2 Αυγ 2011

119 ~ Κώστας Γανωτής: Με πήρε η νύχτα, μαζί και οι ήττες μου

Σάρκα ανυπεράσπιστη πάνω στα άπληστα της λαγνείας χέρια, ατμόσφαιρα θολή, καπνός και σκόνη από πιάτα σαν τις καρδιές σπασμένα, με άρπαξαν και με άφησαν σε εκείνη του Βόλου την περιοχή που λέγεται Νεάπολη, παραμονή Πρωτοχρονιάς του '72, λίγο πριν αλλάξει η χρονιά.

Κακιά χρονιά, η χώρα παγωμένη, δικτατορία. Αργούσε να βγει η ψυχή της την τελευταία της εκείνη νύχτα, λες κι ένιωθε πως η χρονιά που ερχόταν κουβάλαγε στις πλάτες της το Πολυτεχνείο και θα την έσβηνε στην θύμηση των επερχόμενων για πάντα. Γι' αυτό σαν να συμφώνησε θαρρείς με το αφεντικό του «Blow up» και μας ξεπόρτισε κακήν κακώς την τελευταία της νύχτα, για ένα δεκάρικο παζάρι. Και βρέθηκα με τον Μανώλη, με τα γαλάζια εκείνα τα σατέν πουκάμισα, με τους γιακάδες τους ταράτσες να φτάνουν ίσα επάνω μέχρι τα αφτιά και να σκεπάζουν σχεδόν τις πλάτες, εκείνος με το αρμόνιο σε μια βαλίτσα και εγώ με το μπάσο ξεβράκωτο στην αγκαλιά, σαν λες μικρό μου αδελφάκι, να το προστατέψω απ' το κρύο, σε ένα σημείο κοντά στην έξοδο του Βόλου προς Αγχίαλο, προς την Αθήνα, που λέγεται Μπουρμπουλήθρα. Φιλόξενη όμως η καρότσα του φορτηγού. Μαλλιά λουσμένα, μακριά, όσο γινόταν τότε, μαύρα καμπάνα παντελόνια, σακάκια πολυκαιρισμένα, ψηλοτάκουνα παπούτσια, επισκευασμένα. Είπαμε καλή χρονιά στα πρώτα σπίτια του χωριού, στον οδηγό του φορτηγού και καληνύχτα στην πρώτη εκείνη επαγγελματική μα και της ζωής μας ήττα.

Προσωρινά ακυρώθηκε το εισιτήριο προς την φαντασμαγορική ζωή για εμάς τους παρίες της κλειστής ζωής του χωριού. Από την άλλη κιόλας μέρα για τον Μπάρμπα Μήτσο, τον παλιό εκείνο γεροδεμένο τσουβαλά, που επέμενε στα ζωνάρια τα φαρδιά, κάθε που μας αντίκριζε στην αγορά ήμασταν για εκείνον η Πόπη και η Καίτη. Μόνο τα δυο αυτά ονόματα έλεγε είτε μας αντίκριζε μόνους είτε με τους άλλους δυο της παρέας στις αδέσποτες περιπλανήσεις μας μέσα στην αγορά. Ο Μανώλης αδιαφορούσε, ο Λευτέρης ο «σγουρός» το διασκέδαζε, εμένα με εκνεύριζε, ο Γιώργος ο «γερμανός» χαμογελούσε. Μας έκραζε από μακριά, ανεβάζοντας πρώτα το γείσο της τραγιάσκας του, που πάντα έχασκε μόρτικα προς τον ουρανό, ακόμα πιο ψηλά, στην κορυφή του άσπρου του κεφαλιού και έπειτα έσιαζε κοροϊδευτικά το σακάκι που ποτέ δεν το φόρεσε από τα μανίκια, μόνιμα το είχε ριχτό στους ώμους, καλύπτοντας τις φαρδιές του σαν πλατφόρμα πλάτες.

Τεντιμποϊσμός και ό,τι αυτό σήμαινε τότε, ήταν το στίγμα της Χωροφυλακής για εμάς. Πολύ αργότερα έμαθα πως στον φάκελο μου έγραψαν ως χαρακτηριστικό μου, «Ρέπει προς τέρψιν».

