29 Δεκ 2012

143 ~ Κώστας Αξελός: η έλλειψη οράματος, ήταν κάτι που με πονούσε αφάνταστα

Image and video hosting by TinyPic
Γεννήθηκα σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, γνώρισα την οικογενειακή θαλπωρή και μαζί και την οικογενειακή ασφυξία. Από παιδί ήταν κάτι που με έσπρωχνε πέρα από την οικογένεια, πέρα από τον τόπο. Ποιο είναι το πολύτιμο στοιχείο της παιδικής ηλικίας: το πολύτιμο στοιχείο της παιδικής ηλικίας θα 'λεγα αυτή η θαλπωρή, για τα παιδιά που μπόρεσαν βέβαια να την γνωρίσουν – εκατομμύρια παιδιά δεν την γνωρίζουν – αλλά και ο κλοιός μέσα στον οποίον κλείνει τον νέον άνθρωπο, το παιδί, και τον σπρώχνει στην εφηβεία.

Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι δύο πράγματα το πιο πολύ: τη σχέση μου με τον αδελφό τού πατέρα μου, τον ζωγράφο Μιχαήλ Αξελό, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του και την ξαδέλφη μου, την Άννα Αξελού, τόσο συχνά με φιλοξένησαν σπίτι τους, την εποχή που διωκόμενος δεν είχα πού να σταθώ, και τη ζωή στο Φάληρο κοντά στην οικογένεια της μητέρας μου, στη γιαγιά μου που είχε κι ένα εκκλησάκι στο κτήμα της.

Η παιδική ζωή έγινε γρήγορα εφηβική, θα 'λεγα ότι η παιδική ανησυχία την έσπρωχνε να γίνει εφηβική, αλλά και στην εφηβεία η μεγαλοαστική τάξη που με περιέβαλλε, και η μικροαστική ηθική που κυριαρχούσε γύρω σε όλο τον τόπο – εννοώ την Ελλάδα –, ο ασφυκτικός κλοιός της νεότερης Ελλάδας, η έλλειψη οράματος, ήταν κάτι που με πονούσε αφάνταστα. Γι αυτό στράφηκα στην εφηβεία μ’ έναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό προς την Αντίσταση. Στην Αντίσταση δεν με ενδιέφερε τόσο, θα 'λεγα δεν με ενδιέφερε το εθνικιστικό, σωβινιστικό της κήρυγμα. Μ’ ενδιέφερε το μαρξιστικό κίνημα, το όραμα μιας άλλης πολιτείας, μιας πολιτείας που δε μένεις με μια θεωρητική σκέψη, και με μια φωτισμένη πολιτική θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορική μοίρα των ανθρώπων πανανθρώπινα, και να δημιουργήσει ένα καινούργιο στυλ ζωής. Ο ενθουσιασμός αυτός των πρώτων χρόνων της Αντίστασης, των δύο-τριών πρώτων χρόνων, περιείχε σύγχρονα αφάνταστα πλήγματα, γιατί μέσα από την Αντίσταση, μέσα απ' την κυριαρχία της Αντίστασης απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα, που αυτό και εμψύχωνε και σύγχρονα έσφαζε την Αντίσταση, είδα τι σημαίνει ο περιορισμός του ανθρώπινου οράματος από κυρίαρχα κόμματα με κυρίαρχες ιδεολογίες, με μια προεκτεινόμενη μικροαστική ηθική, με πράξεις βίας όχι μόνο προς τους αντιπάλους αλλά και τους οπαδούς. Δεν ήταν τόσο οι πράξεις βίας που με ξένιζαν, όσο το τυφλό της βίας, και ιδιαίτερα στο Δεκέμβριο μού κόστισε πολύ η σχιζοφρενική καθοδήγηση του Δεκέμβρη. από την ηγεσία. και η απόκρυψη του γεγονότος, η εγκληματική απόκρυψη του γεγονότος, ότι η Ελλάδα είχε ήδη δοθεί σαν σφαίρα επιρροής στους αγγλοαμερικάνους. Έτσι, παρ' όλο που η Αντίσταση και το κομμουνιστικό κίνημα εμψύχωσαν την εφηβεία μου σύγχρονα, με έκαναν να θέλω να βλέπω πιο μακριά - αυτό που έκανα πάντα από παιδί.

