπάω ρυθμικά τα δάχτυλα πάνω στο τιμόνι στο ρυθμό της μουσικής (Belle and Sebastian, «The boy with the arab strap»)· ξαφνικά σκέφτομαι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, τον φίλο μου, τον Χρήστο Χωμενίδη· μου έρχεται να ουρλιάξω.

Πιτσιμπούργκο
Έχω φτάσει με ένα σαραβαλιασμένο βανάκι στο Πίτσμπεργκ· Πιτσιμπούργκο, όπως το λέω εγώ· συγγραφική αδεία· έχω γράψει και ολόκληρο βιβλίο με αυτόν τον τίτλο· σημαντικό βιβλίο· είμαι συγγραφέας· και ως συγγραφέας μπορώ να λέω ό,τι θέλω· και όπως το θέλω· ο συγγραφέας είναι ο φανοστάτης της γλωσσικής επινόησης, όπως ο λέει στο δοκίμιό του για τη τέχνη της γραφής ο Ρομάν Βαμβακίεβιτς· Πιτσιμπούργκο, λοιπόν· κάθομαι μέσα στο πνιγηρό δωμάτιο ενός μοτέλ και πίνω μπίρες· βγαίνω μόνο για να αγοράσω ντόνατς από ένα κορίτσι που δείχνει καταπιεσμένο αλλά με όνειρα· «φτωχή Μάργκο», της λέω· «δεν με λένε Μάργκο», μου λέει γελώντας· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· επιστρέφω στο μοτέλ και τρώω τα ντόνατς· σιχαίνομαι τις προσωπικές εκμυστηρεύσεις, το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά πρέπει να αποκαλύψω ότι μου αρέσουν τα ντόνατς· όλα τα ντόνατς· με κρέμα, με σοκολάτα, με κεράσι, πασπαλισμένα με ζάχαρη ή ακόμα και σκέτα· σκέφτομαι ότι στη βουλή, αν μπούμε ως «Κίνηση των 58», σερβίρουν, αντί για ντόνατς, σουσαμένιο κουλούρι με τυρί και μου έρχεται να κλάψω· μου έρχεται να ουρλιάξω.

Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης
Σάββατο βράδυ στην άκρη του Λονγκ Άιλαντ· έμμεση αναφορά στον Μαξ Φρις και το «Μόντοκ»· που να με πάρει, απλώς τον έχω μεταφράσει· είναι ψέμα ότι τον έχω αντιγράψει· κάθομαι μόνη, κουλουριασμένη σε ένα παγκάκι με τα πόδια μαζεμένα στα δεξιά μου· πίνω μπίρα, καπνίζω και κοιτάζω· σχολιάζω τον κόσμο· τα ρούχα τους, τα μαλλιά τους· ξαφνικά σκέφτομαι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ότι ο Ματσαγγάνης δεν έχει μαλλιά· «έχει όμως γνώση και διάθεση για προσφορά», μονολογώ· παρακολουθώ προσεκτικά την κάθε κίνηση, την κάθε συμπεριφορά· κόσμος συντηρητικός· τακτοποιημένος· έμφοβος· «δεν υπάρχει θεός!» μού έρχεται να ουρλιάξω· «μόνο η “Κίνηση των ’58”»· «η “Κίνηση των 59” και η αγάπη· «Only love can fill» που τραγουδάνε και οι Grateful Dead στο «Comes a time»· ή «η αγάπη, μόνο η αγάπη» όπως έχει γράψει ο Ζαν Κλοντ Μονγκολφιέ· οι γύρω μου με κοιτάζουν καχύποπτα· που να με πάρει, μου έρχεται να κλάψω· ανάβω τσιγάρο· και κατεβάζω άλλη μια γουλιά μπίρα· όλα είναι δυνατά· αρκεί να υπάρχει φιλία και αγάπη.