Επιπρόσθετος όμως βραχνάς ήταν και ότι ο Μανώλης ήταν γεννημένος στην Τασκένδη. Γυμνασιόπαιδο ακόμη εγώ της 5ης στον ένδοξο Νηρέα, καραβοκύρης όμως στις προθέσεις μου δεν ήταν να γίνω. Μελλοντικοί καπεταναίοι μόνο πήγαιναν στο ιδιωτικό Γυμνάσιο αυτό και τύποι απροσάρμοστοι, αδέσποτοι σαν και του λόγου μου που από όλα τα ιδιωτικά του Βόλου είχαν εκδιωχθεί.

Ακόμα ταυτότητα στα χέρια μου δεν είχα. Ο Μανώλης λόγω φρονημάτων, εγώ λόγω αδιαφορίας. Βρέθηκε δουλειά στο γκρουπ μέσω Βολιώτη μάνατζερ που δρούσε στην Αθήνα. Μεγάλο ξενοδοχείο στην Λεμεσό της Κύπρου για το καλοκαίρι. Θα πληρωνόμασταν σε λίρες. Ετοιμάσαμε ο Μανώλης και εγώ τα χαρτιά για τις ταυτότητες, να βγουν τα διαβατήρια και περιμέναμε.

Εγώ θα εγκατέλειπα το φοβερό αυτό Γυμνάσιο, ο Μανώλης το σιδηρουργείο. Μια καθημερινή του Μάρτη του '73, είχαμε φτάσει πια στο 1973, δυο τύποι κουστουμάτοι ήρθαν και με έβγαλαν από την τάξη του Νηρέα. Έξω, στην Ερμού περίμενε «η μαυρομύτα», το ασφαλίτικο. Μου κόπηκαν τα πόδια. Είχα ήδη τριετή αναστολή από δικαστήριο για ένα τράκο με κλεψιμέικο μηχανάκι. Στο ιδιαίτερο γραφείο που με έβαλαν δεν είπαν λόγια, βρυχήθηκαν σαν λυκόσκυλα, έριξαν μάπες λέγοντας μόνο πως εγώ ένα γυμνασιόπαιδο δεν έπρεπε να σταματήσω το Γυμνάσιο και να ακολουθήσω τον φίλο μου Μανώλη, ούτε τον κορνετίστα που είχαμε στο γκρουπ. Αυτός ήταν σεσημασμένος, μου είπαν, κλέφτης και παιδεραστής. Ο φίλος μου εγκληματίας κομουνιστής κι εγώ ένας τεντιμπόης κλεφτοκοτάς που έπρεπε να συμμορφωθεί. Πολύ αργότερα πήρα ταυτότητα όπως και διαβατήριο. Χάλασε η δουλειά της Κύπρου και αυτή ήταν η δεύτερη μας ήττα.

* *

«Στο σταθμό του Μονάχου» τραγούδαγε ο Κάρολος κι όταν έφτανε στην στροφή που έλεγε «Δίπλα μου λαγοκοιμάται ένας χίπης μεθυσμένος», έδειχνε εμένα. Ήμασταν πια γιος με πατέρα. Ντρεπόμουνα όμως για τον κυρ-Γιώργο, τον ταχυδρόμο, τον φυσικό μου πατέρα, που είχε άλλα όνειρα για μένα. Δεν έκανα όμως τίποτα γι' αυτό και αυτό ήταν που με έσπρωξε την πύλη του Άδη να βρω, από το αφοπλιστικό εκείνο βλέμμα του, το όχι αυστηρό, για πάντα να κρυφτώ.

Και έτσι με πήρε η νύχτα, μαζί και οι ήττες μου, πια σβάρνα.

