21 Φεβ 2011

110 ~ Ελένη Ζαφειρίου: ...αλλά σ' αυτό το χώρο!

= ...η μάνα μου ήταν ηθοποιός. Βρέθηκε, η μάνα μου στη Λάρισα, με το θίασο του γιου της, την εποχή που γίνεται το παζάρι. Έμενε σ' ένα ξενοδοχείο, που τα παράθυρά του έβλεπαν στην πλατεία του παζαριού. Καθώς ντυνόταν για να πάει στο θέατρο για πρόβα, άκουγε ένα κλάμα μικρού παιδιού πολύ δυνατό και την ενοχλούσε. Κατέβηκε απ' το ξενοδοχείο, και περνώντας μέσα από το παζάρι, πέφτει απάνω στο παιδάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει σκούζοντας. Σταμάτησε, είδε έναν άντρα καθισμένο χάμω σταυροπόδι να πουλάει κάτι. Τον τριγύριζαν δύο αγόρια, και το μικρότερο γκρινιάρικο κοριτσάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει. Τίνος είναι αυτό το κοριτσάκι που κλαίει έτσι τόσες ώρες; ρώτησε τον άνδρα που κάθονταν χάμω σταυροπόδι. «Δικό μου είναι πανάθεμά το. Από το πρωί δεν έχει σταματεμό. Μπας και ξέρω τι να του κάνω; Έτσι μούρχεται να το στραγγαλίξω!» «Καλά, και πού είναι η μάνα του,» τον ρωτάει; «Δεν έχει μάνα, απόθανε μόλις το γέννησε, και με άφησε με τρεις διαόλους». Χωρίς πολλές κουβέντες και μεγάλες σκέψεις του λέει: «Δώσε μου εμένα το κοριτσάκι σου και θα πάμε στο συμβολαιογράφο να κάνουμε ένα συμφωνητικό ότι μου το δίνεις για ψυχοπαίδι». Χωρίς άλλες κουβέντες, έτσι έγινε. Σε λίγες μέρες το μπουλούκι του γιου της Δημήτρη Ζαφειρίου, έφευγε από τη Λάρισα για άλλη πιάτσα, με ένα ακόμη μέλος του θιάσου, την Ελενίτσα της Κυριακούλας.

= Τα μικρά μου, χρόνια, πριν πάω σχολειό δεν τα θυμάμαι με λεπτομέρειες, γιατί ο θίασος ταξίδευε κάθε τόσο από πόλη σε πόλη και εγώ άλλαζα συχνά εντυπώσεις. Πότε κοιμόμασταν σε σπίτια, πότε σε πανδοχεία και με κλείδωναν λέγοντάς μου ότι είναι ώρα να κοιμηθώ. Όταν με άφηναν σε σπίτια, οι σπιτονοικοκυρές με τάιζαν και μ' έριχναν στα ρούχα όσο το δυνατόν γρηγορώτερα να γλιτώσουν από τη γκρίνια μου, γιατί τους ζητούσα τη μάνα μου. Μονάχα όταν άρχισα να πηγαίνω σχολειό και συναναστράφηκα παιδιά συνομήλικά μου και έπρεπε όταν με άφηναν μόνη να διαβάζω, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία, να γράφω, να ζωγραφίζω, όλα αυτά γέμιζαν κάπως τη ζωή μου και άρχισα πια να σκέπτομαι.

= Εκείνη την εποχή τα παιδιά των ηθοποιών δοκίμαζαν πολλές κρίσεις. Πρώτον, έπρεπε να πάρουνε ενδεικτικό σχολείου από κάθε πόλη, κάθε φορά που ο θίασος έφευγε για να πάει αλλού. Δεύτερον ήταν τρομερό ν' αλλάζεις δασκάλους, συμμαθητές και περιβάλλον κάθε λίγο και λιγάκι. Τρίτον, το επάγγελμα ηθοποιός, δεν ήταν όπως τώρα. Υπάγονταν στους μάγους, στους γύφτους, στους καραγκιοζοπαίχτες, και γενικά ήταν ανεπιθύμητοι. Για να καταλάβετε εκείνη την εποχή, σας λέω ότι σπάνια νοίκιαζαν στους «θεατρίνους» - όπως τους έλεγαν -, τα σπίτια τους. Τους θεωρούσαν πρόστυχους. Αν υπήρχαν ξενοδοχεία (πανδοχεία), ή ήταν πολύ ακριβά και δεν είχαν τόσα λεφτά, ή δεν τους έβαζαν, μήπως δεν δουλέψει ο θίασος και φύγουν χωρίς να τους πληρώσουν.