Θυμάμαι νέος – θα 'πρεπε να 'μουνα τότε δεκαπέντε χρονών ίσως, με είχε πάρει η μητέρα μου στο Εθνικό Θέατρο, σε ένα έργο ενός συγγραφέα με αρκετό ταλέντο, αν και όχι μεγαλοφυή, ένα έργο του Ο’ Νηλ, που λεγότανε Πέρα από τον ορίζοντα. Δεν θυμάμαι βέβαια την πλοκή του έργου – δεν το διάβασα από τότε – αλλά ήτανε μια μικρή οικογένεια σ’ ένα κτήμα και ήταν ένας από τους γιους που έβλεπε διαρκώς πέρα από τον ορίζοντα. Αυτό το πέρα απ' τον κλειστό ασφυκτικό ορίζοντα της μεγαλοαστικής Ελλάδας, της μικροαστικής Ελλάδας, του κομμουνιστικού κινήματος, αυτή η τριπλή ασφυξία, μ’ έκαναν να θέλω να φύγω, όχι από πόθο φυγής αλλά για να ζήσω μ’ έναν άλλο τρόπο ένα όραμα που 'χε πάψει να είναι δογματικά μαρξιστικό, που 'χε πάψει να θέλει να ενσωματωθεί σ' ένα χώρο κι ένα χρόνο συγκεκριμένο, κάτω από την καθοδήγηση ενός κομμουνιστικού κόμματος, μια κίνηση προς τον κόσμο, όχι προς τα έξω, όχι προς την Ευρώπη, αλλά προς τον κόσμο. Τότε, σε ηλικία είκοσι περίπου χρονών, άρχισα να ξανακαταλαβαίνω πράγματα που 'χα καταλάβει στα δεκατέσσερά μου χρόνια, και που είχα ξεχάσει εν τω μεταξύ: ότι η σκέψη, η δημιουργική σκέψη, η ποιητική σκέψη, ο Ηράκλειτος, ο Χέγκελ, ο Νίτσε, το νεανικό έργο του Μαρξ, ο Φρόυντ, ανοίγουν τα μάτια ενός ανθρώπου, και λέγοντας ανοίγουν τα μάτια εννοώ και τον ψυχισμό του, γιατί δεν σκέφτεται κανείς μόνο με το κεφάλι, για να επιτελέσω ένα έργο φιλοσοφικό που βασικά με ενδιέφερε. Και έτσι διωγμένος απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα, διωγμένος από την επίσημη δεξιά κυβέρνηση, έφυγα για το Παρίσι θέλοντας εκεί να αρχίσω να μπορώ να ξετυλίγω μια καθαυτό φιλοσοφική δουλειά – τότε την ονόμαζα φιλοσοφική, τώρα την ονομάζω, πιο σεμνά, στοχαστική -, που επεξεργάζομαι τώρα και τριανταπέντε χρόνια.

Στην Αθήνα είχα αρχίσει μόνον να σπουδάζω Νομικά, δηλαδή απλώς γράφτηκα στη Νομική Σχολή, και η αντιστασιακή, και μετά συνομωτική, δράση έθεσε ένα τέλος στις αρχινισμένες σπουδές και βασικά διάβαζα για τον εαυτό μου, δηλαδή για τον κόσμο. Μετά, άμα έφθασα στο Παρίσι, γράφτηκα κανονικά στη Sorbonne σπούδασα φιλοσοφία και έκανα τις δύο διδακτορικές μου διατριβές: τη μία για τον Ηράκλειτο, και την άλλη για τον Μαρξ. Φθάνοντας στο Παρίσι, θα 'λεγα μετά την απογοήτευση της οικογενειακής ζωής, μετά την απογοήτευση της εφηβικής αντιστασιακής ζωής, υπήρξε η απογοήτευση του παρισινού πανεπιστημίου της Sorbonne. Κυριαρχούσε μια σχολικότητα, μια πανεπιστημιακότητα, ένας ακαδημαϊσμός, που δεν άφηναν να εκδηλωθεί μια βασική σκέψη. Κατάλαβα πάλι κάτι που είχα αρχίσει να καταλαβαίνω στα δεκατέσσερά μου χρόνια διαβάζοντας Νίτσε: ότι οι μεγάλες σκέψεις είναι κάτι το πάρα πολύ σπάνιο και δεν τρέχουνε ούτε στους δρόμους, ούτε βρίσκονται οργανωμένες από τα κόμματα, ούτε κυριαρχούν στα πανεπιστήμια. Η μετριότητα είναι φαίνεται το πεπρωμένο της μέσης ανθρώπινης διάνοιας. Ο Μάιος του ’68 μού θύμισε ορισμένα στοιχεία της Αντίστασης με τον ενθουσιασμό του, με την αμφισβήτηση, αλλά η αμφισβήτηση ήτανε μερική: τα παιδιά ήθελαν πολύ μερικά αιτήματα, δεν είχανε ολική θέα του όλου θέματος, και επιπλέον δεν φαινόντουσαν να ενδιαφέρονται να κινούνται από μια συνθετική ολική σκέψη, μια ριζική σκέψη, μια σκέψη συνδεμένη με μια ποίηση, και ακόμα περισσότερο από τη γραφτή ή την προφορική ποίηση, με την ποιητικότητα του ίδιου του κόσμου. Οι τρεις αυτές ανησυχίες, η παιδική, η εφηβική, η σπουδαστική, δεν είναι απλώς ψυχολογικά - ή θα 'λεγα ακόμα και ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά -, αλλά δείχνουνε πόσο όλοι οι κόσμοι είναι ο κόσμος ο μικρός, είναι οι κόσμοι οι μικροί, και πως σπάνια κατορθώνουμε να υπερβούμε το τείχος του ήχου να ανοιχτούμε στον Κόσμο με κάπα κεφαλαίο. Από τα δεκατέσσερά μου χρόνια με ενδιέφερε όχι η μέση λογοτεχνία, η μέση ποίηση, η μέση πολιτική, η μέση σκέψη, αλλά οι κορυφές έστω αν και αυτές δεν μπορεί να τις ζει κανείς καθημερινά στη ζωή του και δημιουργούνε μια επώδυνη σχέση με αυτό που λέμε ζωή.
Κώστας Αξελός (1924-2010)