* *

Ένα από εκείνα τα σούρουπα που είχαν γίνει πλέον τότε πρωινά μου, στην παραλία του Βόλου, στην αξέχαστη «Μινέρβα», είδα σημαδιακή για μένα από τότε εικόνα. Σμάρια σμάρια κάποιους της Αθήνας φοιτητές με κολλητούς της δικής μου της σειράς μαθητές να συνομιλούν με ένταση. Δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω κι έστησα αφτί. «Μαλάκες, γίνεται πόλεμος», μασημένα τους άκουσα να λένε. «Βαράνε όπου βρουν, το κέντρο είναι Βιετνάμ». Μπερδεύτηκα, δεν είχα ιδέα για τι μιλούσαν. Η νύχτα μου έκρυβε πολλά από τα κοινωνικοπολιτικά. «Μια η Νομική», άκουσα μετά από λίγο, «και τώρα το Πολυτεχνείο. Έχουν λυσσάξει τα καριόλια οι φασίστες». «Θα μας φάνε», είπε κάποιος που συμπτωματικά διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Σκιάχτηκα καθότι ήδη φοβικός, ήμουν ανίδεος κι ίσως το σκιάξιμό μου να το είδε εκείνος σαν να αγρίεψα με τα λεγόμενα του. Ώρες είναι να μου την πέσουν είπα και σηκώθηκα να φύγω. Πληρώνοντας τον σερβιτόρο, το θρυλικό Αλέκο τον ρώτησα τι ώρα ήταν και πόσο είχε ο μήνας. «Πέντε ακριβώς», μου είπε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, «κύριε. 16 Νοεμβρίου του 1973».

* *

Δεκαεπτά Νοεμβρίου του '78. Απόγευμα στον αυλόγυρο του Πολυτεχνείου για να οσμισθώ από κοντά ό,τι δεν είχα ζήσει. Τα χνάρια στα μαλλιά μου πάλι από αμερικάνικο κούρεμα ήταν νωπά. Είχε όμως λήξει η εικοσάρα φυλακή αντί Αεροδικείου, που είχα φάει για πλαστογραφημένη έξοδο. Με είχε καρφώσει ένα καρακόλι, που μου το έπαιξε στην πύλη φίλος. Παραμένω όμως ακόμη εύπιστος στις καλές προθέσεις των γύρω.

Φόραγα ένα μοντγκόμερι σκούρο μπλε και είχα την κουκούλα του στο κεφάλι, όχι μόνο γιατί κρύωνα, αλλά κυρίως γιατί τότε που περίσσευαν τα μακριά μαλλιά το κεφάλι μου θα ήταν τσαμπουκάς σαν λες κακοβαμμένη γλάστρα. Εκείνη φόραγε τζιν και ήταν ενθουσιώδης και ωραία. Μου ζήτησε να βγάλω και έβγαλα την κουκούλα. Γέλασε. Μου έσφιξε το μπράτσο και προχωρήσαμε βαθύτερα στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των δίκαιων αιτημάτων.

* *

Το δίφραγκο που έστριψα πατώντας το με την δεξιά παλάμη μου πάνω στο γόνατο, έστρεξε με την κορώνα του να μην μπω για πρόβα μέσα στο μαγαζί, μα να σηκωθώ και να φύγω όσο γινόταν μακρύτερα, να εξαφανιστώ, να χαθούν από τα μάτια μου τα μπουζουξίδικα μαζί με τα συνεπακόλουθα και τις συνήθειές του.

Όλοι οι δρόμοι είχαν συγκλίνει πια μέσα μου και ως προορισμό μου δείχνανε την Αθήνα...
Κώστας Γανωτής (1956)


* Το κείμενo είναι απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Κώστα Γ. Γανωτή Περιμένοντας τον Λάκη Ρα
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2009

* φωτογραφίες: screenshots, ethnos.gr,
musiccorner.gr, antixisi.gr


Ακόμα:
- ΕκΠΟΙΗΣΗ 1.
- Η παρουσίαση του βιβλίου "Περιμένοντας τον Λάκη Ρα
- Κώστας Γανωτής: Άνθρωποι μόνοι - Mama mia
- zelig on drugs blog: κώστας γανωτής μόνο στον απόλυτο
μετεωρισμό το θαύμα της ζωής κάνει την παρουσία του υπαρκτή

Ετικέτες , ,