= Θα ήμουνα μεγαλούτσικη, γιατί θυμάμαι ότι κάποτε που φτάσαμε σε μια πόλη, δεν έβρισκε η μάνα μου σπίτι, ούτε καν χάνι για να με βάλει να κοιμηθώ, και εκείνη να πάει στο θέατρο γιατί το βράδυ είχαν παράσταση. Βιαστική, με κρατούσε απ' το χέρι και όποιον έβρισκε στο δρόμο τον ρωτούσε αν ήξερε κανένα σπίτι να νοικιάζεται. Κάποιος της έδειξε ένα. Χτύπησε την πόρτα, μας άνοιξαν, τους είπε τι ήθελε.

Μόλις άκουσαν τη μάνα μου να τους λέει ότι είναι ηθοποιός, κατσούφιασαν, και ψυχρά της απάντησαν: «Δεν έχουμε τίποτα». Τόσο απελπισμένη ήταν η έρμη, που είδε μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο απάνω πάτωμα και τους λέει: «Έχω στρωσίδια, σας παρακαλώ πολύ, αφήστε με να στρώσω κάτω από τη σκάλα, να βάλω το παιδί μου να κοιμηθεί, είναι κουρασμένο απ' το ταξίδι, και αύριο πρέπει να πάει σχολείο. Βιάζομαι να πάω και εγώ στο θέατρο να ετοιμάσω την παράσταση. Όταν τελειώσω θα έρθω να κοιμηθώ και εγώ μαζί του. Αύριο μου λέτε τι λεπτά θέλετε για νοίκι, και εγώ θα σας προπληρώσω δέκα μέρες». Την άλλη μέρα συμφώνησε μαζί τους και κοιμόμασταν κάτω απ' την ξύλινη σκάλα αρκετές μέρες, γιατί η πιάτσα ήταν μεγάλη και ο θίασος δούλεψε.

= Όπως όλα τα παιδιά των ηθοποιών έτσι κι εγώ έπαιζα σε όλα τα έργα που χρειαζόντουσαν παιδιά, όπως στη: «Μήδεια», τον «Οιδίποδα Τύραννο», τη «Γενοβέφα», τον «Αθανάσιο Διάκο», που τον έπαιζαν στην εθνική μας γιορτή, καθώς και σε πολλά άλλα. Ήταν δύσκολο να βρουν στήν επαρχία δυο παιδιά μαζί. Αν έπαιζα εγώ το ένα, ευκολώτερα έβρισκαν ακόμα ένα παιδάκι. Είχα όμως και παραξενιές, παρ' όλο που ήμουνα μικρή. Ενώ στον «Οιδίποδα», που τον έπαιζε ο γιος της ήμουνα πρόθυμη, μόλις μου έλεγαν να παίξω στη «Μήδεια», που την έπαιζε η μάνα μου, αντιδρούσα πεισματικά και τους έλεγα ξεκάθαρα: «Δε θέλω να παίξω, δε μ' αρέσει το έργο». Τι με παρακαλούσαν, τι μου έταζαν δώρα, αν παίξω, εγώ τίποτα. Ξεκάθαρα τους επαναλάμβανα: «Δεν θέλω». Μια μέρα, μ' έπιασε ο γιος της με το μαλακό, και μέσα σε όλα με ρώτησε: «Γιατί Ελενάκι μου, αφού παίζεις χωρίς αντιρρήσεις σε μένα, γιατί δεν παίζεις και με τη μάνα μας;» Χωρίς να το πολυσκεφτώ, του απάντησα αναιδέστατα: «Η μάνα μας δεν είναι καλή ηθοποιός και δεν μ' αρέσει». Γέλασε, μ' αγκάλιασε, με φίλησε και δεν μου είπε τίποτα. Έτσι, δεν έπαιξα ποτέ άλλοτε στη «Μήδεια» με τη μάνα μου. Με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα γιατί δεν ήθελα να παίζω στη «Μήδεια». Φαίνεται ότι υποσυνείδητα δεν μου άρεσε η «Μήδεια» (διασκευή Βερναρδάκη) γιατί ήταν στην καθαρεύουσα και η μάνα μου (παρ' όλο που τη λάτρευα) σαν ηθοποιός ήταν στομφώδης, κατώτερη απ' το γιο της, και μένα δεν μ' ενθουσίαζε. Ο γιος της πριν κάνει δικό του θίασο συνεργάστηκε ακόμη και με τον Αιμίλιο Βεάκη.

