20 Νοε 2012

141 ~ Χρόνης Μίσσιος: τόσος αγώνας, τόσα βάσανα, και πάλι από την αρχή...

Image and video hosting by TinyPic
Πέμπτη μέρα της απεργίας, κλειδί στην πόρτα. Ακούω τ' όνομά μου. Λέω, τι συμβαίνει; Μου λένε, έλα στο αρχιφυλακείο. Λέω, δεν έρχομαι. Μπαίνουν και τ' άλλα παιδιά στη μέση, δεν τον παίρνετε -φοβόμαστε, βλέπεις, καμιά έκτακτη μεταγωγή. Φύλακας είναι ένας Κρητικός, θρήσκος άνθρωπος. Όταν δε χρειαζόταν να είναι κακός, ήταν καλό ανθρωπάκι. Έλα, σου λέω, δεν είναι για κακό, ήρθε η μάνα σου από τη Σαλονίκη να σε δει και θέλει ο αρχιφύλακας να ξηγηθεί πρώτα μαζί σου. Η μάνα μου! Πού να μάζεψε λεφτά η κακομοίρα... Πάντως, για να την αφήσουν να με δει, ή μάλλον για να ζητάνε διαπραγματεύσεις για να τη δω, πρέπει να έχει πάρει άδεια από το υπουργείο. Αλλιώς θα την είχαν στείλει άναυλα, που λένε. Λέω του φύλακα, κλείσε να συνεννοηθούμε και θα σου πω. Συμφωνήσαμε να τη δω, κι αν μπορέσω να της μιλήσω, να της πω για το τι συμβαίνει στη φυλακή. Γιατί, για να της δώσει άδεια το υπουργείο να μ' επισκεφτεί, σημαίνει πως το υπουργείο δεν ειδοποιήθηκε για την απεργία, κι αυτό έλεγε πολλά. [....] Ε, πάω, βλέπω τη μάνα μου πίσω απ' τα σίδερα, δυο μάτια γεμάτα λαχτάρα, πόνο και παράπονο, δυο χέρια που τρέμουν από λαχτάρα να μ' αγγίξουν. Γεια σου• μάνα, γιε μου, αγόρι μου... Σκέφτομαι πόσο την έχω ταλαιπωρήσει. Μια ζωή λαχτάρα. Συλλογιέμαι καμιά φορά πως σ' αυτή την ιστορία τα μετόπισθεν, που λένε, είναι η μεγαλύτερη δυστυχία. Εμείς χτυπιόμασταν για κάποια πολύ μεγάλα πράγματα που μας κέρδισαν, που έτσι κι αλλιώς τα βαφτίσαμε ζωή. Για τα μετόπισθεν όμως, μανάδες, αδερφές, γυναίκες, παιδιά, πολλές φορές αυτά ήταν ακατανόητα, γιατί η ζωή μετριόταν αλλιώς: η αδερφή να παντρευτεί, τα παιδιά να έχουν ψωμί και παπούτσια, η μάνα το γιο της, η γυναίκα τον άντρα της...
*
Το καθεστώς έχει αλλάξει ριζικά. Πρώτα πρώτα, σταμάτησαν οι εκτελέσεις. Κάθε βράδυ, εκείνο το «γεια σας, αδέρφια» σου 'σφιγγε την καρδιά στη μέγγενη, και το πρωί στη θέση του συντρόφου σου έβλεπες ένα μπογαλάκι ρούχα. Τόσο έρημα, τόσο μόνα... Δεν υπάρχει πιο πικρή, πιο αδυσώπητη μοναξιά απ' αυτόν το μικρό σωρό ρούχων και αντικειμένων του εκτελεσμένου μπροστά στην πόρτα της φυλακής. Αφού τώρα, μετά από τόσα χρόνια, όταν η καινούρια δικτατορία με ξανάστειλε με πειθαρχική μεταγωγή στις φυλακές της Κέρκυρας, ένιωσα πάλι ατόφιο εκείνο το ίδιο συναίσθημα της αμετάκλητης απώλειας και της μοναξιάς. Έφτασα βράδυ, η φυλακή ήταν κλειστή. Αφού πέρασα τα σχετικά, πολύ ευγενικοί και προσεχτικοί με πάνε στο κελί. Τώρα, οι φυλακές της Κέρκυρας ήταν φυλακές τοξικομανών, αλλά κρατούσαν μια αχτίνα για πολιτικούς που, σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια, έπρεπε να είναι απομονωμένοι. Είμαστε δέκαπέντε όλοι κι όλοι: στρατηγοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου κλπ. Ναι, τώρα δεν ήμασταν μόνοι μας, ήταν πολύς κόσμος. Τέλος, με κλείνουν στο κελί, έστρωσα, ξάπλωσα. Μόλις άρχισε να με παίρνει ο ύπνος, τινάχτηκα απάνω. Άκουγα τις φωνές των μελλοθάνατων συντρόφων μου, «γεια σας, αδέρφια, πεθαίνουμε για έναν κόσμο καλύτερο, ζήτω το κόμμα μας...» Λες κι οι φωνές είχανε μείνει τόσα χρόνια κλεισμένες μέσα στο κελί, και με περίμεναν για να με ξαναχαιρετήσουν. Έμεινα άγρυπνος, καπνίζοντας το 'να τσιγάρο πάνω στ' άλλο, ώσπου μου σώθηκαν. Κατά τις τέσσερις το πρωί άλλαξε ο σκοπός, ήρθε ο νέος να κάνει έλεγχο. Άκουσα τις σιδεριές της εξώπορτας και βγήκα στο φινιστρίνι. Αυτό είναι περίπου είκοσι πέντε επί είκοσι πέντε εκατοστά, και χωρίζεται με χοντρά κάγκελα οριζόντια και κάθετα, έτσι που αφήνουν μικρά τετράγωνα ανοίγματα πέντε επί πέντε εκατοστά το καθένα περίπου. Ε, φτάνει ο φύλακας, του κάνω ψιτ ψιτ, έρχεται στο κελί μου. Ήμουνα στο τελευταίο. Του λέω, μου σώθηκαν τα τσιγάρα, μήπως έχεις κάνα δυο να μου δανείσεις, θα σ' τα δώσω αύριο. Απόψε σε φέρανε; γιατί δεν κοιμάσαι; Δεν μπορώ, θυμήθηκα τα παλιά... Ήσουνα και παλιά εδώ; Ναι. Πώς σε λένε; Σαλονικιό. Σαλονικιό; Για να σε ιδώ καλά, βρε, για να σε ιδώ καλά... Ήταν ο Θωμάς, ένας πολύ καλός άνθρωπος, μόνιμος φύλακας των μαγειρείων. Πήγε, πήρε το κλειδί, άνοιξε το κελί και το στρώσαμε στην κουβέντα. Είπαμε για τα παλιά, είπαμε για τα τωρινά. Πάλι μέσα, βρε Σαλονικιέ... Τι να γίνει, Θωμά. Καλά κάνετε, δεν τρώγονται αυτοί οι ρουφιάνοι. Ευτυχώς που είστε και σεις, και μένα με τραβήξανε στην ασφάλεια. Έχω μια κόρη που σπουδάζει στην Ιταλία και είναι στην αντίσταση. Λίγο πριν το ξημέρωμα, σηκώθηκε ο Θωμάς, έκλεισε, έφυγε. Οι μνήμες πικρές μού σφίγγουν την καρδιά στη μέγγενη. Τόσοι νεκροί, τόσος αγώνας, τόσα βάσανα, και πάλι από την αρχή...
*
Είμαι γεμάτος κοκκινόχωμα. Τα μάτια μου, τ' αυτιά μου, το στόμα μου. Αυτά τα τρομερά μελτέμια του Μακρονησιού σε χτίζουν κανονικά με κοκκινόχωμα. Τέλος, τρώω, με ξανακλείνουν στο κελί μου, ξαπλώνω στο στρώμα μου και σκέφτομαι. Ως συνήθως, ταξιδεύω στο μαχαλά μας, στα στενά, οικεία καλντερίμια, στις τρυφερές ανηφοριές τους. Και τ' απόβραδα του καλοκαιριού, όταν σκολάγαν τα καπνομάγαζα, άναβαν οι φουφούδες και γέμιζε η πλάση από την ευωδιά της τηγανισμένης σαρδέλας και της παλαμίδας. Σ' αυτό το μαχαλά ποτέ δεν ένιωθες ξένος. Όταν το βράδυ στους δρόμους άναβε το ηλεχτρικό και στα σπίτια οι γκαζόλαμπες, πίσω από τα παράθυρα, τα χωρίς παντζούρια, μ' ένα κουρτινάκι μόνο, που ο ρόλος του ήταν περισσότερο να στολίσει παρά να κρύψει τη ζωή του σπιτιού, έβλεπες τους ανθρώπους γύρω στο τραπέζι να τρώνε. Τα σπίτια και τα παράθυρά τους ήταν πάντα στο μπόι του ανθρώπου, ο διαβάτης, με ό,τι καιρό κι αν έκανε, ποτέ δεν ένιωθε μόνος στο δρόμο.
[...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς]

