21 Μαΐ 2011

115 ~ Λώρενς Ντάρρελ: Φεύγοντας, την ημέρα που εκτέλεσαν τον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου

Είχα να μαζέψω μερικά βιβλία και χαρτιά από το σπίτι το πρωί της εκτελέσεως. Στην πρωτεύουσα είχε κηρυχθή γενική απεργία, παραλύοντας τις συνηθισμένες συναλλαγές της ζωής και δημιουργώντας μια σκυθρωπή τεχνητή ατμόσφαιρα αργίας για όλους μας. Τέτοια εκτεταμένα μέτρα είχαν ληφθή εναντίον ενδεχόμενων βιαιοτήτων που δεν φοβόμουνα καμμιά σοβαρή αναταραχή ή ότι η απουσία μου θα γινόταν αισθητή. «Είσαι τρελλός να πας μια τέτοια μέρα στο χωριό σου», είπε ο Αχιλλέας. Ωστόσον είχα τόσο λίγο καιρό στη διάθεσή μου που δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πάρω τα χαρτιά που χρειαζόμουνα.

Ήταν μια ωραία ολοκάθαρη μέρα και οι σγουροί δρόμοι ήσαν γεμάτοι από το άρωμα των λουλουδιών της μυγδαλιάς και της ροδακινιάς. Όταν έστριψα την τελευταία γωνιά και πήγα ν' αφίσω τ' αμάξι κάτω από τα καμπαναριά του Μοναστηριού, είδα πως ολάκερο το χωριό βρισκόταν εκεί στη μικρή πλατεία, και οι συνηθισμένοι χασομέρηδες καθισμένοι κάτω από το Τεμπελόδεντρο. Το πλήθος είχε κυριακάτικες διαστάσεις' κανένας δεν είχε πάει στη δουλειά του. Αλλ' όταν έσβησα τη μηχανή είδα πως κάποιος άλλος εντελώς διαφορετικός παράγοντας χαρακτήριζε τη σκηνή. Της έλειπε κάθε ζωή. Οι μουστακαλήδες τσομπάνηδες καθόντουσαν στις συνηθισμένες των θέσεις αλλά κανένας τους δεν είχε παραγγείλει καφέ. Οι βρώμικες τράπουλες έμεναν ανέγγιχτες στο ράφι του Δημήτρη. Ήταν σαν βουβή μεταγραφή μιας γνώριμης πραγματικότητας που ακινητοποίησε ο φωτογραφικός φακός. Στην ώριμη αντήχηση της σιωπής του Μοναστηριού, οι χωριάτες πρόσθεσαν σαν μια περιπλέον διάσταση, μια δική τους σιωπή, κούφια και βαθειά. Τα βήματά μου αντηχούσαν τραχειά επάνω στο χαλίκι καθώς περνούσα στο απέναντι καφενείο που ήταν γεμάτο αλλ' απόλυτα σιωπηλό. Ο καθένας κύτταζε χάμου, στενάχωρα και με κάποια δειλή και αδέξια αποδοκιμασία. Η καλημέρα μου προκάλεσε πότε ένα σηκωμένο κεφάλι, πότε ένα γνέψιμο εδώ και κει, αλλ' όχι τη θορυβώδη ανταπόκριση και το κύμα των ηλιοκαμένων χεριών που μου 'γνεφαν. Ο Δημήτρης στεκόταν πίσω από τον πάγκο του κρατώντας σφιχτά την ποδιά του σαν να 'βρισκε στήριγμα σ' εκείνην και ξεροκαταπίνοντας. Είχε χλωμιάσει τόσο που λίγο ήθελε να λιγοθυμήση. Απάντησε στο χαιρετισμό μου κουνώντας τα χείλη του αμίλητα. Το ταχυδρομείο μου βρίσκονταν στον πάγκο του, μπροστά του. Πήρα τα γράμματα, νιώθοντας σάμπως να 'πρεπε ν' απολογηθώ γιατί παρενέβαινα σε μια σκηνή τόσο καθολικής θλίψης.