= Πριν τελειώσω το Δημοτικό σχολείο η μάνα μου αποφάσισε - αφού τα συμφώνησε και με το γιο της, να με φέρει ο ίδιος στην Αθήνα, και να με κλείσει στις καλόγριες. Στο θίασο Ζαφειρίου εκείνη την εποχή ήταν και οι γονείς της Νανάς Σκιαδά. Αποφάσισαν κι εκείνοι να στείλουν στις ίδιες καλόγριες τη μεγαλύτερη αδελφή τής Νανάς, την Δημαρέτη. Δε θυμάμαι με ποιο τρόπο την έστειλαν. Έμαθα μετά από χρόνια, ότι τέλειωσε τις καλόγριες, και βρίσκεται παντρεμένη στην Αμερική. Μ' έφερε λοιπόν στην Αθήνα ο Ζαφειρίου με την «προίκα» μου, όπως την έλεγαν οι καλόγριες. Σεντόνια, πάπλωμα, πετσέτες, αλλαξές. Ένα μικρό μπαουλάκι γεμάτο ρούχα. Στην Αθήνα, στην οδό Λένορμαν, κρατούσαν μόνιμα δυο δωμάτια στην αυλή που είχα πρωτογνωρίσει. Τη μια μέρα φτάσαμε και την άλλη θα με πήγαινε στις καλόγριες. Εκεί που μου εξηγούσε το καλό που θα μου κάνει, που δεν θα μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, λαβαίνει ένα τηλεγράφημα από τη μάνα του που του έλεγε: — Ανάβαλε είσοδο Ελενίτσας στο σχολείο, έρχομαι αμέσως. Ήρθε η μάνα του, και του εξήγησε ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να επιβλέπει από κοντά η ίδια την Ελενίτσα. Με τα απλά επιχειρήματά της, τον έπεισε, και την ίδια μέρα φύγαμε, η μάνα μου, ο γιος της, η προίκα μου κι εγώ για να συνεχίσουμε τα περιπετειώδη ταξίδια μας.

= Ίσως να μη γνώριζα ποτέ τους μεγάλους καλλιτέχνες αν η ή μάνα μου δεν είχε μέσα της εκτός από τα τρυφερά αισθήματα, και κριτήρια καλλιτεχνικά. Μια μέρα μού λέει «αύριο ή μεθαύριο να πάμε να δεις ένα έργο που το ξέρεις κι έχεις παίξει». Πάντα μου άρεσαν οι εκπλήξεις γι' αυτό δεν τη ρώτησα να μου πει καμιά λεπτομέρεια. Δεν άργησε όμως να έρθει η πολυπόθητη αυτή μέρα. Αφού ντυθήκαμε «ευπρεπώς» (έτσι το έλεγε η μάνα μου, της άρεσε η καθαρεύουσα) πήραμε την ανηφόρα της οδού Λένορμαν, φτάσαμε στο Μεταξουργείο, και από εκεί μπήκαμε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και σε λίγο φτάσαμε στο «Εθνικό Θέατρο». Στην πόρτα τής έφεραν λίγες δυσκολίες γιατί είχαν μόνο μία θέση, γι' αυτήν. Τους εξήγησε ότι θα καθήσει στην άκρη και 'γώ θ' ακουμπήσω στο χερούλι του καθίσματός της, χωρίς να ενοχλώ τους θεατές. Δεν επέμειναν περισσότερο, μπήκαμε στην πλατεία.

