12 Οκτ 2012

139 ~ Ασημάκης Πανσέληνος: η Αθήνα βούτηξε σε μοχθηρό σκότος

Image and video hosting by TinyPic
… το βράδι, η Αθήνα βούτηξε σε μοχθηρό σκότος, σκεπάστηκαν τα τζάμια με μπλε χαρτί και κλειστήκαμε σπίτια μας από το σούρουπο. Μέσα στη νύχτα ακούγονταν οι αστυφύλακες που βροντούσαν τις πόρτες να φράξουν οι ένοικοι καμιά χαραμάδα που έφεγγε. Θυμήθηκα τον καφέ που πίναμε χτες τη νύχτα στου Ζωναρά. Τότε η πραγματικότητα του πολέμου πρόβαλε μπρος μου με την ειδεχθέστερη όψη της, κι ένα αίσθημα προσωπικού μίσους με κυρίεψε, ενάντια σε κάθε υποκείμενο που βασανίζει τον Άνθρωπο, ενάντια στη μοίρα που όρισε να 'χουν οι άνθρωποι κυβερνήτες, όταν δε μπόρεσε να τους κυβερνήσει ο θεός.

Πρέπει να είταν κάτι από αυτό που αισθάνονται οι αναρχικοί όταν επιχειρούν τα απόκοτα έργα τους. Ξάπλωσα στο κρεβάτι κι η ζωή μου πρόβαλε μες στο σκότος, ανίκανη, στη μικρή της διαδρομή, να προφτάσει τη γρήγορη εναλλαγή τής ανθρώπινης μοίρας. Όλα φαινόταν αδύναμα να κρατήσουν ψηλά το ιδεώδες της. Κι όσο η νύχτα εκείνη, της 28 του Οχτώβρη 1940, έπεφτε πάνω στη χώρα, επίβουλη και βαριά, θυμόμουν τη Μυτιλήνη της παιδικής μου ζωής, κι έβλεπα πόσο είταν απλούστερο πράμα, να 'χεις τον Τούρκο της εποχής εκείνης εχτρό παρά τον σημερινό πολιτισμένο Ευρωπαίο!

* * *
[πίσω, στην αρχή του βιβλίου]

… στη Βαριά ξεκαλοκαιριάζω, παιδόπουλο, γυρνώντας ξυπόλυτος στο λιοπύρι, μέσα στην κοίτη ενός ξεροπόταμου, φυτεμένου βάτους και λυγαριές. Κυνηγούσα χρυσόμυγες και τζιτζίκια. Και τώρα ακόμα, κάθε φορά που μυριστώ λυγαριά, γεμίζει η καρδιά μου την αλγεινή χαρά που έχει μέσα του κάθε παιδί. Τις νύχτες κοιτάζω τα αστέρια — τη Μεγάλη Αρκούδα και τη Μικρή, την Κασσιόπη, τη Λύρα’ την ξεχωρίζω από το Βέγα. Ο Σκορπιός και ο Τοξότης λάμπουνε στο στερέωμα. Πού είναι όμως τα άλλα τα σχέδια, όπως τα δείχνει τη μέρα ο χάρτης του Ουρανού, απλωμένος στο τραπέζι της κάμαράς μου;

Κι η θεια Κατίγκω που μας φιλοξενεί στο χωριό, την πιάνει μαύρη απελπισία, όταν με δει μ' αυτό το βιβλίο στο χέρι. «Δε μετριούνται, παιδί μου, τα άστρα.... δε μετριούνται! θα παλαβώσεις και ξέρε το. Τ' άστρα είναι αμέτρητα. Τ' άστρα είναι ανακατωμένα». Κι όσο για τα ταξίδια που ξεσηκώνουν μέσα μου τα καράβια που περνούν στ' ανοιχτά, γίνονται μόνο στ' όνειρο για την ώρα.

Είμαι στις πρώτες τάξες του Δημοτικού κι είναι μέσα μου μόνιμη μια συνείδηση πως είμαι κιόλας μεγάλος και δεν έχω δικαίωμα να κάνω ανοησίες. Στο σπίτι με λεν «ο μεγάλος» ξεχωρίζοντάς με από τον αδερφό μου. Η τρέλα που δε μπόρεσα να την εξυπηρετήσω στον καιρό που έπρεπε, έγινε χρόνια αρρώστια της ζωής μου κι α δε με άφησε ποτέ να γίνω άνθρωπος συνετός, ποτέ δεν την άφησα να με εξυπηρετήσει και κείνη.