Ανήσυχες μέρες στο Κλισύ
«Δεν είμαι καταθλιπτική, δεν είμαι καταθλιπτική, δεν είμαι καταθλιπτική!»· το λέω ρυθμικά, επαναληπτικά, καθώς περπατώ με τις ώρες, φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες που δεν αποχωρίζομαι ποτέ, πάνω κάτω, στην πλατεία Κλισύ· αναζητώ την ελευθερία μέσα από το tourbillon de la vie· περνώ μπροστά από ένα καφέ· με κοιτάνε· if looks were knives I would be dead· νομίζουν ότι παραμιλάω· άνθρωποι συντηρητικοί, συμβιβασμένοι, τακτοποιημένοι· έμφοβοι· μου έρχεται να βάλω βόμβα στο καφέ και να ουρλιάξω· σκέφτομαι όμως ότι είμαι μετριοπαθής, σοσιαλδημοκράτισσα και φιλελεύθερη, μέλος της «Κίνησης των 59», και, που να με πάρει, συγκρατιέμαι· σκέφτομαι ότι οι διέξοδοι από μια ζωή που δεν σε ευχαριστεί είναι αποκλειστικά η ευθανασία και η αυτοκτονία… Τώρα πια και η «Κίνηση των 58».

Κι αν είμαι ροκ
Κάποιοι με λένε ροκ συγγραφέα· εγώ – αν και δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ – λέω ότι είμαι απλά μια καλή συγγραφέας· θυμάμαι τη φράση «Ο συγγραφέας ή είναι ή δεν είναι»· ήταν τον Χόλντερστεν; ή μήπως του Λαμπουαζιέ; Γράφω εκκινούμενη πάντα από το συναίσθημα· τα συναισθήματά μου καταλήγουν στο spleen· έχω τα ακουστικά στα αυτιά μου· ακούω – τι άλλο… – ροκ· The Jesus and Mary Chain, the Pixies, Grateful Dead· «το ροκ εκπροσωπείται στην “Κίνηση των 58” με τον Νίκο Πορτοκάλογλου», σκέφτομαι και ηρεμώ· καθώς περπατώ, χορεύω στον ρυθμό· με κοιτούν αλλά αδιαφορώ· οι βολεμένοι, οι τακτοποιημένοι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι τα καλύτερα παιδιά, οι ανένταχτοι, οι επαναστάτες, είτε πέθαναν, είτε τρελάθηκαν, είτε κλείστηκαν σε κέντρα αποτοξίνωσης· μερικοί μόνο έμειναν ζωντανοί και ελεύθεροι· να ακούνε ροκ από τα ακουστικά και να χορεύουν στο δρόμο.

The meaning of life
Γεννήθηκα το '57· ένα χρόνο πριν το '58· και δύο πριν το '59· η «Κίνηση των 58»· η «Κίνηση των 59»· διόλου συμπτωματικό· κάτι σαν μεσμερισμός· ερώτημα: που να με πάρει, γιατί είμαι έμφοβη απέναντι στο joie de vivre; Γιατί; «Να ζήσουμε· αυτό που μετρά είναι να ζήσουμε», όπως είπε και ο Αλαίν Ραμπουιγιέ· το άλλο μόνιμο ερώτημα: πού να μας περιμένει άραγε η ευτυχία; Στο πνιγηρό δωμάτιο κάποιου μοτέλ στο Όρεγκον; Στις αέναες περιπλανήσεις του Ντέιβιντ Λοκ στο «Επάγγελμα Ρεπόρτερ»; Σε μια συναυλία των ZZ Top; Σε ένα κουτάκι μπίρα και ένα τσιγάρο; Ή μήπως, απλά, πολύ απλά, στην «Κίνηση των 58»;

Αύριο θα είναι αργά
Παρίσι, Παρισάκι· φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες μου που δεν αποχωρίζομαι ποτέ, περπατώ προς την πλατεία Κλισύ· «Hey you!», φωνάζω ξαφνικά στον άντρα με τα καφέ ρούχα και την φαλάκρα· γυρίζει· είναι πράγματι ο Ματσαγγάνης· «Μάνο, τι νέα από την “Κίνηση των 59”;», ρωτάω· «δεν με λένε Μάνο», μου λέει και φεύγει σαν φοβισμένος· πρέπει να έχω πιει και καπνίσει πολύ· συνεχίζω να περπατώ όλο και πιο γρήγορα· για έναν ακαθόριστο λόγο σκέφτομαι την Αθηνά Δρέττα, την οδοντογιατρό, της «Κίνησης των 58», που εμφανισιακά – και όχι μόνο – μού μοιάζει· μου αρέσει η Αθηνά· είναι σαν και εμένα, τολμηρή και άφοβη, σαν juvenile delinquent, που λέμε και στο Μανχάτταν· σαν cocotte της Μονμάρτρ, που λέμε και στο Παρίσι· μπορεί να προσφέρει πολλά στην Κίνηση· «it’s the singer, not the song», σκέφτομαι· η Αθηνά με παραπέμπει στην θελκτική και πολιτικοποιημένη Ντάνα στο «Τώρα, γιατί αύριο θα είναι αργά» του Μίροσλαβ Μπιφτεκίεβιτς. Σκέφτομαι ότι ο τίτλος αυτού του φιλμ ταιριάζει γάντι και στην «Κίνηση των 59».

