18 Οκτ 2010

103 ~ Φρανσουά Τρυφφώ: Ευτυχισμένη εποχή, ευτυχισμένη ζωή, καθώς... ...

Κάποια μέρα του 1942, εξαιρετικά ανυπόμονος να δω την ταινία του Μαρσέλ Καρνέ "Οι επισκέπτες του απογεύματος" που παιζόταν επί τέλους στη γειτονιά μου, στον κινηματογράφο "Πιγκάλ", αποφάσισα να μην πάω σχολείο. Η ταινία μού άρεσε πολύ και, το ίδιο βράδυ, η θεία μου που σπούδαζε βιολί στο Κονσερβατουάρ πέρασε απ' το σπίτι για να με πάει κινηματογράφο' είχε κάνει την εκλογή της: "Οι επισκέπτες του απογεύματος", κι όπως σε καμιά περίπτωση δεν θα ομολογούσα πως την είχα δει, έπρεπε να την ξαναδώ,προσποιούμενος μάλιστα πως την βλέπω για πρώτη φορά' αυτή ακριβώς τη μέρα κατάλαβα πόσο μαγικό είναι να εισχωρεί κανείς όλο και βαθύτερα σ' ένα έργο πραγματικά θαυμαστό σε σημείο μάλιστα να του δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως ξαναζεί τη δημιουργία του.

Ένα χρόνο αργότερα παίχτηκε "Το Κοράκι" του Κλουζώ που μου δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερο θαυμασμό' πρέπει να το είδα πέντε ή έξι φορές ανάμεσα στην ημερομηνία που πρωτοπαίχτηκε (Μάιος 1943) και την Απελευθέρωση που το απαγόρευσε' αργότερα, όταν το επέτρεψαν και πάλι, το ξανάβλεπα πολλές φορές κάθε χρόνο σε σημείο που έμαθα το διάλογό του απ' έξω, έναν διάλογο πολύ ώριμο σε σχέση με κείνους άλλων ταινιών που διέθετε μια εκατοντάδα σκληρών λέξεων. Λέξεις που ανακάλυπτα προοδευτικά το νόημά τους...

[....] Τις πρώτες μου διακόσιες ταινίες τις είδα λαθραία, είτε σκάζοντάς το από το σχολείο και μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα χωρίς να πληρώσω - απ' την έξοδο κινδύνου ή απ' τα παράθυρα της τουαλέτας - είτε επωφελούμενος το βράδυ απ' την απουσία των γονιών μου αναγκασμένος να ξαναβρεθώ στο κρεβάτι, κάνοντας πως κοιμάμαι, τη στιγμή που θα γύριζαν. Πλήρωνα λοιπόν τη μεγάλη αυτή ευχαρίστηση με δυνατούς πόνους στην κοιλιά, μ' ένα στομάχι σφιγμένο κι ένα κεφάλι να καίει και πλημμυρισμένος από ένα αίσθημα ενοχής που δεν μπορούσε παρά να μεγαλώνει τις συγκινήσεις που μου πρόσφερε το θέαμα.

Ένοιωθα μεγάλη ανάγκη να μπω μέσα στις ταινίες και κατόρθωνα φτάνοντας όσο γίνεται πιο κοντά στην οθόνη να χάνω την αίσθηση της αίθουσας' απόρριπτα τις ταινίες εποχής, όπως επίσης τις πολεμικές και τα γουέστερν, γιατί δυσκολευόμουν να ταυτιστώ μαζί τους' έτσι δεν μου έμεναν παρά οι αστυνομικές και οι ερωτικές ταινίες' αντίθετα απ' ό,τι γινόταν με τους θεατές της ηλικίας μου, ταυτιζόμουν όχι με τους ηρωικούς χαρακτήρες αλλά με τα πρόσωπα που βρίσκονταν σε μειονεκτική κατάσταση και πιο συστηματικά μ' όλους εκείνους που είχαν αμαρτήσει.