* * *
Τη μικρή κοινωνία μας την κατασκέπαζε τότε ένας πέπλος μαγείας. Την Πρωτομαγιά το πρωί, έπρεπε να σηκωθείς βιαστικά και να φας μια κουταλιά μέλι ή βλαστάρι από κλήμα ή σκόρδο, πριν γκαρίσει και σε «κουμπώσει» ο γάιδαρος. Και δεν είταν μόνο η παγανιστική φύση του νησιού που τον έφαινε παρά και οι φόβοι της ζωής, η μοναξιά του ανθρώπου, που ξεπηδούσαν από παντού — κι από τη σκλαβιά. Τα δειλινά και οι αυγές του νησιού σε κάνουν ακόμα και σήμερα ειδωλολάτρη, αλλά και ο παγανισμός είναι μέσα στη φύση της ζωής. Οι άγιοι δυνάστευαν τις ψυχές και μπαίναν ανάμεσο στους ανθρώπους και στο κακό.

Η γιαγιά μου, με καταρράχτη στα μάτια, στα τελευταία της χρόνια, πήγε στον Άη Συμιό να λειτουργηθεί κι αντίς να ρίξει στο δίσκο μια μπακιρένια πεντάρα, έριξε καταλάθος ένα ασημένιο μετζίτι, που είχε το ίδιο μέγεθος πλην όμως έκανε 160 πεντάρες. Οι επίτροποι το είδαν και δε μίλησαν. Χολόσκασε η γριά όταν γύρισε σπίτι κι είδε το λάθος, και μια και δυο πήγε και πήρε πίσω το νόμισμα. Έλα όμως που μόλις επέστρεψε, άρχισε πάλι να μετανιώνει και να φοβάται πως είταν θέλημα του άγιου να δοθεί το μετζίτι, και δεν έπρεπε να πάει και να το ζητήσει; Είδε κι απόειδε, πήγε κι έδοσε σ' ένα χρυσοχόο μισό μετζίτι, έφτιαξε ένα ασημένιο χεράκι και το κρέμασε στην εικόνα του Άη Συμιού. Μπορεί να κρέμεται ακόμα.

Κι εγώ τους φοβόμουν, καιρό, τους άγιους, και θυμάμαι τα βράδια που έπεφτα στο κρεβάτι, τους μορφασμούς αποδοκιμασίας που, καθώς αναβόσβηνε το καντήλι, μου έκανε η Παναγιά από το εικονοστάσι της, κι εγώ δεν ήξερα τι είχε, κάθε βράδι, μαζί μου αυτή η γυναίκα, κι εξάλλου κάτι θα είχα κάνει όλη τη μέρα που δεν είταν σωστό. Από κείνους τους μορφασμούς της Παναγιάς μες στο ημίφως της κρύας κρεβατοκάμαρας, πρέπει να μου έχει μείνει ένα αίσθημα ενοχής, ένας φόβος που παρακολουθεί τη ζωή μου. Και χρειάστηκε κόπος να συνηθίσω αργότερα: και να φοβούμαι και να τολμώ

* * *
Η μάνα μας, απόφοιτη του Ανώτερου Παρθεναγωγείου, με ιδέες φιλανθρωποσοσιαλιστικές, που την ωθούσανε να μαζεύει τα σαββατόβραδα τους ζητιάνους στην ξώσκαλα του σπιτιού μας και να τους ταΐζει — ενώ ο πατέρας μου φώναζε πως θα μας κολλήσουνε ψείρες — είχε προστάτες της τους Άγιους Ανάργυρους. Την 1η Ιουλίου πηγαίναμε πάντα στο πανηγύρι τους, σ’ ένα ξωκλήσι κοντά στο Κομκό, κρυμμένο μες σε βατομουριές. Η μάνα μας, μας αγόραζε καμιά τρομπέτα, και τι έξαρση που έδινε στην ψυχή μου την ανύποπτη από κοινωνιολογικές θεωρίες, εκείνο το «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε ημίν». Μεγάλη επίδραση πρέπει να έχει αφήσει στο υποσυνείδητό μου. Σαράντα χρόνια δούλεψα και φράγκο δεν απόταξα στη ζωή μου.
Ασημάκης Πανσέληνος (1903–1984)
Image and video hosting by TinyPic

* αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Ασημάκη Πανσέληνου Τότε που ζούσαμε
Εκδόσεις: Κέδρος, 1974

* φωτογραφία: perizitito.gr
Το χαρακτικό του Γιώργου Βακιρτζή είναι από το βιβλίο

Ετικέτες , ,