* * *

Όταν για πρώτη φορά σε στέλναν εξορία, σε πήγαιναν και στην επιτροπή, άμα επέμενες. Είχες και δικαίωμα έφεσης, βέβαια, οπότε σάπιζες δεκαπέντε μέρες στο Μεταγωγών αντί να 'σαι στον καθαρό αέρα της εξορίας. Μετά απ' αυτό, δυο μήνες πριν τελειώσει ο χρόνος εκτόπισης, σου 'ρχονταν στον Άι Στράτη το χαρτί με φαρδιές πλατιές υπογραφές των κερχανατζήδων, «επί εν εισέτι έτος»... Ε, πήγαινες να πούμε στην επιτροπή, αν έκανες έφεση την πρώτη φορά, σε βλέπανε και σε ρωτούσαν, μετανοείς; Έλεγες, για ποιο πράγμα; -άμα ήθελες, να πούμε, να κάνεις και την πλάκα σου- τι έκανα για να μετανοήσω; Ξέρεις εσύ τι έκανες. Ναι, αλλά πρέπει να ξέρετε και σεις για να με στείλετε εξορία. Και η απάντηση: Σαν πολύ τον έξυπνο μας κάνεις -κι έπαιρνες το δρόμο για την επ' αόριστον εξορία. Τι να πεις... Όταν λοιπόν με μπαγλαρώσανε για τον Άι Στράτη, με πήγανε και μένα στην επιτροπή. Δούλευα τότε λουστραδόρος, ήμουνα γραμματέας του σωματείου και δούλευα και στη νεολαία της ΕΔΑ. Όπως σου είπα, ήμαστε νόμιμο κόμμα, τρομάρα μας... Με πάνε, που λες, τους κοιτάω, μάτια ψαριού οι ρουφιάνοι, λες και με κοιτάγανε μπακαλιάροι που 'ταν μια βδομάδα στην ψαροκασέλα με τρεις γενιές πάγο... Λέω από μέσα μου, Σαλονικιέ, πάλι λα μινόρε μάς ξηγιούνται, και για να μην πάει τζάμπα η παράσταση, τους τραβάω ένα λογύδριο, για το πώς παραβιάζουν το σύνταγμα που αυτοί κατασκεύασαν, για τη Σύμβαση της Ρώμης και τα τέτοια, και κλείνω με κορόνα, πως δεν μπορεί, κάποτε θα έρθει η μέρα της κρίσεως και θα λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό, κι ότι δεν μπορούν μετά τη Νυρεμβέργη, που έκανε παγκόσμια νομολογία, να καλυφθούν πίσω από την υπαλληλική τους ιδιότητα και τα ρέστα... Μείνανε οι κουφάλες. Μου λέει ένας τους, φοιτητής είσαι; Λέω όχι, εργάτης. Τι γράμματα ξέρεις; Του λέω, δεν πήγα σκολειό. Του 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Και διαμαρτύρεσαι, μου λέει, γιατί σε στέλνουμε εξορία; Και κει τους ρίχνω τη δεύτερη μπηχτή. Λέω, με συγχωρείτε, δεν ήξερα ότι μόνο οι βλάκες δεν πάνε εξορία... Ο νομάρχης, που ήταν φαίνεται και ξύπνιος, πήρε χαμπάρι ότι ο διάλογος, που λένε, τους πάγαινε για χαντάκωμα, οπότε λέει, αρκετά, αρκετά, πάρτε τον...
*
Ένα βράδυ ταξίδευα για τη δουλειά μου, κι άραξα σ' ένα ταβερνάκι για να φάω και να πιω το κρασάκι μου. Δίπλα μου και λίγο προς τα πίσω καθόταν ένας τύπος μοναχικός, μαύρος κι άραχλος, με μια στραβοπατημένη βαλίτσα. Ε, μέχρι να 'ρθει η παραγγελία, άνοιξα την Αυγή, την εφημερίδα των «ρεβιζιονιστών», όπως τη λένε, να ρίξω μια ματιά στις ειδήσεις, και τότε μου λέει, χαρά στην εφημερίδα που διαβάζεις... Σκέφτηκα στην αρχή μήπως είναι κανένας τραμπούκος που τα ήπιε κι ήθελε μπλεξίματα. Του λέω, γιατί, δε σ' αρέσει; Μου λέει, όχι. Λέω, εσύ τι εφημερίδα διαβάζεις; Μου βγάζει τον Ριζοσπάστη... Μη σε ζαλίζω τώρα, αφού μου είπε όλα τα επίθετα που λένε σ' αυτές τις περιπτώσεις, ότι είμαστε «αντισοβιετικοί», «αναθεωρητές», πράκτορες και λοιπά, ήρθε και το φαΐ που παράγγειλα και τον κάλεσα στο τραπέζι μου να τα πούμε από κοντά. Του λέω, δε μου λες, τι έδωσες εσύ προσωπικά από τη ζωή σου για την υπεράσπιση των κομμουνιστικών ιδεών; Και τότε άρχισε να με γεμίζει με αλογόμυγες, ότι τάχα έφαγε τη ζωή του στις εξορίες και στις φυλακές. Έλα όμως που εγώ εκεί μεγάλωσα... Αφού λοιπόν του απέδειξα ότι έλεγε ψέματα και είπαμε, άντε, στην υγειά μας, και ότι όλ' αυτά είναι αρχίδια μαρινάτα, του λέω, από πού είσαι; Απ' την Καβάλα και μάλιστα απ' τα Ποταμούδια, που έβγαλαν κομμουνιστές και κομμουνιστές. Αλαφιάστηκα. Του λέω, πώς σε λένε; Πικραγγουριά... Και τότε τον φασκέλωσα και με τα δυο μου χέρια. Αγκαλιαστήκαμε και παραγγείλαμε κρασί... Ξέρεις τι δουλειά έκανε ο Μεγάλος Κομμουνιστής; Πουλούσε εικονίτσες, Παναγίτσες, Αι Δημήτρηδες και τα ρέστα στα χωριά, κι αγόραζε τις χρυσές κορόνες που έβγαζαν οι χήρες απ' τα στόματα των σχωρεμένων... Και γω σκεφτόμουνα την «καθαρότητα των γραμμών του κόμματος», τον «εκπρόσωπο της εργατικής τάξης που θα οικοδομήσει τον κομμουνισμό»... Καλά μου είπε ο Γκαστόν: Σαλονικιέ, τώρα βγήκαν οι κώλοι και μπαταλιάραν τα μουνιά... Πάρ' το χαμπάρι και μη βασανίζεσαι...
[Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;]