Στoν χαλικόστρωτο δρόμο ως απάνω στο σπίτι οι ίδιες φάτσες ξεπρόβαλλαν περίεργα από τις πόρτες, αλλ' αντίς από αστεϊσμούς και τους γνώριμους χαιρετισμούς «Καλωσόρισες, γείτονα, Γεια σου Εγγλέζε», από τις παλαιϊκές πόρτες με τα τυπικά ψιλοσκαλίσματα και τα παραμορφωμένα οικοσημολογικά λαξέματα αναδίνονταν η ίδια ναρκωμένη σιωπή. Οι άνθρωποι ήσαν ζαρωμένοι σε σκοτεινές γωνιές, στο σκοτάδι, ξεγλιστρώντας από τη λαλιά και τα χαμόγελα σαν ψάρια. Ο κυρ Μελής καθόταν στη συνηθισμένη του γωνιά κάτω από την καρυδιά κοντά στο γεφύρι. Συνήθιζε να σηκώνεται και να με πιάνει αδέξια από τα πέτα του σακκακιού καθώς με προσκαλούσε να καθήσω και να πιω μαζί του. Η χειρονομία άρχισε αθέλητά του όταν με πήρε το μάτι του, κ' ένα χαμόγελο σκοτείνιασε το μελαχροινό του πρόσωπο. Ύψωσε τα χέρια του, έκανε σαν νάθελε να σηκωθή δισταχτικά και κατόπιν ξανακάθησε με το πηγούνι σκυμμένο στο στήθος του. Τον προσπέρασα σιωπηλά.

Τα ψυχρά, κάτω δωμάτια του σπιτιού αντιλαλούσαν τη σιωπή και το φως του ήλιου φιλτράρονταν ανάμεσα από τις λεμονιές στον κήπο απέξω. Δεν τολμούσα ν' ανέβω στη βεράντα, τόσο θλιμμένος ήμουν που τα εγκατέλειπα. Η Ξενού, η λαχανιασμένη υπηρέτρια, καθάριζε την κουζίνα. Με χαιρέτησε αρκετά θερμά αλλ' είπε μόλις με είδε: «Ακούσατε τα νέα;» Έγνεψα καταφατικά. «Για την εκτέλεση;» Κοντανάσαινε και ξεφύσαγε από θλίψη. «Γιατί κάνουν τέτοια πράματα;» Θύμωσα. «Όταν σκοτώνεις, πρέπει να πεθαίνεις», είπα' ύψωσε το χέρι της σαν νάθελε να με σταματήση. «Όχι γι' αυτό. Όχι για την εκτέλεση. Μα δεν θα δώσουνε στη μάννα του το σώμα του, έτσι λένε. Είναι φριχτή τιμωρία αυτό, κύριε. Γιατί αν δεν κυττάξης τον αγαπημένο σου νεκρό, δεν θ' άνταμωθήτε ποτέ στον άλλον κόσμο».

Ήμουν απασχολημένος στο μικρό μου γραφείο, αδειάζοντας μια κάσα με βιβλία. Βρήκα τα παλιό ψάθινο πανέρι που με είχε συνοδέψει σ' όλα μου τα ταξίδια στην Κύπρο. Ήταν γεμάτο κομματάκια που είχε μαζέψει η κόρη μου, θαμμένα σε μια φούχτα άμμο που ξέφευγε αργά ανάμεσ' από το ψάθινο πλεχτό. Τα 'δειασα όλα σε μια εφημερίδα, αναθυμούμενος καθώς τ' αναποδογύριζα τα περίεργα δάχτυλα που είχαν μαζέψει το καθένα από τα κομμάτια τούτα: ψηφίδες ρωμαϊκού μωσαϊκού, γαλάζια και υαλώδη σαν καλοκαιριάτικη θάλασσα στα βαθειά, λαβές αμφορέων από τη Σαλαμίνα με το σταμπάρισμα του αντίχειρα στο μαλακό πηλό, κεραμιδένια πλακάκια από το πάτωμα της έπαυλης κοντά στην Πάφο, πατιναρισμένα κομμάτια, αχιβάδες γνωστές με τ' όνομα αφτιά της Αφροδίτης, μια βικτωριανή πέννα, κομμάτια από κίτρινο μωσαϊκό κάποιας Βυζαντινής εκκλησιάς, πορφυρες της θάλασσας, ξεροί αχινοί και άσπρα σαν κιμωλία σουπιοκόκκαλα, μια φλογέρα, κομμάτια από τσόφλι ενός αυγού πουλιού, μια πράσινη πέτρα για το κακό μάτι... Όλα σαν ένα είδος χρονικού της παραμονής μας στην Κύπρο. «Ξενού, πέταξέ τα όλα», είπα.

Για μιαν ακόμη φορά κατέβηκα τον κεντρικό δρόμο πηγαίνοντας προς τ' αμάξι, μέσα στην ίδια και σκυθρωπή σιωπή, νιώθοντας πολλά μάτια να με κυττάζουν ανάμεσα από τους φεγγίτες και τις χαραμάδες των παλιών αυτών σπιτιών χωρίς κανένα σχόλιο, και για μια φορά ακόμα οι χωριάτες είχαν τα μάτια χαμηλωμένα κάτω από το μεγάλο δέντρο - σε παγωμένη ακινησία. Τα μάτια που με απόφευγαν, τρεμίζοντας δειλά μακρυά από το δικό μου βλέμμα «σαν εαρινές πεταλούδες» - δεν μπορώ να πω πως ήταν γεμάτα μίσος. Όχι. Απλώς το να με βλέπουν τούς κόστιζε. Η θέα ενός Άγγλου σ' αυτή την καθαρή μελόξανθη εαρινή ατμόσφαιρα είχε γίνει γι' αυτούς ασέλγεια.