Θεέ μου, τι έκπληξη ήταν αυτή μόλις αντίκρισα το σκηνικό!!!

Η αυλαία ήταν ανοιχτή, δε χρειαζόταν ν' ανοίξει για ν' αρχίσει η παράσταση. Εγώ δε μπορούσα να φανταστώ το έργο που θα έβλεπα, γι' αυτό αγωνιούσα ν' αρχίσει. Επιτέλους άρχισαν και με τα πρώτα λόγια κατάλαβα ότι έπαιζαν τον «Οιδίποδα Τύραννο», έβλεπα τη μεγαλόπρεπη παράσταση του Φώτη Πολίτη χωρίς να ξέρω ότι Οιδίποδα έπαιζε ο Μεγάλος Βεάκης, Ιοκάστη η ανεπανάληπτη Παξινού, τους υπόλοιπους ρόλους ο Μινωτής, ο Ροζάν, ο Γιώργος Γληνός, ο Παρασκευάς, ο Κωτσόπουλος, κι όλη η καλλιτεχνική αφρόκρεμα εκείνης της εποχής. Παρακολουθώντας αυτή την παράσταση, νοερώς αποφάσισα να ακολουθήσω το επάγγελμα του ηθοποιού, αλλά σ' αυτό το χώρο.
Ελένη Ζαφειρίου (1916–2004)




* Τα κείμενα είναι αποσπάσματα από σελίδες αυτοβιογραφίας
της Ελένης Ζαφειρίου που δημοσιεύθηκαν, το 1991, σε 4
τεύχη (53, 54, 55 και 56) του περιοδικού Οδός Πανός
,
* όλες οι φωτογραφίες, εκτός της πέμπτης, είναι από
τα παραπάνω τεύχη της Οδού Πανός.
Η πέμπτη είναι από το news.pathfinder.gr


Ακόμα:
η Ελένη Ζαφειρίου
- στο CineHellas.com και
- στο anapolisi.blogspot.gr

Ετικέτες , ,

3 Φεβ 2011

109 ~ Πάτρικ Λη Φέρμορ: ανάμεσα στα δάση και τα νερά

Ο Αύγουστος προσέφερε πάμπολλες δικαιολογίες για πικνίκ. Κάναμε τσιμπούσια σε ερειπιώνες και λιβάδια, σε σπηλιές με σταλακτίτες στα βουνά του Μπανάτ και πλάι στα δάση που περιέβαλλαν τον Τσέρνα και τον παραπόταμό του, τον Μπέλα -το μαύρο και το λευκό ποτάμι-, και ένα απόγευμα πήγαμε με το αυτοκίνητο στα Λουτρά του Ηρακλή για ένα νυχτερινό γκαλά στο καζίνο.

