24 Ιουν 2012

136 ~ Ότο Φρις: Μάθημα ελευθερίας και αξιοπρέπειας

Το 1914, ενώ δεν ήμουν ακόμη δέκα χρονών, με στείλανε στο Γυμνάσιο -όπως ονομάζεται- στη Βιέννη• τα Λατινικά ήταν υποχρεωτικό μάθημα καθώς επίσης και τα Ελληνικά για τα τέσσερα πρώτα χρόνια. Τα Λατινικά μού άρεσαν αρκετά και θυμάμαι ότι διάβαζα Τάκιτο απλώς και μόνο από ευχαρίστηση• νόμιζα πως ήταν ένας πολύ καλός ανταποκριτής στην περίοδο του πολέμου, ο οποίος ανέφερε τα προβλήματα του Ιουλίου Καίσαρα στη Γερμανία. Στα Ελληνικά σχεδόν απέτυχα- κάποιες φορές όμως στάθηκα τυχερός. Κάποτε κλήθηκα να διαβάσω και να μεταφράσω ένα απόσπασμα από ένα ελληνικό κείμενο. Όταν το διάβασα κι αναρωτιόμουν τι στην ευχή σήμαινε, ο δάσκαλος με σταμάτησε και είπε προς τους μαθητές: «Παιδιά, ιδού πως πρέπει κανείς να διαβάζει Ελληνικά! Έτσι διαβάζει κάποιος που κατανοεί το κείμενο. Κάθησε κάτω Φρις, δεν χρειάζεται να το μεταφράσεις.»

* * *

Το ενδιαφέρον για τα Μαθηματικά -τα αληθινά Μαθηματικά, όχι την Αριθμητική- μου το καλλιέργησε ο πατέρας μου. Όταν ήμουν δέκα ετών, μου μίλησε για καρτεσιανές συντεταγμένες: σχεδίασε δύο ευθείες γραμμές σε ορθή γωνία πάνω σ' ένα κομμάτι χαρτί, και μου είπε πώς να αποδίδω δύο αριθμούς (συντεταγμένες) σε κάθε σημείο, ονομάζοντας την απόσταση από την κατακόρυφη γραμμή x και την απόσταση από την οριζόντια γραμμή y. Τότε, οποιαδήποτε εξίσωση που συνδέει τα x και y αντιπροσωπεύει ένα ολόκληρο σύνολο σημείων, μια καμπύλη στην πραγματικότητα. Την επόμενη μέρα τού πήγα την εξίσωση του κύκλου: χ2+y2=r2. (Παραδέχομαι πως μου πήρε τρεις εβδομάδες να κατανοήσω τις εξισώσεις μιας ευθείας γραμμής.)

Όταν ήμουν δώδεκα περίπου ετών με εισήγαγε στην Τριγωνομετρία. Ακόμη έχω μπροστά μου το έκπληκτο πρόσωπο του, που, όταν μου όρισε το ημίτονο και το συνημίτονο κι έγραψε (περιμένοντας να με καταπλήξει) την εξίσωση ημ2x+συν2x=1, του είπα: «μα καλά, αυτό είναι προφανές.» Αναφέρω τη μικρή αυτή ιστορία, όχι για καυχηθώ, αλλά για να τονίσω το ιδιαίτερο χάρισμα μου, την ταχύτητα κατανόησης. Δεν πιστεύω ότι το μυαλό μου είναι εξαιρετικό, διέθετα όμως την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι γρήγορα τις λογικές συνδέσεις και να προχωρώ στο επόμενο βήμα, συχνά πιο μπροστά από τους άλλους.

* * *

Δε νομίζω ότι μου άρεσε το σχολείο, αλλά ούτε και το απεχθανόμουν ιδιαίτερα. Τον τελευταίο χρόνο όμως ανυπομονούσα να τελειώσω και ν' ασχοληθώ με κάτι. Όταν ήμουν δώδεκα ετών το χάρισμα μου στα Μαθηματικά έγινε αρκετά εμφανές κι από τότε και στο εξής, ποτέ δεν με σήκωσε στον πίνακα ο δάσκαλος των Μαθηματικών, γιατί ήξερε ότι θα τα κατάφερνα σε οποιαδήποτε άσκηση που θα μπορούσε να σκεφθεί• και τον τελευταίο χρόνο, βοήθησα τους συμμαθητές μου να περάσουν τις τελικές εξετάσεις (με δίκαια ή αντικανονικά μέσα).