Πήρε το μάτι μου μερικούς από τους φίλους μου, κι ανάμεσα τους τον Μιχαήλη και τον Θαλασσινό, να κάθονται μέσα στο καφενείο αλλά δεν ήθελα να τους ενοχλήσω με τους αποχαιρετισμούς μου.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε με θόρυβο, θρυμματίζοντας την πυκνή σιωπή που ξεχύνονταν από το Μοναστήρι όπως κι απ' εκείνους τους σιωπηλούς ανθρώπους που ήτανε μαζεμένοι κάτω από το γέρικο δέντρο. Κανένας δεν έγνεψε και κανένας δεν χαμογέλασε.

Κατέβηκα στον άδειο δρόμο κάτω από τ' ανθισμένα δέντρα κ' ύστερα ανηφόρισα στην κορφή του λόφου.
Lawrence George Durrell (1912–1990)




* Το αυτοβιογραφικό κείμενo είναι από το
βιβλίο Λώρενς Ντάρρελ, Πικρολέμονα
σε μετάφραση Αιμίλιου Χουρμούζιου
Εκδ. Γρηγόρη, 1959

* φωτογραφίες: jamescumminsfinearts.com,
ulike.net, corfu-kalami.gr, amazon.com,
allposters.co.uk


Ακόμα:
- o Λώρενς Ντάρρελ στο ταξιδεύοντας
- στα λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο και
- στην "Κίχλη"

* * * * *

- 10 Mαΐου 2009, 50 χρόνια: Καραολής - Δημητρίου -
οι πρωτομάρτυρες του Κυπριακού αγώνα

- Μια ...αφαιρετική πινακίδα οδοσήμανσης
στον Δήμο Αμαρουσίου: Ελευθεροτυπία
- "πικρολέμονα (ξεπουλημένα...)" από το blog του Τhomas Xomeritis.
Mία ανάρτηση με αφορμή τον θόρυβο γύρω από το εξώφυλλο
γερμανικού περιοδικού με την Αφροδίτη της Μήλου-ζητιάνα.
- "Λόρενς Ντάρελ: φιλέλληνας ή πράκτορας;" του Νίνου Φένεκ Μικελίδη,
από την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας

Ετικέτες , ,

3 Μαΐ 2011

114 ~ Ελισάβετ Μαρτινέγκου: Διά παντός εις το σπίτι! Α! τούτος ο στοχασμός με έκαμνε να τρομάζω

Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821, την ημέραν του Ευαγγελισμού, έρχεται ο ποτέ διδάσκαλός μου Θεοδόσιος Δημάδης, και μας κάμνει γνωστόν με πολλήν του χαράν πως οι Γραικοί ανήγειραν τα όπλα εναντίον των Οθωμανών, πως η Πάτρα και οι πλησίον της χώρες ήδη είχον σείσει τον ζυγόν της σκλαβιάς και πως οι επίλοιπες χώρες κατά την συμφωνίαν ίσως, είχαν τότε καμωμένον το ίδιον, αλλά, ως πλέον μακράν, ακόμη η είδησις δεν ήτον φθασμένη εις την Ζάκυνθον. Ούτως είπεν ο μαύρος, διότι τέτοια ήτον η φήμη, οπού παρευθύς έτρεξεν.

Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνει, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι' άλλο – καθώς εφαίνετο– δεν επολεμούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία, καλώς μεταχειριζόμενη, συνηθά να προξενεί την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών. Επεθύμησα, είπα από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού, όπου με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα, αλλά δεν έλειψα όμως από το να παρακαλέσω τον Ουρανόν διά να ήθελε τους βοηθήσει να νικήσουν, και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος, να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεμμένην την ελευθερίαν και, μαζί με αυτήν, επιστρεμμένας εις τας καθέδρας τους τας σεμνάς Μούσας, από τας οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τόσον καιρόν τας εκρατούσε διωγμένας.