[....] Με ρωτούν συχνά σε ποια στιγμή της κινηματογραφοφιλίας μου είχα την επιθυμία να γίνω σκηνοθέτης ή κριτικός και πραγματικά δεν έχω να δώσω καμιάν απάντηση' το μόνο που ξέρω είναι πως ήθελα να έρθω όσο γίνεται πιο κοντά στον κινηματογράφο. Ένα πρώτο στάδιο ήταν να βλέπω πολλές ταινίες, ένα δεύτερο να σημειώνω βγαίνοντας απ' την αίθουσα τ' όνομα του σκηνοθέτη, ένα τρίτο να ξαναβλέπω συχνά τις ίδιες ταινίες και να ξεκαθαρίζω τις προτιμήσεις μου σε σχέση με τους σκηνοθέτες. Αλλά σε κείνη την περίοδο της ζωής μου, ο κινηματογράφος είχε για μένα τη μορφή ενός ναρκωτικού, σε σημείο μάλιστα που, όταν στα 1947 δημιούργησα μια Κινηματογραφική Λέσχη, της έδωσα το φιλόδοξο και αποκαλυπτικό όνομα "Κινηματογραφομανής Κύκλος". Είχε συμβεί μάλιστα να δω την ίδια ταινία πέντε ή έξι φορές μέσα στον ίδιο μήνα, χωρίς όμως να μπορώ να διηγηθώ με ακρίβεια το σενάριό της, γιατί τη μια φορά κάποια μουσική όπως ακουγόταν, την άλλη μια καταδίωξη μέσα στη νύχτα, την τρίτη τα δάκρυα της ηθοποιού με μεθούσαν, μ' έκαναν ν' απογειωθώ και με πήγαιναν πολύ πιο μακριά απ' ό,τι η ίδια η ταινία.

Τον Αύγουστο του 1951, άρρωστος και φυλακισμένος στο Τμήμα Κρατουμένων ενός στρατιωτικού νοσοκομείου - μας περνούσαν χειροπέδες ακόμη κι όταν πηγαίναμε για ντους ή απλά για την ανάγκη μας - λυσσούσα στο κρεβάτι μου διαβάζοντας σε μιαν εφημερίδα πως ο Όρσον Ουέλλες ήταν αναγκασμένος να αποσύρει τον "Οθέλλο" του απ' τον συναγωνισμό της Βενετίας, γιατί δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του την αποτυχία, που ήταν μοιραία, καθώς θ' αναμετριόταν με τον "Άμλετ" του Λώρενς Ολίβιε, μια βρετανική υπερπαραγωγή. Ευτυχισμένη εποχή, ευτυχισμένη ζωή, καθώς μας βρίσκουν πιο ανήσυχους για την τύχη των ανθρώπων που θαυμάζουμε απ' ό,τι για την δική μας!
François Roland Truffaut (1932–1984)



* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το περιοδικό
η λέξη, τ.41/Ιανουάριος 1985 -
μετάφραση: Θανάσης Νιάρχος
* φωτογραφίες: rejected treatment, Η λέξη-τ.41,
independent.co.uk, france.magazine.org

Ετικέτες , ,

6 Οκτ 2010

102 ~ Σαλβαντόρ Νταλί: μικρό, μεγάλο, κι ακόμα πιο μικρό απ' το μικρό...

Έφυγα για τη Μαδρίτη με τον πατέρα, μου και την αδερφή μου. Για να σε δεχτούνε στη Σχολή Καλών Τεχνών έπρεπε να κάνεις ένα κλασικό σχέδιο. Το μοντέλο μου ήταν ένα ανάγλυφο του Βάκχου, έργο του Jacopo Sansovino. Είχαμε έξι μέρες καιρό για να το σχεδιάσουμε. H δουλειά μου κυλούσε ομαλά, όταν την τρίτη μέρα, ο θυρωρός που φλυαρούσε με τον πατέρα μου στην αυλή περιμένοντας να βγούμε, είπε ότι φοβόταν μήπως απορριφθώ.
— Δεν αμφισβητώ, έλεγε, την καλλιτεχνική αξία του σχεδίου του γιου σας, αλλά δεν τήρησε τους κανόνες της εξέτασης και είναι απαράβατος όρος το σχέδιο να έχει τις διαστάσεις του χαρτιού Ingres. O γιος σας το έκανε τόσο μικρό ώστε, πραγματικά, σε καμμία περίπτωση δε μπορεί κανείς να θεωρήσει τα κενά σαν περιθώρια.