Κατά τη διάρκεια των πιο κουραστικών μαθημάτων έπαιζα σκάκι κάτω από το θρανίο με τον Χανς Μπλάσκοπφ, το αγόρι που καθόταν δίπλα μου. Σημειώναμε τις κινήσεις των πιονιών σ' ένα κομμάτι χαρτί που με τα σβησίματα και τα μουτζουρώματα γρήγορα γινόταν χάλια. Μια φορά, καθώς σκεφτόμουν την επόμενή μου κίνηση και κτυπούσα ελαφρά το υπόλειμμα ενός μολυβιού που κρατούσα ανάμεσα στα δόντια μου, αυτό γλίστρησε ξαφνικά στο στόμα μου και πέρασε στον οισοφάγο, πριν προλάβω ν'αντιδράσω. Ο Χανς, ατάραχος, όπως πάντα, μου πρόσφερε απλώς το δικό του μολύβι. Η μητέρα μου αναστατώθηκε πολύ και με πήγε στον γιατρό, ο οποίος συνέστησε δίαιτα με λάχανο τουρσί και πατάτες πουρέ για να ευκολυνθεί το μολύβι στην ελικοειδή διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσει για να ξαναεμφανιστεί τελικώς ύστερα από μερικές ημέρες, σχισμένο κατά μήκος έχοντας προφανώς μαυρίσει το εσωτερικό μου.

Το περιστατικό αυτό το θυμάμαι κυρίως, γιατί εξαιτίας του παραλίγο να χάσω την ευκαιρία να παρακολουθήσω μια διάλεξη του Άλμπερτ Αϊνστάιν• δυσκολεύτηκα πολύ να πείσω τη μητέρα μου ότι το μολύβι δεν θα εμφανιζόταν εκείνο το βράδυ. Η διάλεξη δόθηκε σε μια πολύ μεγάλη αίθουσα και δεν κατάφερα ούτε να δω ούτε να ακούσω καλά τον Αϊνστάιν• παρ' όλα αυτά ήταν ένα μεγάλο γεγονός για μένα. Λίγο μετά συνάντησα ένα αγόρι με παρόμοια ενδιαφέροντα και μαζί μελετήσαμε με μεγάλη προσοχή την πιο εκλαϊκευτική παρουσίαση της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας. Έχω πλέον ξεχάσει τ' όνομα του και δεν ξέρω τι απέγινε.

Προς το τέλος των σχολικών μου χρόνων, το 1922, ο πληθωρισμός χτύπησε την Αυστρία. Η κατάσταση δεν ήταν τόσο άσχημη όσο στη Γερμανία, όπου η τιμή του μάρκου μειωνόταν στο μισό δύο φορές την εβδομάδα, ήταν όμως αρκετά σοβαρή. Για μερικούς μήνες έδινα μαθήματα σ' έναν συμμαθητή μου που αντιμετώπιζε προβλήματα στα Μαθηματικά. Επινόησα ένα σύστημα απομνημόνευσης, μερικούς στίχους που έπρεπε να μάθει απ' έξω• εκείνος διέθετε καλή μνήμη και μπόρεσε ν' ανταπεξέλθει στις εξετάσεις καλύτερα απ' ότι ελπίζαμε. Οι ευγνώμονες γονείς του διπλασίασαν τα δίδακτρα που είχαμε συμφωνήσει στην αρχή• τα χρήματα εκείνα τα κουβαλούσα στην τσέπη μου για μερικές εβδομάδες και τελικώς τα χρησιμοποίησα για ν' αγοράσω ένα μολύβι, ένα κοινό ξύλινο μολύβι• αυτό ήταν το μοναδικό μου κέρδος από τα μαθήματα.

* * *

Ενώ βρισκόμουν σε καλοκαιρινές διακοπές μαζί με τους περήφανους γονείς μου στη Σουηδία, έλαβα ένα γράμμα από τον Σερ Λόρενς Μπραγκ. Ήθελε να με προτείνει για μια θέση καθηγητή στο Κολέγιο Trinity και μου ζήτησε βιογραφικό σημείωμα. Στην "πνευματώδη" απάντησή μου ανέφερα ως ένα από τα επιτεύγματα μου "την κατασκευή διαφόρων τμημάτων για το κύκλοτρο στην Κοπεγχάγη, το οποίο αργότερα έπρεπε να αντικατασταθεί με μεγάλο κόστος" και ως κύριο χόμπι μου "να λιάζομαι και να μην κάνω τίποτα". Αρκετά αργότερα έμαθα ότι αντίγραφα από εκείνο το γράμμα, που είχε κυκλοφορήσει ο Μπραγκ στους άλλους καθηγητές, με είχαν βοηθήσει να εκλεγώ.