[...] Εγώ εφοβόμουν μεγάλως όλα εκείνα τα κακά, που ημπορούν να συνέβουν εις μίαν υπανδρευμένη, αλλά περισσότερον από όλα εφοβόμουν μεγάλως μην είχε τύχει να πάρω κανένα από εκείνους τους άνδρας, όπου θέλουν να έχουν τη γυναίκα τους ωσάν σκλάβα, και την νομίζουν διά κακήν, οπόταν αυτή ωσάν σκλάβα δεν θέλει να φέρεται. Βλέποντας τέλος πάντων και τον αδελφόν μου τοιούτης λογής ενάντιον εις την γνώμην όπου είχα διά το μοναστήρι, εκοινολόγησα, τόσον εις αυτόν ωσάν και εις τον θείον μου, τον στοχασμόν όπου μου ήλθε διά να υπάγω να ησυχάσω εις εκείνο το μετόχι μας, όπου εδώ επάνω ήδη εμελέτησα.

Τούτο το πράγμα εφάνη απαίσιον και εις τους δύο, όθεν εγώ τότε ευρέθηκα εις την μεγαλυτέραν στεναχωρίαν, οπού δύναται να ευρεθεί άνθρωπος εις τον κόσμον. Όχι να υπάγω να ησυχάσω –διατί δεν ηθέλησαν οι συγγενείς μου– όχι να υπανδρευθώ –διατί εγώ δεν ήθελα– έπρεπε λοιπόν να μείνω διά παντός εις το σπίτι. Διά παντός εις το σπίτι! Α! τούτος ο στοχασμός με έκαμνε να τρομάζω· εγώ έβλεπα καλά πως τούτο το σπίτι εξ αποφάσεως ήθελε να μου προξενήσει γλήγορον και κακόν θάνατον. Μέρα και νύκτα κλεισμένη, χωρίς να δύναμαι να πηγαίνω μήτε εις την εκκλησίαν, μήτε εις περιδιάβασιν, χωρίς να έχω την παραμικράν ξεφάντωσιν, χωρίς να έχω πλέον ελπίδα διά να αλλάξω ζωήν, χωρίς να ακούω άλλην ομιλίαν παρά εκείνην του πατρός μου (επειδή ο αδελφός μου και ο θείος μου ή ολίγον ή τίποτε συνομιλούσαν μαζί με εμάς τες γυναίκες), ο οποίος άλλο δεν έκανε, παρά να λέγει τα πλέον δυστυχισμένα και μελαγχολικά λόγια όπου ποτέ να ειπώθησαν, ήσαν όλα πράγματα, όπου μου έδιναν μίαν μεγαλοτάτην θλίψιν και στεναχωρίαν, πάθη οπού γλήγορα εξ αποφάσεως έμελλε να με γκρεμνίσουν εις το μνήμα.

Τι λοιπόν, έλεγα με τον εαυτόν μου, έχω να αποθάνω και ν’ αποθάνω χωρίς να κάμω καλόν; Χωρίς να εκπληρώσω εκείνο το τέλος, διά το οποίον βάνει ο Θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον; Δυστυχισμένη Ελίζα! Πού είναι τώρα εκείνη η ευτυχεστάτη και ενάρετη ζωή, την οποίαν επήγαινες προφθάνοντας με του νοός σου τα μάτια; Και σεις, μαύρα μου συγγράμματα, που σας αγαπούσα και ήθελα το καλόν σας –ό,τι λογής μια αγαπητή μητέρα το θέλει εις τα τέκνα της– έχετε, κλεισμένα εδώ μέσα που σας έχω, να χορτάσετε την κοιλίαν των σαράκων, ή έχει κανένα καιρόν ο αδελφός μου να σας εβγάλει και να σας δώσει εις τους δούλους του, διά να σας ξεσχίζουν και να μεταχειρίζονται τα μέλη σας εις τας χρείας του μαγειρείου; Εγώ αποθνήσκω, αλλά πόσον ο θάνατός μου ήθελε με λυπεί ολιγότερον, αν ίσως ημπορούσα να σας παραδώσω εις κανένα σπουδαίον, εις κανένα που να τιμά, και όχι να καταφρονεί, τα γεννήματα της αγχινοίας!
Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832)


* από το βιβλίο Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία -
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συλλογή (1996) και Ωκεανίδα (1997)
Το απόσπασμα απετέλεσε διδακτική πρόταση
του Γρηγόρη Πασχαλίδη για το μάθημα της λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου
(από το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων 2005-2007)

* ο πίνακας, που φιλοτέχνησε η Ελένη Γούναρη, είναι από το αφιερωματικό
τεύχος του περιοδικού Περίπλους, στην Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου
- τχ. 51, 2002


Ακόμα:
- Μουτσά(ν) - Μαρτινέγκου Ελισσάβετ στο ΕΚΕΒΙ

Ετικέτες , ,