Η μικρή πόλη τώρα έδειχνε εντελώς διαφορετική. Είχε την κωμική και σαγηνευτική χάρη μιας οπερέτας: χρώματα και ζωηράδα χαρακτήριζαν τους θαμώνες σε πολυπληθή τραπέζια, η χορευτική μπάντα και οι χορευτές γέμιζαν την τραπεζαρία του καζίνο όλο μπρίο και Schwung (κορδώματα). Με τη βοήθεια της δαμασκηνορακής και του κρασιού και του χορού, το απόγευμα χάθηκε μέσα στους χρυσαφένιους ατμούς της μέθης. Ένα μεγάλο τραπέζι δίπλα μας εξέπεμπε μια ελαφρώς θεατρική αύρα επιδεικτικότητας και σύντομα έγινε ξεκάθαρο το γιατί. Στη διάρκεια ενός διαλείμματος, οι Τσιγγάνοι είχαν αρχίσει να κινούνται από τραπέζι σε τραπέζι, και σταματούσαν στις προσηλωμένες παρέες για να παίξουν «στα αυτιά των δειπνούντων» όπως το λένε' το παίξιμο τους ήταν μάλλον διακριτικό και απαλό' όταν όμως έφτασαν στους γείτονές μας, υψώθηκε ένα προκλητικό κρεσέντο που έκανε τα κρύσταλλα του πολυέλαιου να κουδουνίζουν. Ένας ροδαλός και όμορφος άνδρας τριάντα περίπου ετών άφησε το μαχαιροπίρουνο και ξεδίπλωσε όλη του τη μαεστρία ως βαρύτονος' όλες οι συζητήσεις σταμάτησαν στη συνέχεια οι υπόλοιποι στο τραπέζι απαντούσαν την κατάλληλη στιγμή μέχρι που η αίθουσα αντηχούσε ολάκερη. Ο Χάινς είπε ότι ήταν ο θίασος της Όπερας του Βουκουρεστίου που έκανε καλοκαιρινή περιοδεία, αλλά το ξέσπασμα ήταν αυθόρμητο' είχαν αρχίσει να τραγουδούν τις άριες και τα χορικά του Κουρέα της Σεβίλλης επειδή απλά είχαν καλή διάθεση, και το τελικό τους tutti έγινε αποδεκτό με χειροκροτήματα και κραυγές «Μπράβο!» και «Ανκόρ!». Όταν πλέον ικανοποιήθηκαν όλα τα αιτήματα για συγκεκριμένα κομμάτια, άρχισε πάλι ο χορός, και σύντομα όλα τα τραπέζια έγιναν μια μεγάλη παρέα.

Βρέθηκα να χορεύω -υπό τους ρυθμούς του Couchés dans le foin, μετά το Vous qui passez sans me voir - μ' ένα κορίτσι που σπούδαζε αγγλική φιλολογία στο Βουκουρέστι' όχι πως μπορούσαμε να ακούσουμε λέξη μέσα στο ποδοβολητό του χορού. Όταν ξανακαθίσαμε, εκείνη μου είπε: «Λατρεύω τα αγγλικά βιβλία. Γουέλς, Γκάλσγουορθι, Μόργκαν, Γουόρικ Ντίπινγκ, Ντίκενς. Και την ποίηση του Μπάιρον, εάν...». Σταμάτησε, χαμογελώντας σκεφτική. Εγώ περίμενα, αναρωτώμενος ποιες ήταν οι επερχόμενες επιφυλάξεις, και ύστερα από σιωπή μερικών δευτερολέπτων, αποτόλμησα να πω: «Εάν τι;». «Εάν» είπε εκείνη «να κρατάς μπορείς το λογικό σου όταν γύρω σου όλοι το 'χουνε χαμένο και ρίχνουνε γι' αυτό το φταίξιμο σε σένα»

Την επόμενη ημέρα ενώ τριγύριζα με τα παπούτσια της γυμναστικής, το πόδι μου προσγειώθηκε σ' ένα καρφί δυόμισι εκατοστών που εξείχε σε μια σανίδα μέσα σε μια διαλυμένη ξυλαποθήκη και τρυπήθηκα πέρα για πέρα. Πονούσε λίγο και δεν έτρεξε πολύ αίμα, αλλά ένιωθα σουβλιές όταν το πατούσα, έτσι πέρασα λίγο καιρό ξαπλωμένος σε μια σεζλόγκ κάτω από ένα δέντρο, μετά βάδιζα με μπαστούνι κουτσαίνοντας. Σε τρεις ημέρες επουλώθηκε και την τέταρτη ξεκίνησα.

