18 Μαρ 2013

147 ~ Νικόλα Πιοβάνι: μιλώ για τη μουσική της συλλογικής μνήμης

Image and video hosting by TinyPic
Άρχισα με πολλές μουσικές κατευθύνσεις στο κεφάλι μου. Για την κυρίαρχη δεν είχα καμιά απολύτως συνείδηση. Υπήρχε η θεωρία και κάποιοι κλασικοί συνθέτες που αγαπούσα. Ο Σοστακόβιτς, ο Κουρτ Βάιλ, ο Σούμπερτ, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν, ο Μάνος Χατζιδάκις. Αυτά συνέβαιναν στο συνειδητό επίπεδο, στο επίπεδο της θεωρίας, της κουλτούρας. Τώρα όμως, ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια που γράφω μουσική, ανακαλύπτω πως αυτό που με ωθούσε να κάνω μουσική ήταν κάποια συγκινησιακή σχέση με όλη τη μουσική μνήμη, μ' όλη τη μουσική που μένει στη μνήμη. Και ακόμα πιο συγκεκριμένα τη μουσική που κατά κάποιο τρόπο συμβολίζει τη συλλογική μνήμη. Όπως ορισμένα λαϊκά τραγούδια, ή όχι ακριβώς λαϊκά, αλλά τραγούδια που τραγουδιούνταν πολύ, ή κάποια μουσική που περνούσε από τη σκηνή του θεάτρου ποικιλιών όταν ήμουν πολύ μικρός, βρέφος σχεδόν, και οι γονείς μου με πήγαιναν να δω τη θεία μου στο θέατρο. Είχα μια θεία που ήταν ηθοποιός του βαριετέ. Αγαπάω τα τραγούδια του βαριετέ, τα καν καν, την πόλκα, αγαπάω τα συγκινητικά τραγούδια. Δεν μιλώ για τη μορφή αυτής της μουσικής, πρόκειται για μια μουσική πολύ απλοϊκή, απλουστευτική, μιλάω για το πνεύμα της, αυτό που ονόμασα προηγουμένως μουσική της συλλογικής μνήμης, της μνήμης των ανθρώπων πού βρίσκονται μέσα σ' ένα θέατρο και είναι έντονα συγκινημένοι γιατί παρακολουθούν κάποια συγκινητική ερωτική ιστορία πολύ λαϊκή. Αυτή η συγκίνηση ήταν και για μένα πολύ ισχυρή και ανακάλυψα, εκ των υστέρων φυσικά, ότι φτιάχνοντας μουσική εγώ ο ίδιος κατά βάθος αναζητούσα αυτή τη συγκίνηση, ήθελα να ανασυνθέσω αυτή τη συγκίνηση σε μια παρτιτούρα φυσικά, όχι να την επαναλάβω μέσα από κάποιο λαϊκό τραγουδιστή, κάποιο κοινό ή μια κατάσταση που να μοιάζει μ' εκείνη της μεταπολεμικής Ιταλίας και των παιδικών μου χρόνων.

Ήθελα λοιπόν να ανασυνθέσω την κατάσταση της συγκίνησης, μια ανασύνθεση που δεν είναι πολιτισμική αλλά καθαρά καλλιτεχνική, όχι λογική αλλά συγκινησιακή. Το στοιχείο δηλαδή που μ' ενδιέφερε δεν ήταν ακριβώς το είδος αυτό της μουσικής, ήταν πιο πολύ το στοιχείο της παράστασης και της συμμετοχής του κόσμου, το είδος της συμμετοχής του κόσμου και η συγκίνηση που δημιουργούνταν. Κάτι ανάλογο με ό,τι συνέβαινε στο τέλος του περασμένου αιώνα με τις αυτοσχέδιες ορχήστρες και τους αυτοσχέδιους τραγουδιστές που αναπαρήγαγαν γνωστές κι αγαπημένες μελωδίες από τις όπερες, μ' έναν τρόπο εντελώς προσωπικό, μουσικά λαθεμένο, γιατί αυτό που τους ενδιέφερε δεν ήταν μια κάποια σωστή φιλολογική απόδοση του κομματιού που έπαιζαν, αλλά η συγκίνηση που τους προκαλούσε το κομμάτι. Πρόκειται για μια συγκίνηση νοσταλγική, που ξεπηδάει από τη μνήμη και τις αποθησαυρισμένες εμπειρίες, όπως π.χ. κάποιος άνθρωπος που κάνει κάποια δουλειά κι εκείνη την ώρα τραγουδάει, ολομόναχος, ή μια γυναίκα την ώρα που κοιμίζει το μωρό της και ανασύρει από τη μνήμη της καταπληκτικά πράγματα χωρίς να το συνειδητοποιεί καθόλου.