Image and video hosting by TinyPic

* τo αυτοβιογραφικό κείμενο προέρχεται από απομαγνητοφώνηση
της συνέντευξης που έδωσε ο Κώστας Αξελός για την
εκπομπή της ΕΤ1 Παρασκήνιο (παραγωγή: 1983)

* οι φωτογραφίες είναι από την ίδια εκπομπή.


Links:
- Το Βήμα, 21/7/1996: Κώστας Αξελός, από τον Νίκο Μπακουνάκη
- Ελευθεροτυπία, 8/2/2010: Αποχαιρετισμός στον Κώστα Αξελό
- haef.gr: Κώστας Αξελός, 1924-2010, από τη Βιβλιοθήκη
Κολλεγίου Αθηνών-Κολλεγίου Ψυχικού

Ετικέτες , ,

10 Δεκ 2012

142 ~ Δημήτρης Μυταράς: χρώμα και ποίηση

Image and video hosting by TinyPic
*...το όνειρό μου πάντα ήταν να παραμείνω ένας ερασιτέχνης. [....] Όμως στη ζωγραφική δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Αντ' αυτού, κατέληξα καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, με χιλιάδες κόσμο να με τραβολογάει προς όλες τις κατευθύνσεις, να προσπαθώ να ισορροπήσω διάφορα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και να αποτελώ έναν ταλαίπωρο κυματοθραύστη για τα κύματα των χιλιάδων νέων, που με αντιμετωπίζουν, αδιακρίτως, σαν ένα κατεστημένο εμπόδιο στην ομαλή τους εξέλιξη προς την τέχνη και τελικώς τη δόξα, που τους περιμένει στην άκρη του δρόμου. Η κορύφωση της ατυχίας μου ήταν η εκλογή μου σαν πρύτανη, εν μέσω άλλων επαγγελματιών πρυτάνεων, η οποία και ήταν και το τελευταίο σκαλοπάτι της πτώσεως μου στα νύχια του επαγγελματισμού και της καλής λεγομένης κοινωνίας γενικά!

* Ήθελα να γίνω θυρωρός. Μέσα στην άγρια μετεμφυλιακή κατάσταση 1950-1960, η ήσυχη ζωή των θυρωρών της Αθήνας ήταν όαση. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι έτσι θα δούλευα λίγες ώρες το πρωί κι όλη την υπόλοιπη μέρα θα ζωγράφιζα ήσυχος. Απέτυχε κι αυτό το όνειρο!

* Ο Μπρακ λέει ότι «ο πίνακας είναι ένα καρφί που κρεμάς τις ιδέες σου». Έτσι κι εγώ, κάθε ποίημα που τελειώνω, το κρεμάω σ' ένα καρφί. Ίσως [στην ποίηση νιώθω πιο ελεύθερος] γιατί στην ποίηση είμαι ερασιτέχνης. Δεν βάζω όρια. Δεν σκέφτομαι. Ό,τι αισθάνομαι, το γράφω, κι αυτό μ' αρέσει.



* Τα ποιήματα των δωματίων [είναι αυτοβιογραφικά]. Κι αυτά μ' εκφράζουν πιο πολύ.

- Αν βάλω μια γλυκιά ώχρα μεγάλη κι ένα γκρίζο βγάζω:
Στο κέντρο του δωματίου μου
στέκω ακίνητος
και ακούω τη
βοή της πόλης
και τον ψίθυρο
των διαβρωμένων τοίχων
ακούω τον ήχο της σκόνης
που σκεπάζει τα έπιπλα
τα χαλιά και το πάτωμα.

- Αν βάλω γκρι και καφέ, τότε θα βγάλω:
Η σκόνη κάθεται
παντού.
Σκέπαζει τις καρέκλες
τα χαλιά
τις χαραμάδες και
τις κρυφές γωνίες.
Εχτές παρατηρούσα
το χέρι μου
σιγά σιγά
το σκέπαζε η σκόνη.

Αν βάλω κίτρινο (όμως κίτρινο citron, και γκρίζο, τότε βγάζω:
Γράφω τηλέφωνα
σε μικρά χαρτιά
σε ευρετήρια.
Όταν ξεχνώ τους
ανθρώπους
τα ευρετήρια γίνονται
μικρά νεκροταφεία.

Δημήτρης Μυταράς (1934)

Image and video hosting by TinyPic


*αποσπάσματα από συνέντευξη που παραχώρησε
ο Δημήτρης Μυταράς στην Μελίνα Αδαμοπούλου για το
περιοδικό ΕΝΑ - τχ.31, 1/8/1985
*Φωτογραφίες: www.infokids.gr, tanea.gr, ethnos.gr

Ετικέτες , ,