Identity crisis
«Ποια είμαι τελικά;», αναρωτιέμαι πίσω στην Αθήνα· θυμάμαι συνειρμικά μια σημαντική φράση του Γιάννη Μπέζου (που συμμετέχει και αυτός στην «Κίνηση των 159»): «ο καθένας είναι αυτό που είναι»· το σκέφτομαι ξανά και ξανά· «Σώτη, είσαι μια μεγάλη συγγραφέας!», μου λέει ξαφνικά ο Νίκος Δήμου, φορώντας ένα καταπληκτικό γιλέκο· «κι εσύ, Νίκο, είσαι ένας μεγάλος φιλόσοφος!», του λέω με τη σειρά μου· «ο αιώνιος φθόνος απέναντι στους ικανούς – είμαστε και οι δύο πολύ μεγάλοι, γι’ αυτό μας ζηλεύουν», μου ξαναλέει· «η δυστυχία του να είσαι Έλληνας!», λέμε και οι δύο ταυτόχρονα, με μια φωνή.

*επιλεγμένα αποσπάσματα και φωτογραφίες από τους VAPSOMALLIADES

1 Δεκ 2013

158 ~ Γεώργιος Βιζυηνός: ποίος ειμπόρει να γίνη σωστός Γερμανός, πριν ή υποβαπτισθή με τον ζύθον;

Image and video hosting by TinyPic
— Ητοιμάσθην ν' αναχωρήσω σήμερον, κύριε καθηγητά• πού με συμβουλεύετε να πάγω; Ηρώτησα τον ιατρόν, ύστερον αφού κατέγραψεν εις το σημειωματάριόν του το ευχάριστον συμπέρασμα της στηθοσκοπήσεώς μου.
— Πού αλλού παρά επί του Hartz! Δεν μεταβάλλω γνώμην. — «O τρόοζας ιάζεταϊ», είπεν ο γέρων, και το είπεν, ως εάν συνδιεσκέπτετο εν πνεύματι μετά τινος Ομηρικού Ασκληπιάδου. Έπειτα στραφείς προς εμέ .— Τα όρη του Χάρτς δεν απέχουν πολύ απ' εδώ, και αυτός είναι, είπε, κυρίως ο λόγος τού καλού κλίματος και των ωραίων περιχώρων, αλλά συγχρόνως και των δριμυτάτων ενίοτε και βλαβερών εις τους ξένους χειμώνων μας. Δια τούτο λέγω ο τρόοζας ιάζεταϊ.  Αλλά με τον νουν σου νεανία μου! επρόσθεσεν έπειτα, σείσας τον λιχανόν. — Με τον νουν σου! Σ' επιτρέπω ν' αναβής όσον υψηλά δύνασαι εις τον αιγλήεντα Παρνασσόν, όχι όμως και εις τας νεφελοσκεπείς κορυφάς του ημετέρου Χάρτς. Επ' αυτών ιοστεφείς Μούσας και ακτινοβόλον Απόλλωνα δεν θα εύρης. Αλλά Στρίγγλας μόνον και Καλλικαντζάρους και όλα τα μεσαιωνικά δαιμόνια, τα εμπνεύσαντα εις τον μέγαν ημών κλασσικόν, τον ομηρικώτατον ημών Goethe, το ψυχρόν και σκοτεινόν εκείνο μέρος του Faust, το οποίον — κάλλιον να μη το έγραφεν!