Η κολεγιακή ζωή μού ταίριαζε όμορφα: η συντροφιά ανθρώπων που ήταν σωστά ενημερωμένοι και μπορούσαν να εκφραστούν με σαφήνεια, ένα ευρύχωρο διαμέρισμα με θέα σ' ένα μεγάλο προαύλιο δίπλα στη βιβλιοθήκη Βρεν και όλες μου οι ανάγκες να ικανοποιούνται.

* * *

Το Μάρτιο του 1938, όταν ο Χίτλερ προσάρτησε την Αυστρία, ο πατέρας μου βρισκόταν ακόμη στη Βιέννη. Ξέφυγε από τις ταπεινώσεις του είδους όπως, να καθαρίζει τον δρόμο υπό την επίβλεψη των Ναζί. Δεν είχε γαμψή μύτη και δεν ήταν διαρκώς δακτυλοδεικτούμενος Εβραίος. Τον Νοέμβριο, όμως, ένας απελπισμένος νεαρός γερμανοεβραίος σκότωσε τον Γερμανό Πρέσβη στο Παρίσι -γεγονός στο οποίο ο Μίκαελ Τίπετ βάσισε το ορατόριο του Ένα Παιδί των Καιρών μας - κι ακολούθησε μια νύχτα τρόμου γνωστή ως "Kristallnacht", γιατί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι θρυμματισμένα γυαλιά από τις σπασμένες βιτρίνες εβραϊκών μαγαζιών. Συνέλαβαν πολλούς Εβραίους και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το περιστατικό αυτό το πληροφορήθηκα όταν τηλεφώνησε η μητέρα μου από τη Βιέννη και φώναζε απελπισμένη πως τον πατέρα μου τον είχαν συλλάβει τα Ες Ες (S.S. από το "Schutzstaffel", τους μελανοχίτωνες του Χίμλερ). Οι επόμενοι δύο μήνες έχουν παραμείνει σαν εφιάλτης στη μνήμη. [....] Όταν έφθασε στη Σουηδία με τη μητέρα μου δεν έδειχνε και πολύ αλλαγμένος, μόνο λίγο πιο αδύνατος. Για δύο περίπου βδομάδες ήταν απασχολημένος μπροστά στη γραφομηχανή. Διάβασα μερικά από εκείνα που έγραψε σχετικά με τις εμπειρίες του, αρκετά ανατριχιαστικές ιστορίες σε ορισμένα σημεία. Όταν τελείωσε μου είπε ότι όλα βρίσκονταν σ' έναν φάκελο (τον οποίο είχε σφραγίσει) και ότι δεν θα ξαναμιλούσε ποτέ για το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Και ποτέ δεν το έκανε.

Η μητέρα μου λίγο μετά την άφιξη της στη Στοκχόλμη έπαθε ένα ατύχημα, τη χτύπησε ένα παιδί με το τρίκυκλο του. Πέφτοντας έσπασε τη λεκάνη της, που ποτέ δεν θεραπεύτηκε. [....] Της είχα φτιάξει μια αναπηρική πολυθρόνα με ρόδες, αλλά ποτέ δεν έμαθε να χρησιμοποιεί τις ρόδες• απλώς καθόταν. Είχε ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο που χωρούσε το μεγάλο της πιάνο και της έδινε ευχαρίστηση να με ακούει να της παίζω όταν πλέον αυτή δεν μπορούσε. Μα μια φορά, έπαιξε! Την έπεισα να με επισκεφθεί στο Κολέγιο όπου τέσσερις φοιτητές είχαν αναλάβει να την μεταφέρουν, καθώς επίσης και την αναπηρική πολυθρόνα, δύο ορόφους από τις απότομες σκάλες, στα μεγαλοπρεπή μου δωμάτια. Ένα ποτήρι κρασί την έπεισε να δοκιμάσει το πιάνο που είχα, ένα όρθιο Bechstein και, παρόλο που τα δάχτυλα της ήταν αδύναμα και ασταθή, κατάφερε να ξυπνήσει το φάντασμα της αρχικής της γοητείας και λάμψης.

Όταν της είπα μια μέρα ότι θα παντρευόμουν, έκλαψε γιατί έχανε τον μοναδικό της γιο• έδειχνε συγχυσμένη και παρόλο που τη διαβεβαίωσα πως, αντίθετα μάλιστα, κέρδιζε μια κόρη, δεν πείστηκε• ωστόσο συμπάθησε τη γυναίκα μου και αναπτύχθηκαν τρυφερά αισθήματα ανάμεσα τους.