Ο Μάρος κυριαρχούσε τους τελευταίους τρεις μήνες. Τώρα τη θέση του είχε πάρει ο Τσέρνα και μερικές ημέρες νωρίτερα, λίγο πριν από την αυγή, είχα πάει με το άλογο προς τα ανάντη για να ρίξω μια τελευταία ματιά. Η μηλωτή από φύλλα εκτοξευόταν προς την κορυφογραμμή' από κάτω, η κοιλάδα απλωνόταν μελαγχολική και γαλήνια μέσα στο μισόφωτο' ήταν ένας αγριότοπος από πράσινα βρύα και γκρίζα αναρριχητικά φυτά, με νερόμυλους πνιγμένους στους κισσούς που σάπιζαν πλάι στις όχθες και ρυάκια που κατρακυλούσαν μέσα από τις σκιές' μετά, μέσα από τους κορμούς, αχτίδες φωτός στο χρώμα του λεμονιού έφταναν χαμηλά μέχρι τους υδρατμούς που στροβιλίζονταν κατά μήκος της κοίτης και τρύπωναν στα κλαδιά. Ήταν σαν να περπατούσα μέσα σ' έναν κόσμο που ξεπρόβαλλε από το αρχέγονο χάος.

Σήμερα όμως ακολουθούσα μια πιο πεδινή διαδρομή. Ο ποταμός, αφήνοντας το βάραθρο του και κατευθυνόμενος προς τα νότια, έμπαινε σε μια πλατιά γούβα η οποία ανηφόριζε προς τα βόρεια ανάμεσα από δύο πελώριους ορεινούς όγκους που στένευαν σταθερά μέχρι που ο δρόμος έφτασε στο πέρασμα' μετά, πολλά χιλιόμετρα μακριά στην άλλη πλευρά, κατέβαινε στην κοιλάδα του Τίμις και ακόμα πιο μακριά κατά μήκος του βρισκόταν το σημείο από το οποίο πριν από δύο εβδομάδες είχα εξαπολύσει την ατομική μου επίθεση εναντίον των Καρπαθίων. Στρεφόμενος νότια, ακολούθησα έναν κατσικόδρομο στη σκιά των δέντρων, και αναρωτήθηκα πόσο να έχει αλλάξει η κοιλάδα από την εποχή των Ρωμαίων' κοιτώντας ψηλά τους αετούς και τα μετέωρα ρουμάνια μανία, σκέφτηκα: σχεδόν καθόλου.

[....] Κατηφορίζοντας προς τον ποταμό, το μονοπάτι τον διέσχιζε ξανά και ξανά περνώντας πάνω από ξύλινες γέφυρες. Ο ήλιος θρυμματιζόταν καθώς περνούσε μέσα από το σουρωτήρι των φυλλωμάτων, και κάθε τόσο τα νερά στροβιλίζονταν ορμητικά μέσα από τα κόκκινα και πράσινα βράχια, ενώ υδρόβια φυτά λικνίζονταν σαν γοργόνες από το ρεύμα. (Χωρίς να το συνειδητοποιώ, θα πρέπει να είχα αποθηκεύσει μια σχεδόν φωτογραφική ανάμνηση αυτή της όμορφης κοιλάδας, γιατί, όταν είκοσι χρόνια μετά την ταξίδευα, αυτή τη φορά με το μικρό τρένο, ξεχασμένα ορόσημα επανεμφανίζονταν συνεχώς μέχρι που άρχισα να θυμάμαι: μια έκταση με άγριες ίριδες, ένα νησάκι με μια συστάδα από ιτιές, ένα δασύλλιο, μια βελανιδιά που είχε χτυπηθεί από κεραυνό ή ένα μοναχικό ξωκλήσι, και ύστερα από λίγα λεπτά αυτά εμφανίζονταν μπροστά μου' ξάφνου, μετά μια χαρακτηριστική θηλιά του ποταμού, ήταν όλα εκεί, πνιγμένα σε βάθος είκοσι χρόνων αλλά αναδύονταν στην επιφάνεια ένα ένα, μια αλυσίδα από σωσμένες εικόνες, σαν κάτι χαμένο για καιρό που σ' το επιστρέφουν.)