— Οπωσδήποτε, τω είπον, κύριε Αυλοσύμβουλε, μέχρι Κλάουσθαλ πρέπει ν' αναβώ. Τον τόπον δεν τον γνωρίζω, και τα γερμανικά βλέπετε πόσον δυσκόλως τα καταφέρνω. Παντού αλλού θα ησθανόμην τρομεράν απομόνωσιν, θα έπασχον νοσταλγίαν. Ενώ εν Κλάουσθαλ, καθώς σας είπον, έχω τον συμπατριώτην μου, τον συμμαθητήν μου.

— Να, κι' αυτός, σαν όλους τους αρρώστους, ανέκραξεν ο καθηγητής, εγερθείς εκ της θέσεως του. Τού είπα ότι κάτι είναι βλαβερόν εις την υγείαν του, έρχεται όμως πάλιν και ζητεί την άδειάν μου να το κάμη με την ιδέαν ότι, αν το κάμη με την άδειάν μου, δεν θα τον βλάψη! Αλλ' αυτό είναι το ελάττωμα όλων των φίλων μου Ελλήνων — επρόσθεσεν είτα μειδιών — από Οδυσσέως μέχρι της λογιότητός σου. Δεν ειμπορείτε ν' αποχωρισθήτε απ' αλλήλων. Δεν ειμπορείτε να λησμονήσετε ότι είσθε εις τα ξένα. Και όταν ξενιτευθήτε, όπου συναντήσετε ένα ομόγλωσσόν σας, ας είναι και από το έτερον άκρον του κόσμου, εκεί είναι ο συμπατριώτης, είναι τρόπον τινά η πατρίς σας. Και κάμνετε λοιπόν, καθώς λέτε χωριό, και απλώνετε την κάπα σας και κάθεσθε και τα λέτε, τα λέτε, τα λέτε από το πρωί ως το βράδυ. Και όταν τέλος πάντων βραδυάση, και επιστρέψετε εις τα σπίτια σας, τότε, αν συμβή να μην είσθε σύνοικοι, κάθεσθε καθ' ένας εις το άκρον του παραθύρου, ως ο Οδούσσεους εις την ακτέεν πολουφλοϊσμπόϊο ταλάσσεες «'χιέμενος και καπνόν αποτροόσκοντα νοεέζαϊ χεές γκάϊεες».

Έπειτα αναλαβών αξιοπρεπή σοβαρότητα:
— Εν τούτοις, είπε, Χούϊες Ακαϊοόν (υίες Αχαιών!) ό,τι ήρμοζεν τόσον ποιητικώς είς τον ποϊκιλομίτεεν και πολούπλαγκτον Οδυοσέα δεν αρμόζει και εις σε. Λέγεις ότι δυσκολεύεσαι ακόμη με την γλώσσαν. Ιδού ευκαιρία να γυμνασθής. Ποίησον την ανάγκην φιλοτιμίαν. Ζήσε όσον περισσότερον σοι επιτρέψη η καλοκαιρία εν Οστερόδη ή εν άλλω τινί χωρίω του Χαρτς, εξ όσων σοι εσύστησα προχθές, αλλά ζήσε με τους Γερμανούς, ως Γερμανός, και  θα ίδης πόσον θα σε ωφελήση και υπό γλωσσικήν έποψιν και υπό υγιεινήν.
— Και η Κλάουσθαλ, κύριε καθηγητά, δεν είναι υγιεινή πόλις;
— Πάλιν η Κλάουσθαλ! ανέκραξεν ο αγαθός γέρων μετ' αδημονίας. Δεν αμφιβάλλω πως είσαι χιέμενος καπνόν αποτροόσκοντα νοεέζαϊ! Χωρίς άλλο επιθυμείς να ίδης την καπνίζουσαν εστίαν τού  συμπατριώτου σου. Πήγαινε και θα μ' ενθυμηθής. Δεν χρειάζεσαι άλλον οδηγόν να το εύρης. Όπου είναι μία καπνοδόχος αδιαλείπτως καπνίζουσα, κρούσε την θύραν: Εκεί κατοικεί ο συμπατριώτης σου.