* * *

Οφείλω πολλά στον πατέρα μου, κι όχι μόνο από γενετική άποψη. Παντρεύτηκε νέος κι έτσι ήταν καλή συντροφιά στην εφηβεία μου, όταν κάναμε περιπάτους στην εξοχή και μακρινές εκδρομές. Ήμουν ευαίσθητο παιδί και μια φορά ξέσπασα σε δάκρυα, όταν με ρώτησε γιατί έβγαζα τ' αγκάθια από τα φυτά• είχαν κι εκείνα το δικαίωμα να ζήσουν όπως κι εγώ, είπε. Ένα ζεστό ανοιξιάτικο βράδυ μάζεψα μια ντουζίνα μηλολόνθες, που βρίσκονταν μισοκοιμισμένες πάνω σε κλαδιά, σ' ένα χωνί από χαρτί• ο πατέρας μου δεν με σταμάτησε. Όταν επιστρέψαμε σπίτι παρατηρούσαμε τα μεγάλα αυτά καφετιά σκαθάρια να ξυπνούν και ν' αρχίζουν να κινούνται στη ζέστη και στο φως του δωματίου. Ήταν παγιδευμένα σ' ένα ανέλπιστο μπέρδεμα• όταν κάποιο απ' αυτά πήγαινε ν' απομακρυνθεί, εμποδιζόταν από ένα άλλο. Τελικά όμως ένα απ' αυτά κατάφερε ν' αποδεσμευτεί και άρχισε να σκαρφαλώνει αργά την ομαλή πλαγιά του χαρτιού. Το παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα, καθώς προχωρούσε προσεκτικά• δεν κινούσε το ονυχοφόρο πόδι του, πριν εξασφαλίσει ασφαλές κράτημα με τα άλλα πέντε. Χρειάστηκε κάμποσα λεπτά για ν' ανέβει δύο ίντσες ως την κορυφή• στη συνέχεια, αναπαύθηκε για λίγο και μετά άνοιξε τα φτερά του και πέταξε βουίζοντας, μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, στη νύχτα. Είχαμε την αίσθηση ότι παρακολουθήσαμε έναν ήρωα να ξεφεύγει από το αποχαυνωμένο πλήθος, ανοίγοντας τον δικό του δρόμο προς την ελευθερία, με πολύ μικρή πιθανότητα επιτυχίας. Κανένα κήρυγμα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία δεν θα μπορούσε να έχει τέτοια επίδραση πάνω μου. Δίχως ν' ανταλλάξουμε κουβέντα, άφησα τα υπόλοιπα έντομα στο περβάζι του παραθύρου.
Otto Robert Frisch (1904–1979)


* αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Otto Frisch Τα λίγα που θυμάμαι
Μετάφραση: Κωνσταντίνα Μεργιά
Εκδόσεις: Δίαυλος, 1996

* φωτογραφίες: npg.org.uk (National Portrait Gallery),
aip.org, what-when-how.com, sciencephoto.com,
losalamoshistory.ksxsecure.com, lanl.gov

Ετικέτες , ,

6 Ιουν 2012

135 ~ Ζοζέ Σαραμάγκου: ήταν γραμμένο πως έπρεπε να επιστρέψω στην Αζινιάγκα για να μπορέσω να γεννηθώ

Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν και έζησαν στο χωριό μου έμαθαν από τόσο μακρινούς χρόνους να διαπραγματεύονται με τα δυο ποτάμια ώστε κατέληξαν να διαμορφώσουν το χαρακτήρα τους, ο Αλμόντα, που κυλάει μπροστά στα πόδια τους, ο Τάγος πιο κάτω, μισοκρυμμένος πίσω από ένα τείχος από λεύκες, φλαμουριές και ιτιές που τον συνοδεύει στο ρου του, και ο ένας και ο άλλος, για καλούς και κακούς λόγους, πανταχού παρόντες στη μνήμη και στη λαλιά κάθε οικογένειας. Σ' αυτά τα μέρη ήρθα στον κόσμο, κι απ' αυτά τα μέρη, δεν ήμουν καλά καλά δύο χρόνων, οι γονείς μου, μετανάστες σπρωγμένοι από την ανάγκη, με πήραν στη Λισαβόνα, όπου αλλιώς αισθάνονται, σκέφτονται και ζουν, και θα 'λεγε κανείς πως το ότι γεννήθηκα εκεί που γεννήθηκα ήταν απόρροια μιας τυχαίας παρεξήγησης, μια συμπτωματική αφηρημάδα του πεπρωμένου, που ήταν ακόμα στο χέρι του να τη διορθώσει. Δεν ήταν έτσι. Χωρίς κανείς να το αντιληφθεί, το παιδί είχε ήδη απλώσει έλικες και ρίζες, ο εύθραυστος σπόρος που ήμουν τότε είχε προλάβει να πατήσει στο χώμα με τα μικροσκοπικά και αβέβαια πόδια του για να δεχτεί απ' αυτό ανεξίτηλα το αυθεντικό σημάδι της γης, του κινούμενου βυθού του απέραντου ωκεανού από αέρα, του βούρκου αυτού, πότε ξερού, πότε υγρού, που τον συνθέτουν φυτικά και ζωικά υπολείμματα, απόβλητα απ' όλα και απ' όλους, φαγωμένοι βράχοι, κονιορτοποιημένοι, πολλαπλές και καλειδοσκοπικές ουσίες που πέρασαν από τη ζωή και επέστρεψαν στη ζωή, όπως ακριβώς επιστρέφουν οι ήλιοι και οι σελήνες, οι πλημμύρες και οι ξηρασίες, τα κρύα και οι ζέστες, οι αέρηδες και οι άπνοιες, οι πόνοι κι οι χαρές, τα όντα και το τίποτα. Μονάχα εγώ ήξερα, χωρίς συναίσθηση πως το ξέρω, ότι στα δυσανάγνωστα κατάστιχα του πεπρωμένου και στους τυφλούς μαιάνδρους της τύχης ήταν γραμμένο πως έπρεπε να επιστρέψω στην Αζινιάγκα για να μπορέσω να γεννηθώ. Σε όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, κι επίσης τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, αυτό το φτωχό και άξεστο χωριό, με τα θορυβώδη του σύνορα από νερό και πράσινο, με τα χαμηλά του σπίτια περιτριγυρισμένα από το ασημωμένο γκρίζο των ελαιώνων, κάποιες φορές να το ψήνει η λάβρα του καλοκαιριού, άλλες φορές να το διαπερνά η δολοφονική παγωνιά του χειμώνα ή να το πνίγουν οι φουσκονεριές που έμπαιναν μέσα, ήταν το λίκνο όπου ολοκληρώθηκε η εκκόλαψη μου, ο σάκος όπου το μικρό μαρσιποφόρο κούρνιασε για να γίνει άνθρωπος, σιωπηλός, μυστικός, αλληλέγγυος, αυτός που μπορούσε να γίνει.
* * *