Ένας ηλικιωμένος κάτω από μια μουριά με ρώτησε πού πήγαινα. Όταν του είπα «Constantinopol», έκανε ένα αμυδρό νεύμα και δεν με ρώτησε τίποτα άλλο, λες και είχα αναφέρει το διπλανό χωριό. Ένα εντυπωσιακό πουλί που δεν είχα ξαναδεί, περίπου στο μέγεθος κόρακα και με λαμπερό γαλάζιο χρώμα όταν βρισκόταν στον αέρα, πέταξε σ' ένα κοντινό κλαδί. «Dumbrăveancă» το αποκάλεσε ο γέρος: «αυτό που αγαπά τα δάση με βελανιδιές». (Ήταν μια χαλκοκουρούνα.) Ελπίζοντας να ξαναδώ τα υπέροχα χρώματα του, χτύπησα τα χέρια μου και εκείνο πέταξε στον ουρανό από τη νέα του κούρνια σαν πλάσμα του Μέτερλινκ.

Ο γέρος σήκωσε ένα πεσμένο μούρο από το χορτάρι, και, δίνοντας μια βουβή επίδειξη, καμπύλωσε το δείκτη του σαν να πέρναγε ένα αγκίστρι και μετά έκανε πως πετά πετονιά στο ποτάμι. Εννοούσε πως χρησιμοποιούσαν μούρα για δόλωμα; Σίγουρα όχι για τις πέστροφες; «Όχι, όχι». Κούνησε το κεφάλι του και είπε ένα άλλο όνομα. Η χειρονομία του παρέπεμπε σε ένα πολύ μεγαλύτερο ψάρι μέχρι που τα χέρια του άνοιξαν εντελώς όπως ενός παίκτη κονσερτίνας. Ένα στουριόνι από τον Δούναβη, ίσως. Δεν ήταν μακριά.

Ήταν πολύ κοντύτερα απ' ό,τι νόμιζα, γιατί εντελώς ξαφνικά οι πλευρές της πεδιάδας βυθίστηκαν και αποκάλυψαν τους πύργους και τα δέντρα της Όρσοβα, μετά τα ταραγμένα κίτρινα και γκριζογάλαζα νερά του Δούναβη και τον πασσαλοφράχτη των σερβικών βουνών πέρα. Το θέαμα ήταν δραματικό και αιφνίδιο. Η φαρδιά καμπύλη του ποταμού ήρθε στο προσκήνιο, περνώντας μέσα από μια απόκρημνη περιοχή στα δυτικά' μετά, αφού χωρίστηκε με αναφτέριασμα γύρω από το φουντωτό νησάκι και κατόπιν ενώθηκε πάλι, συνέχισε προς τα κατάντη για να κάνει μια σχεδόν εξίσου εντυπωσιακή έξοδο.

Μπήκα βιαστικός στην πόλη κι έτρεξα να μαζέψω μερικά γράμματα από το ποστ-ρεστάντ - μόλις που πρόλαβα. Κάθισα με αυτά στο τραπέζι ενός καφενείου στην προβλήτα. Ένα από τα γράμματα, γεμάτο γεωλογικές συμβουλές, ήταν από τον πατέρα μου, ταχυδρομημένο πριν από δύο μήνες από τη Σίμλα: «Οι πάντες έχουν μετακομίσει εδώ για να αποφύγουν τον καύσωνα» μου έγραφε. «Από το παράθυρο μου βλέπω το δυτικό τμήμα της κεντρικής οροσειράς των Ιμαλαΐων, και πολλές από τις χιονισμένες κορυφές του Θιβέτ. Είναι μια υπέροχη αλλαγή από την Καλκούτα...».

Η επιστολή της μητέρας μου ερχόταν σε απάντηση ενός γράμματος που περιείχε μια διασκεδαστική -ήλπιζα- περιγραφή του παρασιτικού καλοκαιριού μου' της έστελνα αναφορές προόδου μου κάθε εβδομάδα περίπου, εν μέρει για να την ψυχαγωγήσω και εν μέρει για να συμπληρώσω το ημερολόγιο μου αργότερα. «...Βλέπω τι εννοείς για το Mr. Sponge's Sporting Tour» μου έγραφε. «Θα ακολουθήσεις τον Δούναβη; Θα φτάσεις σ' ένα μέρος που λέγεται Ρουστσούκ - μόλις το κοίταξα στον άτλαντα» συνέχιζε. «Μάντεψε ποιος γεννήθηκε εκεί!». Ήταν ο Μάικλ Άρλεν. (Όπως -αν και τότε δεν είχα ακόμη ακούσει για αυτόν- και ο Ελίας Κανέτι.) Η μητέρα μού έδινε πολλές τέτοιες πληροφορίες, συχνά όχι ακριβείς αλλά πάντα ενδιαφέρουσες. Της άρεσε πάρα πολύ να κόβει άρθρα από εφημερίδες και ύστερα από λίγο μια μάζα από αποκόμματα, γεμάτα με ιστορίες του Λονδίνου, κάλυπτε το τραπέζι.