Χρόνης Μίσσιος (1930-2012)

Image and video hosting by TinyPic

* τα αυτοβιογραφικά κείμενα είναι αποσπάσματα από δύο βιβλία του Χρόνη Μίσσιου:
....καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (εκδ. γράμματα, 1985) και
Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε; (εκδ. γράμματα, 1988)

* φωτογραφίες: η 1η από το οπισθόφυλλο των βιβλίων του,
η 3η, η 4η και η τελευταία από την εκπομπή "Προσωπικά" της ΝΕΤ.
Η 5η είναι από το whsatontv.co.uk και η 2η από το imerisia.gr


Links:
- Σήμερα
- ο Χρόνης Μίσσιος στη ΝΕΤ
- o Χρόνης Μίσσιος μιλάει στην Κρυσταλία Πατούλη

Ετικέτες , ,

1 Νοε 2012

140 ~ Κάρολος Κουν: Τα χρόνια που πιστεύαμε ακόμα σ’ ένα κόσμο απαλλαγμένο από μικρότητες και βία


Aν και γεννήθηκα στην Προύσα, την Προύσα δεν τη γνώρισα. Aπό μικρός βρέθηκα στην Πόλη και εκεί μεγάλωσα. Aπό κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω για μένα πραγματικότητα.