Το σπίτι όπου γεννήθηκα δεν υπάρχει πια, αλλά το γεγονός αυτό μου είναι αδιάφορο γιατί δεν έχω κρατήσει καμία ανάμνηση από τη ζωή μου σ' αυτό. Εξαφανίστηκε επίσης μέσα σ' ένα σωρό χαλασμάτων και το άλλο, που για δέκα ή δώδεκα χρόνια υπήρξε η υπέρτατη εστία, η πιο προσωπική και βαθιά, η φτωχή κατοικία των παππούδων μου από την πλευρά της μητέρας μου, Ζοζέφα και Ζερόνιμο ονομάζονταν, το μαγικό εκείνο κουκούλι όπου ξέρω πως κυοφορήθηκαν οι αποφασιστικές μεταμορφώσεις μου ως παιδιού και ως εφήβου. Αυτή η απώλεια ωστόσο πάει πολύς καιρός που έπαψε να με πληγώνει, με τη ανακατασκευαστική δύναμη που έχει η μνήμη, μπορώ να ορθώσω ανά πάσα στιγμή τους λευκούς της τοίχους, να φυτέψω την ελιά που έριχνε σκιά στην είσοδο, ν' ανοίξω και να κλείσω το πορτάκι και το φράχτη του αγρόκηπου όπου μια μέρα είδα μια μικρή οχιά κουλουριασμένη, να μπω στο γουρουνοστάσι για να δω τα γουρουνάκια να θηλάζουν, να πάω στην κουζίνα και να χύσω απ' το κανάτι στην ξεφλουδισμένη κούπα το νερό που για χιλιοστή φορά θα μου σβήσει τη δίψα εκείνου του καλοκαιριού. Λέω τότε στη γιαγιά μου: «Γιαγιά, πάω να κάνω μια βόλτα». Εκείνη λέει: «Πήγαινε, πήγαινε», αλλά δεν μου συστήνει να προσέξω, εκείνους τους καιρούς οι ενήλικες είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους μικρούς που ανάτρεφαν. Βάζω ένα κομμάτι καλαμποκίσιο ψωμί και μια χούφτα ελιές και ξερά σύκα στο δισάκι μου, πιάνω ένα ξύλο, μήπως και χρειαστεί να αμυνθώ σε κάποιο κακό συναπάντημα με σκύλο, και βγαίνω στους αγρούς. Δεν έχω πολλές επιλογές: ή το ποτάμι και την αξεμπέρδευτη βλάστηση που καλύπτει και προστατεύει τις όχθες, ή τους ελαιώνες και τις σκληρές θημωνιές από το θερισμένο στάρι, ή το πυκνό αγριόδασος από σορβιές, οξιές, φλαμουριές και ιτιές που πλαισιώνει τον Τάγο προς τα κατάντη, μετά από το σημείο της συμβολής του με τον Αλμόντα, ή, τέλος, με κατεύθυνση το Βορρά, κάπου πέντε ή έξι χιλιόμετρα απ' το χωριό, το Έλος του Μποκιλόμπο, μια λίμνη, ένα βάλτο, μια γούρνα που ο δημιουργός των τοπίων ξέχασε να πάρει μαζί του στον παράδεισο. Δεν υπήρχαν πολλές επιλογές βέβαια, αλλά για το μελαγχολικό παιδί, για τον σκεπτικό και συχνά θλιμμένο έφηβο, αυτά ήταν τα τέσσερα μέρη στα οποία χωριζόταν το σύμπαν, κι ίσως το καθένα απ' αυτά να ήταν ένα σύμπαν από μόνο του. Η περιπέτεια μπορεί να κρατούσε ώρες, αλλά δεν τελείωνε ποτέ προτού επιτευχθεί ο στόχος της. Να διασχίζω μόνος τους καυτούς ελαιώνες, ν' ανοίγω κοπιαστικά δρόμο ανάμεσα από θάμνους, από κορμούς, από πρίνους, από αναρριχητικά φυτά που ύψωναν συμπαγή σχεδόν τείχη στις όχθες των δυο ποταμών, ν' ακούω καθισμένος σ' ένα σκοτεινό ξέφωτο τη σιωπή του δάσους να σπάει μονάχα απ' το τιτίβισμα των πουλιών και το τρίξιμο των κλαριών κάτω από την ώθηση του ανέμου, να μετακινούμαι πάνω στο έλος, περνώντας από κλαδί σε κλαδί σε μια έκταση κατοικημένη από τις κλαίουσες ιτιές που φύτρωναν μέσ' από το νερό, δεν είναι όλα αυτά, θα πει κανείς, παλικαριές που δικαιολογούν ιδιαίτερη μνεία σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου στα πέντε ή έξι χρόνια, κάθε παιδί του πολιτισμένου κόσμου, ακόμα κι αν είναι νωθρό και ζει καθιστική ζωή, έχει ταξιδέψει ήδη στον Άρη για να κάνει σκόνη όσα πράσινα ανθρωπάκια βρέθηκαν στο δρόμο του, έχει ξεκάνει τον τρομερό στρατό των μηχανικών δράκων που φυλούσε τον χρυσό στο Φορτ Νοξ, έχει κάνει κομματάκια το βασιλιά των τυραννόσαυρων, έχει κατέβει χωρίς σκάφανδρο και χωρίς βαθυσκάφος στις βαθύτερες υποβρύχιες σπηλιές, έχει σώσει την ανθρωπότητα από τον τερατώδη μετεωρίτη που ερχόταν για να καταστρέψει τη Γη. Μπροστά σε τέτοια ανώτερα κατορθώματα το αγοράκι της Αζινιάγκα θα είχε μόνο να αντιτάξει την ανάβαση του μέχρι την κορυφή μιας φλαμουριάς είκοσι μέτρων, ή, ταπεινά, αλλά ασφαλώς με μεγαλύτερη γευστική απολαβή, τις αναβάσεις του στη συκιά του κήπου, νωρίς το πρωί, για να μαζέψει τα φρούτα, υγρά ακόμη από τη βραδινή δροσιά, και να ρουφήξει σαν λαίμαργο πουλί τη σταγόνα μέλι που ξεπηδούσε απ' το εσωτερικό τους. Μικροπράγματα, στ' αλήθεια, το πιθανότερο όμως είναι ότι ο ηρωικός νικητής του τυραννόσαυρου δεν θα ήταν ικανός ούτε σαύρα να πιάσει με τα χέρια του.

