27 Φεβ 2013

146 ~ Σέιμους Χήνυ: Διάλειμμα στα μέσα του τριμήνου


Κάθισα όλο το πρωί στο αναρρωτήριο
Μετρώντας καμπάνες να σημαίνουν πένθιμα σε τάξεις την λήξη τους.
Στις δύο η ώρα οι γείτονές μας με πήγαν με αυτοκίνητο σπίτι.

Στο χωλ συνάντησα τον πατέρα μου να κλαίει --
Πάντα ήταν ψύχραιμος στις κηδείες --
Και ο Μεγάλος Τζίμ Έβανς έλεγε ότι ήταν ένα σκληρό χτύπημα.

Το μωρό μουρμούρισε και γέλασε και κούνησε το καροτσάκι
Όταν μπήκα, και ντράπηκα
Τους ηλικιωμένους που σηκώνονταν όρθιοι για να μου σφίξουν το χέρι μου

Και να μου πουν ότι "λυπούνται για την στεναχώρια μου"
ψίθυροι πληροφoρούσαν τους ξένους ότι ήμουν ο μεγαλύτερος,
Μακριά στο σχολείο, καθώς η μητέρα μου κρατούσε το χέρι μου

Στο δικό της και έβγαζε άγριους χωρίς δάκρυα στεναγμούς.
Στις δέκα η ώρα το ασθενοφόρο έφθασε
Με το πτώμα, με σταματημένη την αιμορραγία και με επιδέσμους από τις νοσοκόμες.

Το επόμενο πρωινό ανέβηκα στο δωμάτιο. Λευκόια
Και κεριά καταπράυναν το προσκεφάλι' Τον είδα
Για πρώτη φορά σε έξι εβδομάδες. Χλωμότερος τώρα,

Να φορά μία σαν παπαρούνα μελανιά στον αριστερό κρόταφό του,
Ήταν ξαπλωμένος στο τεσσάρων ποδιών κουτί όπως στην κούνια του.
Καθόλου χτυπητά σημάδια, ο προφυλακτήρας τον χτύπησε χειρουργικά .

Ένα κουτί τεσσάρων ποδιών, ένα πόδι για κάθε χρονιά.
Seamus Heaney (1939)


* η μετάφραση είναι του Νίκου Παναγόπουλου
από το Βακχικόν, τχ.4
*Φωτογραφίες: theweek.co.uk, time4reading.blogspot.com



- Στο ποίημα Διάλειμμα στα μέσα του τριμήνου (Mid-Term Break)
ο Σέιμους Χήνυ αφηγείται ένα οδυνηρό προσωπικό του βίωμα:
τον θάνατο του τετράχρονου αδελφού του, Κρίστοφερ


- ο Seamus Heaney διαβάζει το ποίημα
The Blackbird Of Glanmore, και στην εισαγωγή του
αναφέρεται στο ίδιο θλιβερό γεγονός που
σημάδεψε την παιδική του ηλικία:

(uploader: poetictouch2012)

Ετικέτες , , ,

7 Φεβ 2013

145 ~ Γιώργης Παυλόπουλος: κρατώντας τ' άλογο με περηφάνια


Το σακί

Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.

Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ' το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και το 'να μάτι του με κοίταζε απ' το πλάι.

Κοίταξε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογελούσα
κρατώντας τ' άλογο με περηφάνια.

Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)




* το ποίημα είναι από το Οροπέδιο, τχ. 1
(τεύχος με πολυσέλιδο αφιέρωμα στον Γιώργη Παυλόπουλο)
Καλοκαίρι 2006

* φωτογραφίες: από τα τεύχη 1 και 6 του ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ
(αρχείο ΕΚΕΒΙ)

Ετικέτες , ,