Μεγάλωσα σαν Pωμηός, μέσα σ’ ένα ρωμέικο αστικό σπίτι. Πολλοί συγγενείς, πολλές θειάδες και πολλά αδέλφια, απ’ της μάνας μου το σόι. Παραδοσιακά έθιμα, κίτρινα κεριά της εκκλησίας φτιαγμένα στο σπίτι, σάκοι με τριαντάφυλλα για το γλυκό της χρονιάς, το πρόσφορο για την καθημερινή λειτουργία, η πιστή σιδερώτρα που έριχνε και τα χαρτιά και ο Aρμένης μάγερας που έφτιαχνε ντολμαδάκια μ’ ερίκι από πάνω. Kαι μέσα σ’ όλα αυτά μια Πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα που μου μάθαινε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, με τάιζε, μ’ έλουζε, με κοίμιζε, φρόντιζε τα δυο μου καναρίνια και μ’ έβαζε για τιμωρία, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, να γράφω εκατό φορές «O Θεός να τιμωρήσει την Αγγλία» στα γερμανικά. Όσο για τον έξω κόσμο, πολλά σοκάκια και ελκυστικά αχτάρικα, Τούρκοι και Έλληνες με φέσια, Τουρκάλες με φερετζέδες, Φράγκοι, Λεβαντίνικες Τράπεζες και μαγαζιά, Ακιντέδες τoυ Χατζή Μπεκίρ, Αρμένικα και Τούρκικα Ζαχαροπλαστεία με λουκούμια, μαλέμπια, Βιεννέζικο καφέ και κανταΐφια. Το ίδιο κράμα ανατολίτικου και ευρωπαϊκού στο άμεσο περιβάλλον. Μιναρέδες απ’ όπου ξελαρυγγιαζόντανε οι μουεζίνηδες κάθε δειλινό, αμάξια με δύο ίππους που παρελαύνανε τα’ απογεύματα με κυρίες ντυμένες στο Παρίσι. Λουλούδια από το Παρίσι και Βιεννέζικα σαλόνια με αράπικα και ρώσικα στολίδια, προκυμαίες με Τούρκους, σαμαροφορεμένους χαμάληδες, το Γυλντίζι πάνω στο Βόσπορο, τα βαπόρια με τις ρόδες που φεύγαν για τα νησιά, την Πρίγκηπο και τη Χάλκη με την ιερατική σχολή κι όπου κάποτε, το ’19, ξεμπαρκάρανε κοπάδια οι Ρώσοι αριστοκράτες πρόσφυγες, και τέλος, για μας τους Ρωμηούς, το Μπαλουκλί και συμβολικά η Αγιά Σοφιά. Όλα αυτά ως τα δώδεκά μου χρόνια. Αργότερα πήραν τη θέση τους οι κατ’ οίκον διδάσκαλοι, μ’ έναν παπά και μια δασκάλα του πιάνου ανάμεσά τους. Ο παπάς μού δημιούργησε ερωτήματα σε σχέση με την ιερά γραφή- προπάντων με την παλαιά διαθήκη- κι η δασκάλα του πιάνου, με βίαιη συνενοχή των γονιών μου, με ταλαιπώρησε αρκετά με μόνο κέρδος να μπορώ να παίζω τις πρώτες τρεις μεζούρες του αλά τούρκα του Μότσαρτ απ’ έξω. Έπειτα το σκηνικό άρχιζε να αλλάζει. Εσωτερικός στη Ροβέρτειο, ένα αμερικάνικο κολλέγιο που ιδρύθηκε από ιεραπόστολους, με αμερικάνικα τραγούδια και ψαλμούς, με γήπεδα μπάσκετ και αθλητικά αγωνίσματα. Παιδιά απ’ όλα τα Βαλκάνια –Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Σύριοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Αλβανοί, σχηματίζαμε τότε μια μικρή κοινωνία των Εθνών και αρχίζαμε να αποκτάμε μέσα σε μια ολοκληρωμένη συναδέλφωση, κοινή κοινωνική, πνευματική και πολιτική συνείδηση. Αυτό μεταξύ του ’20 και του ’28, μετά από τον Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ο φιλειρηνισμός είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του. Ακόμα και η Μικρασιατική καταστροφή δεν στάθηκε εμπόδιο για τα νεανικά μας όνειρα της συναδέλφωσης των λαών. Είχε, βέβαια, δημιουργηθεί ένα χάσμα ανάμεσα σε Τούρκους κι Έλληνες, αλλά η αγανάκτηση για μας τους Πολίτες, τους Βενιζελικούς, στρεφότανε λιγότερο ενάντια στους Τούρκους όσο κατά των συμμάχων και των βασιλικών. Πάντως, ανάμεσα στα κακά που μας βρήκανε τότε, ήταν πως εμείς οι μειονότητες στη Ροβέρτειο Σχολή στερηθήκαμε, τα τελευταία χρόνια, την εκμάθηση της μητρικής μας γλώσσας. Όταν απεφοίτησα το ’28, μακριά από τους συμμαθητές μου και τους συγγενείς μου που σχεδόν όλοι πια είχαν έρθει στην Ελλάδα, τίποτε δεν με συνέδεε πια με την Πόλη. Έφυγα τον ίδιο χρόνο με στόχο σπουδές στο Παρίσι.