Κάποιοι δηλώνουν στα σοβαρά, με την επικουρική επικύρωση μιας κλασικής παραπομπής, πως το τοπίο είναι κατάσταση ψυχής, πράγμα που, με κοινές λέξεις, θέλει να πει ότι η εντύπωση που προκαλείται από την ενατένιση ενός τοπίου εξαρτάται πάντα από τις ιδιοσυγκρασιακές διακυμάνσεις και την ιλαρή ή χολερική διάθεση που δρούσαν μέσα μας την ακριβή στιγμή που το είχαμε μπροστά στα μάτια μας. Δεν τολμώ να το αμφισβητήσω. Συμπεραίνει πάντως κανείς πως οι καταστάσεις της ψυχής αποτελούν αποκλειστική ιδιοκτησία της ενηλικίωσης, των μεγάλων, των ανθρώπων που είναι ικανοί πλέον να κουμαντάρουν, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιδεξιότητα, τους σοβαρούς όρους με τους οποίους οι ανάλογες λεπτολογίες αναλύονται, προσδιορίζονται και ανατέμνονται. Ζητήματα των ενηλίκων, που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα. Κανείς δεν ρώτησε αυτό τον έφηβο, για παράδειγμα, πώς αισθανόταν από διάθεση και ποιες ενδιαφέρουσες δονήσεις κατέγραφε ο σεισμογράφος της ψυχής του όταν, νύχτα ακόμα, κάποιο αξέχαστο χάραμα, βγαίνοντας από το στάβλο όπου είχε κοιμηθεί ανάμεσα στ' άλογα, τον άγγιξε στο μέτωπο, στο πρόσωπο, σε όλο το σώμα, και κάπου πέρα απ' το σώμα, η λευκότητα της πιο εκτυφλωτικής σελήνης που μπορεί να είδαν ποτέ ανθρώπινα μάτια. Κι επίσης τι ένιωσε όταν, με τον ήλιο να έχει πια ανατείλει, κι ενώ οδηγούσε τα γουρούνια μέσ' από λόφους και πεδιάδες επιστρέφοντας απ' το παζάρι όπου είχε πουλήσει τα περισσότερα, βρέθηκε να πατάει πάνω σ' ένα μπάλωμα από τραχύ πλακόστρωτο, σχηματισμένο από πλάκες που έμοιαζαν κακοταιριασμένες, απίστευτη ανακάλυψη σ' ένα χερσότοπο που έμοιαζε έρημος και εγκαταλειμμένος από τις απαρχές του κόσμου. Μόνο πολύ αργότερα, χρόνια μετά, θα καταλάβαινε ότι είχε πατήσει σίγουρα πάνω στο χάλασμα ρωμαϊκού δρόμου.
* * *