Οι γονείς μου δεν έχουν σχέση με τη μουσική. Η μάνα μου είναι μια τυπική νοικοκυρά, ασχολείται με το σπίτι της, ο πατέρας μου ήταν έμπορος, ήταν όμως και στην μπάντα του χωριού του, στην οποία έπαιζε τρομπόνι. Έζησε στη Ρώμη, ασχολήθηκε όπως είπα με το εμπόριο, στα νιάτα του όμως έπαιζε τρομπέτα, λίγο μαντολίνο και φυσαρμόνικα. Ο παππούς μου ήταν αποτυχημένος βαρύτονος. Άρχισε μάλιστα την καριέρα του ως βαρύτονος, στην αρχή με κάποια επιτυχία. Στη συνέχεια είχε προβλήματα, πήγαινε από αποτυχία σε αποτυχία κι αποφάσισε να τα παρατήσει και ν' ασχοληθεί με το εμπόριο. Του έμεινε όμως ο καημός και η φιλοδοξία να γράψει τραγούδια. Κι έτσι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν τον έζησα εγώ, έχοντας κιόλας πλουτίσει αρκετά, είχε τη μανία να γράφει κάτι φριχτά τραγούδια που με υποχρέωνε να του παίζω. Υπερβάλλω λέγοντας «φριχτά», στην πραγματικότητα τα τραγούδια του ήταν ανύπαρκτα, σ' εκείνον όμως προκαλούσαν αφάνταστη συγκίνηση. Τραγουδούσε τα τραγούδια του και δάκρυζε. Κι έπειτα είχα αυτή τη θεία μου την ηθοποιό, για την οποία μίλησα πιο πάνω. Αυτό ήταν το κλίμα του σπιτιού μου σχετικά με τη μουσική. Κατά τ' άλλα υπήρξα ένα παιδί σαν όλα τ' άλλα. Οι γονείς μου μ' αγαπούσαν με τον γνωστό φυσιολογικό τρόπο. Κι όπως συνήθως συμβαίνει στην Ιταλία, η μητέρα μου, μου είχε μεγάλη αδυναμία και με φρόντιζε πολύ, ενώ ο πατέρας μου ήταν πάντα πολύ απασχολημένος και δεν είχε τον καιρό ή τη συνήθεια να μου εκδηλώνει ιδιαίτερα την αγάπη του, η οποία όμως υπήρχε εκεί, σταθερή, με τον κλασικό τρέχοντα τρόπο.

[....] Ο έρωτας είχε πάντα σημαντική θέση στη ζωή μου. Πρόσφατα απέκτησα ένα μωρό, ένα αγοράκι που είναι σήμερα έξι εβδομάδων. Πι­στεύω πως η γυναίκα μου είναι μια εξαίρετη μάνα, μια γυναίκα πολύ έξυπνη, την οποία φυσικά αγαπάω πάρα πολύ. Θέλω να πω όμως πως το μωρό αυτό που μόλις γεννήθηκε, με το οποίο δεν μπορώ να επικοινωνήσω, δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του, πώς να του φερθώ και ταυτόχρονα δεν ξέρω αν μ' αναγνωρίζει ή αν μ' έχει καμιά ανάγκη, μου δημιουργεί ένα αίσθημα τόσο δυνατό, κάτι σαν έρωτα, μια κατάσταση ερωτικής έντασης. Νιώθω, θέλω, για παράδειγμα, να του αφιερώσω όλη τη μουσική που γράφω και που πρόκειται να γράψω. Αυτό είναι το συναίσθημα που με διακατέχει με ερωτική ένταση αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρω τι θα σου λέω σ' έναν μήνα. Τώρα όμως η έντονη σχέση μου μ' αυτόν τον τυπάκο κυριαρχεί. Υπάρχει με μεγάλη ένταση στη ζωή μου και δεν υπάρχει καθόλου. Δεν είναι τίποτα ακόμα - τρώει, κοιμάται, αυτό είναι όλο.
Nicola Piovani (1946)



* - αποσπάσματα από συνέντευξη που παραχώρησε
o Νικόλα Πιοβάνι στην Ειρήνη Λεβίδη για το Τέταρτο, τχ.7
Νοέμβριος. 1985
*Φωτογραφίες: sergiobonuomo.com (μέσω bonerzxjohannes.blogspot.com),
lazionauta.it, retedue.rsi.ch
* Η τελευταία φωτογραφία είναι από το Τέταρτο


Links:
Il Campo di Pallone
L'ho perduta
La Vita è Bella-Soundtrack
The Night of San Lorenzo

Ετικέτες , ,