Υπήρχαν πολλά άλλα γράμματα και ένας κανναβένιος φάκελος διαγραμμισμένος με μπλε κιμωλία περιείχε τα χαρτονομίσματα των τεσσάρων λιρών για τον τελευταίο μήνα' πάνω στην ώρα, για άλλη μια φορά! Αλλά το γράμμα που άνοιξα πρώτο και με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό ήταν γραμμένο στα γαλλικά με τον άγριο γραφικό χαρακτήρα της Αγκέλα και είχε ταχυδρομηθεί το επόμενο πρωινό της άφιξής της στη Βουδαπέστη. Όλα μας τα σχέδια και τα τεχνάσματα είχαν στεφθεί με επιτυχία! Ο τόνος του κειμένου, γραμμένου σε χοντρές κόλλες, ήταν στοργικός και αστείος και διαποτισμένος από τις χαρές της τριπλής φούγκας μας. Έκανα στην άκρη τα γράμματα, τα αποκόμματα και τα βιβλία και της έγραψα μια απάντηση αμέσως' μετά, ένα γράμμα για το Λονδίνο και ένα για τη Σμίλα, και μέχρι να τελειώσω ο ήλιος είχε δύσει αφήνοντας στο ποτάμι μια ανοιχτή τσίγκινη απόχρωση. Η νέα σελήνη εμφανίστηκε πελιδνή για μία ώρα και μετά βούτηξε πίσω από τους αντικρινούς λόφους.

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το γράμμα της Αγκέλα. Τα αισθήματα μας -τα δικά μου, τουλάχιστον- ήταν πιο έντονα απ' ό,τι είχαμε παραδεχτεί, και το δέσιμο μας, για όσο διήρκεσε, ήταν ολοκληρωτικό: η τρυφερότητα και ο ενθουσιασμός έρρεαν αφειδώς' δεν είναι να απορεί κανείς που πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας: η καλή διάθεση και το αίσθημα της περιπέτειας είχαν χαρίσει μια εύθυμη νότα στα πάντα και ένιωθα σίγουρος ότι, για να αποφύγουμε τις στεναχώριες αργότερα, η Αγκέλα είχε επιδέξια κρατήσει τα πράγματα σε αυτό το επίπεδο. Το σύντομο διάστημά μας μαζί ήταν γεμάτο ανέφελη αγαλλίαση - ο χωρισμός δεν ήταν φταίξιμο κανενός μας και δεν υπήρχαν λόγοι για οτιδήποτε άλλο παρά ευγνωμοσύνη και ίσως να είχαμε σταθεί πιο τυχεροί απ' όσο γνωρίζαμε.
Patrick Leigh Fermor (1915)
[update: (1915-2011)]



* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
του Πάτρικ Λη Φέρμορ Ανάμεσα στα δάση και τα νερά
Μετάφραση:
Νίκος Κούτρας
εκδ. Μεταίχμιο, 2004
*
φωτογραφίες: welt.de, feldgrau.net,
admiralcod.blogspot.com, animale-salbatice.ro,
ccbmc.com, patrickleighfermor.wordpress.com


Περισσότερα:
ο Πάτρικ Λη Φέρμορ
- στο - ταξιδεύοντας, και
- στο - γράμμα σε χαρτί

Ενημέρωση 10 Ιουνίου 2011
Τα Νέα: Έφυγε ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ένας μεγάλος φίλος της Ελλάδας

Ετικέτες , ,