... πάνω στο ηλιοβασίλεμα, βγήκα από την Αζινιάγκα, απ' το σπίτι των παππούδων μου (θα ήμουν τότε δεκαπέντε χρόνων), για να πάω σ' ένα απομακρυσμένο χωριό στην άλλη όχθη του Τάγου, όπου θα συναντούσα ένα κορίτσι με το οποίο νόμιζα τότε πως ήμουν ερωτευμένος. Στην άλλη όχθη του ποταμού με πέρασε ένας γέρος βαρκάρης ονόματι Γκαμπριέλ (ο κόσμος του χωριού τον φώναζε Γκραβιέλ), κόκκινος απ' τον ήλιο και την αγκουαρδέντε, σαν γίγαντας με λευκά μαλλιά και σωματώδης σαν τον Άγιο Χριστόφορο. Είχα καθίσει στα σανίδια της προβλήτας, που αποκαλούσαμε λιμάνι, της από δω όχθης, και τον περίμενα, ενώ αφουγκραζόμουν, πάνω στην υδάτινη επιφάνεια που έπεφτε πάνω της το τελευταίο φως της μέρας, τον ρυθμικό ήχο των κουπιών. Εκείνος πλησίαζε αργά, κι εγώ κατάλαβα (ήταν άραγε λόγω της ψυχικής μου κατάστασης;) πως ζούσα μια στιγμή που δεν θα ξεχνούσα ποτέ. Λίγο πάνω απ' το λιμάνι της άλλης όχθης υπήρχε ένας θεόρατος πλάτανος που ερχόταν το μεσημέρι και ξαπόσταινε από κάτω το ζευγάρι βόδια του αγροκτήματος. Δρόμο πήρα, έκοψα μέσ' από αναβαθμίδες, ξεχερσώματα, πεδιάδες, βούρκους, καλαμποκοχώραφα, σαν λαθροκυνηγός που ψάχνει το σπάνιο θήραμα. Είχε πέσει η νύχτα, στη σιωπή του κάμπου ακούγονταν μόνο τα δικά μου βήματα. Αν η συνάντηση ευοδώθηκε ή όχι θα το διηγηθώ παρακάτω. Είχε χορό και πυροτεχνήματα, νομίζω πως βγήκα απ' το χωριό όταν πια πλησίαζαν μεσάνυχτα. Η πανσέληνος, λιγότερο εκθαμβωτική από την άλλη, φώτιζε τα πάντα τριγύρω. Λίγο πριν το σημείο όπου θα έπρεπε να εγκαταλείψω την άσφαλτο και να πάρω το μονοπάτι, ο στενός δρόμος που περπατούσα φάνηκε να σταματά ξαφνικά, να κρύβεται πίσω από μια ψηλή περίφραξη, και μου έδειξε, σαν να ήθελε να εμποδίσει το βάδισμα μου, ένα απομονωμένο δέντρο, ψηλό, θεοσκότεινο στην αρχή, στην αντίθεση της νυχτερινής διαφάνειας του ουρανού. Ξαφνικά όμως φύσηξε μια απότομη αύρα. Έφερε ανατριχίλα στους τρυφερούς βλαστούς της χλόης και ρίγος στις πράσινες σαν λάμες καλαμιές και ανατάραξε τα σταχτιά νερά ενός βούρκου. Σαν κύμα ξεσήκωσε τα απλωμένα κλαδιά των δέντρων, σκαρφάλωσε στον κορμό τους μουρμουρίζοντας, και τότε, άξαφνα, τα φύλλα έστρεψαν προς τη σελήνη την κρυμμένη πλευρά κι ολόκληρη η οξιά (οξιά ήταν) σκεπάστηκε με λευκό μέχρι την πιο ψηλή κορφή. Ήταν μια στιγμή, μια στιγμή και τίποτα παραπάνω, αλλά η ανάμνηση της θα κρατήσει όσο κρατήσει κι η ζωή μου. Δεν υπήρχαν τυραννόσαυροι, Αρειανοί και μηχανικοί δράκοντες, μπορεί βέβαια ένας μετεωρίτης να διέσχισε τον ουρανό (δεν είναι δα απίστευτο), αλλά η ανθρωπότητα, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν διέτρεξε κίνδυνο. Μετά από πολύ περπάτημα, το ξημέρωμα αργούσε ακόμα, βρέθηκα καταμεσής ενός κάμπου σε μια καλύβα φτιαγμένη από κλαδιά και άχυρα, και μέσα είχε ένα κομμάτι μουχλιασμένη μπομπότα για να ξεγελάσω την πείνα μου. Εκεί κοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, με το πρώτο φως της μέρας, και βγήκα έξω, τρίβοντας τα μάτια μου, μπροστά στη φωτεινή ομίχλη που δεν μ' άφηνε καλά καλά να δω τους κάμπους τριγύρω, ένιωσα μέσα μου, αν θυμάμαι καλά, αν δεν είναι τωρινή μου επινόηση, πως είχα μόλις, επιτέλους, γεννηθεί. Ώρα μου ήταν.
José Saramago (1922–2010)


* αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Ζοζέ Σαραμάγκου Μικρές αναμνήσεις
εκδόσεις Καστανιώτη, 2008

* φωτογραφίες: entrelineas.org,
alejandra-desde-mas-alla.lacoctelera.net,
bolanoread.blogspot.com, nytimes.com,
blog.ricecracker.net, guardian.co.uk


Links:
- nobelprize.org: Αυτοβιογραφικό σημείωμα που γράφτηκε
κατά την χρονική περίοδο της απονομής
του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας

- Ελευθεροτυπία, 20/6/2010: Adeus, Ζοζέ Σαραμάγκου
- Η Αυγή, 18/10/2011: Ζοζέ Σαραμάγκου: Θα χρειαζόμασταν
μια εξέγερση ελεύθερων συνειδήσεων

- Καθημερινή, 27/6/2010: Ο ρομαντικός Ζοζέ Σαραμάγκου


Ετικέτες , , ,