Από τη στιγμή εκείνη, ο πατέρας μου έπαψε να ζει. Δεν ήξερε τι να συμβουλέψει: να ξαναρχίσω ή, παρ' όλ' αυτά, να συνεχίσω. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της βόλτας και το βράδυ στον κινηματογράφο, ο πατέρας, μου επαναλάμβανε διαρκώς: «Έχεις το κουράγιο να ξαναρχίσεις;». Και ύστερα από μια μεγάλη σιωπή: «Σου μένουν τρεις μέρες!». Ένοιωθα κάποια ευχαρίστηση να τον αναστατώνω, όμως σιγά-σιγά μού μεταδόθηκε το άγxος του. Πριν ξαπλώσουμε μου είπε: «Κοιμήσου και μην το σκέφτεσαι. Αύριο πρέπει να νοιώθεις πολύ καλά για να πάρεις την απόφασή σου».

Την επομένη, με πολύ κουράγιο, τα έσβησα όλα. Το φύλλο του χαρτιού που ξανάγινε άσπρο με παρέλυσε. Γύρω μου, οι υπόλοιποι ανταγωνιστές βρίσκονταν στην τέταρτη μέρα της δουλειάς τους και άρχισαν να βάζουν τις σκιές. Άλλη μια φορά και θα τελείωναν, μη έχοντας παρά να προσέξουν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Μου είχε ήδη χρειαστεί περισσότερο από μισή ώρα για να σβήσω το σχέδιο μου. Ξανάρχισα τη δουλειά. Μου πήρε πάνω από μια ώρα για να κάνω τα προκαταρκτικά ενός νέου σxεδίου, αλλά και αυτά τα έκανα τόσο άσχημα, ώστε τα έσβησα όλα και πάλι. Ο πατέρας μου περίμενε στην έξοδο.
— Λοιπόν, τι έκανες;
— Τα έσβησα όλα.
— Και πώς πάει το καινούργιο;
- Δεν το άρχισα ακόμα. Σήμερα έσβησα μόνο και πήρα τα μέτρα. Θέλω να 'μαι σίγουρος γι αυτό που θα ζωγραφίσω αυτή τη φορά.
— Έχεις δίκιο, μου είπε, αλλά δύο ώρες για να πάρεις τα μέτρα είναι πολύ! Δε σου μένουν παρά μόνο δυο μέρες. Δεν έπρεπε να το σβήσεις.

Ούτε εγώ ούτε εκείνος μπορέσαμε να φάμε εκείνη τη μέρα! Σε κάθε γεύμα επέμενε:
— Φάε, φάε! Πρέπει να φας, αν θέλεις να είσαι καλά αύριο.

Ήμασταν χάλια. Ο πατέρας μου δεν έκλεισε μάτι ούτε δευτερόλεπτο, βασανισμένος από την ιδέα ότι δεν έπρεπε να σβήσω το σxέδιο. Την επομένη άρχισα τη δουλειά, χωρίς καν να κοιτάζω το μοντέλο, που το ήξερα απ' έξω. Στο τέλος μόνο της μέρας αντιλήφθηκα ότι είχα κάνει το σχέδιο πολύ μεγάλο. Τα πόδια δεν χωρούσαν στο χαρτί μου. Αυτό ήταν ακόμα χειρότερο από το να αφήσω υπερβολικά μεγάλα περιθώρια. Τα έσβησα όλα από την αρχή. Στην έξοδο βρήκα τον πατέρα μου πελιδνό από ανυπομονησία.
— Λοιπόν;
— Πολύ μεγάλο, του απάντησα.
— Και τι θα κάνεις;
— Το έσβησα ήδη.

Στα γκριζογάλανα μάτια του φάνηκαν δυο δάκρυα.
- Έλα, είπε σαν για να παρηγορήσει τον εαυτό του, έχεις ακόμα όλη την αυριανή μέρα. Πόσες φορές δεν έκανες σxέδια σε λιγότερο από δυο ώρες!