[....] Εις τον κόλπον μου έφερον την πέμπτην επιστολήν του αγαπητού Πασχάλη, όστις και πάλιν με εξώρκιζε να μη προτιμήσω άλλον τόπον προς αλλαγήν κλίματος και μ' έδιδε τας ευνοϊκωτέρας πληροφορίας περί του καιρού. Από τινος επεκράτει εν Κλάουσθαλ τόσον ωραίος καιρός,

[....] Ο Πασχάλης ήτο φίλτατος συμμαθητής μου. Συνεμαθητεύσαμεν και συναπεφοιτήσαμεν εκ του Γυμνασίου της Πλάκας προ δύο μόλις ετών. [....]  Μετά την λήξιν των γυμνασιακών σπουδών του, αφ' ενός μεν η δικαίως αποκτηθείσα των διδασκάλων εύνοια, αφ' ετέρου δε η γνωστή προς απόρους επιμελείς νέους ευεργετικότης ενός των τα μάλιστα ανεπιδείκτως προστατευόντων τα γράμματα Ομογενών εξησφάλισαν τας σπουδάς αυτού εν Γερμανία. Ποτέ δεν θα λησμονήσω τον τρόπον καθ' ον επανηγυρίσαμεν την χαροποιάν της αγγελίας ταύτης άφιξιν. Ο Πασχάλης εννοούσε και καλά να εξοδεύση μόνος δια την εορτήν, και να εξοδεύση πρωτοφανώς και αξίως. Επί πολλήν ώραν συνεζητήσαμεν το πρόγραμμα του γλεντιού• επί τέλους απεφασίσθη, συμφώνως προς τας αρχάς αυτού, να συνδυάσωμεν το τερπνόν μετά τον ωφελίμου. Μετ' ολίγον εμέλλομεν αμφότεροι να μεταβώμεν εις Γερμανίαν: να γίνωμεν Γερμανοί. Και ποίος ειμπόρει να γίνη σωστός Γερμανός, πριν ή υποβαπτισθή με τον ζύθον; Αλλ' ημείς δεν εγνωρίζομεν ακόμη τι εστί το περιαδόμενον τούτο ποτόν, το απόβρασμα της κριθής και των αχύρων, το τείνον να παραγκωνίση εν μέσαις Αθήναις τον ζωηφόρον οίνον, την ευφροσύνην των θνητών και των Μακάρων! Ας χαρώμεν λοιπόν διδασκόμενοι τι έστι ζύθος. Ας συνδυάσωμεν το τερπνόν μετά του ωφελίμου, είπεν ο Πασχάλης.

Μετά πολλάς και δειλάς περισκοπήσεις παρεισήλθομεν εις το ζυθοπωλείον του Μπερνιουδάκη, καταπόρφυροι από την εντροπήν μας. Μόλις είχομεν αποφοιτήσει του Γυμνασίου και εισηρχόμεθα κατά πρώτην τότε φοράν εις καπηλείον. Όταν εστρυμώχθημεν εις την απωτέραν γωνίαν της βαρβαρικής εκείνης κρύπτης, ο Πασχάλης, εξαγαγών εκ του θυλακίου του, εμέτρησεν εξ δεκάρας: Ήσαν το παν ό,τι είχεν, όλη του η περιουσία.
- Αυτά, είπεν, εις τον βωμόν της φιλίας! Αλλά πρόσταξε συ, που τα καταφέρνεις καλλίτερα.