* *

Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το '42 πριν 39 χρόνια, στην αρχή της Γερμανικής Κατοχής. Η ανάγκη για ένα τέτοιο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» το ’34 και που διαλύθηκε το ’38 στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, επειδή παίζαμε «αριστερά έργα» όπως ο Πλούτος του Αριστοφάνη κι ο Κατά φαντασίαν ασθενής του Μολιέρου. Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες πολλά και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία, Γι’ αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη της πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης, και θυσίας. Αισθανόμασταν την ανάγκη για έναν σωστότερο κόσμο, ένα κόσμο με λιγότερες ανθρώπινες ατέλειες, γι’ αυτούς από εμάς που θα επιζούσαμε. Αψηφούσαμε το θάνατο και κυνηγούσαμε με μανία τη ζωή, χωρίς περίσκεψη και προφύλαξη και ταπεινές σκέψεις. Είμαστε γνήσιοι και αληθινοί. Τα περιθώρια των έργων που ετοιμάζαμε ήταν αναγκαστικά περιορισμένα. Αλλά στο τραπέζι της πρόβας μέσα στο συρτάρι υπήρχαν και τα έργα που ελπίζαμε να παίξουμε όταν θ’ αποκτούσαμε τη λευτεριά μας. Είμασταν όλοι στην αντίσταση και σχεδόν όλοι στις γραμμές του ΕΑΜ. Δεν μπορώ μέσα μου ν' απαρνηθώ και να ξεχάσω εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πιστεύαμε ακόμα σ’ ένα κόσμο απαλλαγμένο από μικρότητες και βία. Με την απελευθέρωση και την μετακατοχική περίοδο, όλα διαλυθήκανε. Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του. Άλλα περιμέναμε και άλλα μάς βρήκανε. Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απ’ όλα έλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή. Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω ό,τι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία χρόνια. Τότε πιά, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικούς-πολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα ‘πρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω πάλι από την αρχή ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε.

Εργάστηκα σαν σκηνοθέτης στο «Εθνικό Θέατρο» για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης». Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά. Μαζεύοντας συνδρομές, διαμορφώσαμε το χώρο στο υπόγειο του Ορφέα. Το 1954 ανάψαμε πρόχειρους προβολείς για να φωτίσουμε μπρος σε καμιά εκατοστή θεατές τη Μικρή μας πόλη του Θόρντον Γουάιλντερ. Έτσι λειτούργησε πάλι το «Θέατρο Τέχνης» σχεδόν αποκλειστικά με νέους αδειούχους μαθητές.
Κάρολος Κουν (1908–1987)




* από το βιβλίο Κάρολος Κουν, για το θέατρο (κείμενα και συνεντεύξεις)
Επιμέλεια: Γιώργος Κοτανίδης
Εκδόσεις: Ιθάκη, 1981
Τα επιλεγμένα αυτοβιογραφικά κείμενα είναι αποσπάσματα 
από συνέντευξη που παραχώρησε ο Κάρολος Κουν στον
Βάιο Παγκουρέλη για λογαριασμό του Βήματος (4.10.1981)

* φωτογραφίες: oι τρεις πρώτες είναι από την λέξη, τχ. 62/Φεβρ.1987,
η τέταρτη είναι από το miettsimiski11.blogspot.com, και
η τελευταία από το sansimera.gr


Links:
Κάρολος Κουν (1908–1987)
Kάρολος Κουν: 20 χρόνια μετά
Kάρολος Κουν, σημαντικές φράσεις του

Ετικέτες , ,