Μετ' ολίγον ο υπηρέτης παρέθηκεν ενώπιόν μας δύο ποτήρια ζύθου. Επί πολλήν ώραν τα εθεώμεθα σιγηλοί και λίαν συγκεκινημένοι. Τέλος εκάμαμεν τόκα και εγγίσαμεν εις τα χείλη μας. Οι οφθαλμοί του Πασχάλη ευρυνθέντες έξαφνα, αντήλλαξαν, ως εξ ορμεμφύτου, μετά των εμών βλακώδες, διαπορητικόν βλέμμα. Παράδοξος μορφασμός απροσδόκητου απογοητεύσεως συνωφρύωσε το πρόσωπόν του, μορφασμός, όστις εφαίνετο μάλλον αντανάκλασις πιστή των συστολών και διαστολών του ιδικού μου προσώπου: Το χλιαρόν και κιτρινωπόν εκείνο ποτόν ενέπνευσεν εις τα γευστικά ημών νεύρα ισχυράς υποψίας ως προς την καθαυτό καταγωγήν του. Αλλ' η συγκίνησίς μας ήτο μεγάλη, και κανείς εξ ημών δεν εξέφρασε τι εσκέπτετο την στιγμήν εκείνην αλλά θέσαντες τα ποτήρια προ ημών, εβλέπομεν αυτά πολλήν ώραν μετά σιγηλής επιφυλάξεως και δυσπιστίας. Ότε αίφνης εγερθείς ο Πασχάλης λίαν τεταραγμένος, ήρπασε τον πίλον του, κ' έδωκεν εις έμέ τον εδικόν μου. Τον έλαβον, εγερθείς κ' εγώ μηχανικώς. Ο Πασχάλης έθηκε τας δεκάρας αψοφητί επί του βωμού της φιλίας, και εχώρησεν ως βρεμένη γάτα προς την έξοδον, καταπόρφυρος και κατησχυμένος. Εγώ τον ηκολούθησα χωρίς να ξεύρω ακόμη διατί. Όταν εξήλθομεν εις την οδόν, τότε πρώτον έμαθον, ότι αιτία όλης εκείνης της ταραχής, και της ούτω προώρου διακοπής του γλεντιού μας, ήτον η είς το ζυθοπωλείον είσοδος του κυρίου Ν.! Ο κύριος Ν. ήτον ο υπό των τάξεων αυτού ανεξαιρέτως χλευαζόμενος και εκσυριττόμενος καθηγητής, προ του οποίου και το έσχατον παιδάριον του γυμνασίου δεν το είχε διά τίποτε είς την εποχήν μου να καπνίση το τσιγαράκι του, εν αυτή τη παραδόσει. Ο δε Πασχάλης ήτο μεγάλος τότε, αναγνώστα μου, με μύστακας εναμιλλωμένους προς τους του κυρίου Ν.! Αλλά φαίνεται, ότι ο Πασχάλης, ως πτωχός τουρκομερίτης, είχε διδαχθή εξ απαλών ονύχων να σέβηται τους διδασκάλους του. Και μη τον εκλάβης διά τούτο  περιορισμένου νοός άνθρωπον, παρακαλώ. Η χρηστοήθεια δεν είναι ευήθεια. Ο δε Πασχάλης ήτον ο εξυπνότερος, ο πρακτικώτερος όλων ημών. Διότι ενώ ημείς οι άλλοι μετ' ολίγον, ως φοιτηταί, ηρχίσαμεν να σπαταλώμεν τον πολυτιμότατον της ζωής ημών χρόνον ατακτούντες εν ταις πλαιείαις και ταις λεωφόροις των Αθηνών, εκφωνούντες πολιτικούς λόγους, φωνασκούντες περί Φάλαγγος καί δια τούτο ψυχρολουόμενοι δια πυροσβεστικών αντλιών, δερόμενοι υπό τραμπούκων, μισθωτών του τότε υπουργείου, και επί τέλους ρεμβάζοντες εν ταις φυλακαίς του Γκαρπολά, ο γνωστικός Πασχάλης, ενώ ήτον ελεύθερος να μείνη δύο έτη είς το Πανεπιστήμιον των Αθηνών, εσπούδαζεν εν Γερμανία, και εσπούδαζε την έπωφελεστέραν εν Ελλάδι επιστήμην, την Ορυκτολογίαν και Μεταλλευτικήν.
Γεώργιος Βιζυηνός -Γεώργιος Σύρμας ή Μιχαηλίδης- (1849-1896)

Image and video hosting by TinyPic


*απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό
διήγημα Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας
-από τον 18ο τόμο της Βασικής Βιβλιοθήκης, εκδ. Αετός, 1954
*Φωτογραφίες: users.uoa.gr, el.wikipedia.org,
tovima.gr, ekebi.gr


Ακόμα:
- Ο Γεώργιος Βιζυηνός στην Βιβλιονέτ
- Ποιήματα και διηγήματα του Γ. Βιζυηνού στον
προσωπικό ιστοχώρο του Νεκτάριου Μαμαλούγκου (users.uoa.gr)

Ετικέτες , ,