Ήξερα ότι αυτό ήταν ανθρωπίνως αδύνατο, διότι χρειαζόταν τουλάχιστον μια μέρα για το σκίτσο και άλλη μια για τις φωτοσκιάσεις. Ο πατέρας μου το ήξερε επίσης. Όλα είχανε χαθεί. Θα έπρεπε να γυρίσουμε στη Figueras, πνιγμένοι στη ντροπή, εγώ, που ήμουν ο καλύτερος εκεί πέρα. Ο κύριος Nyñes ήταν σίγουρος ότι θα πετύχαινα αμέσως, ακόμα και αν το σχέδιό μου ήταν ένα από τα μετριότερα έργα μου.

- Αν αποτύχεις, είπε ο πατέρας μου, θα είναι από λάθος μου και από λάθος του ηλίθιου του θυρωρού. Τι ανακατεύτηκε; Αν το σχέδιό σου ήταν καλό, είχε σημασία το μέγεθος;
- Και εγώ αυτό σού έλεγα, του απάντησα με κακία. Αν είναι κάτι καλά ζωγραφισμένο, δεν υπάρχει πρόβλημα!
- Μα μου είxες πει, εσύ ο ίδιος, ότι ήταν πολύ-πολύ μικρό, δικαιολογήθηκε γεμάτος τύψεις, βασανίζοντας με τα δάχτυλά του μια τούφα από τα μαλλιά του.
— Ποτέ δεν είπα ότι ήταν πολύ-πολύ μικρό. Είπα «μικρό».
- Εγώ, επανέλαβε, νόμιζα ότι μου είχες πει ότι ήταν πολύ-πολύ μικρό. Λοιπόν, πιθανόν να ήταν εντάξει; Πες μου ακριβώς τις διαστάσεις του, για να μπορέσω να καταλάβω.

Τον βασάνιζα όσο περισσότερο μπορούσα.
— Μιλήσαμε τόσο πολύ γι' αυτό που δε μπορώ να το θυμηθώ ακριβώς. Νομίζω ότι το σχέδιό μου ήταν κανονικό, μάλλον μικρό, αλλά όχι υπερβολικά!
— Προσπάθησε λοιπόν να θυμηθείς! Είχε αυτό το μέγεθος; Μου έδειχνε ένα πηρούνι.
— Πώς θα μπορούσα να μετρήσω το μέγεθος του σχεδίου μου μ' ένα κυρτό πηρούνι;
- Φαντάσου, ξανάρxισε πάλι υπομονετικά, ότι πρόκειται γι' αυτό το μαxαίρι. Είχε αυτό το μέγεθος;
- Νομίζω πως ναι, αλλά ίσως και όχι!
- Είναι ναι ή όχι; ρώτησε με λύσσα.
- Ίσως ναι, ίσως όχι.

Ο πατέρας μου βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο, πνιγμένος από το άγχος και την οργή. Πήρε ένα ψίχουλο ψωμιού, το πέταζε κάτω και πέφτοντας στα γόνατα με ρώτησε ικετευτικά:
- Ήταν μικρό σαν αυτό το ψίχουλο ή μεγάλο σαν αυτή τη ντουλάπα με τον καθρέφτη;

Η αδερφή μου άρχισε τα κλάματα και πήγαμε σ' ένα λαϊκό κινηματογράφο. Στο διάλειμμα όλος ο κόσμος γύρισε για να μ' εξετάσει σαν φαινόμενο. Ήμουν σα μασκαρεμένος ηθοποιός, με το μπαστούνι μου με τη χρυσή λαβή, το βελούδινο σακάκι μου, τα γυναικεία μου μαλλιά και τις φαβορίτες που σκέπαζαν τα μισά μου μάγουλα. Δυο κοριτσάκια, ιδίως, με κοίταζαν εκστασιασμένα, με ανοιχτό το στόμα. Ο πατέρας μου εκνευρίστηκε.
- Σε λίγο δεν θα μπορούμε πια ούτε να βγαίνουμε μαζί σου. Δεν αξίζει τον κόπο ν' αφήσεις μακριά μαλλιά και φαβορίτες για να γυρίσουμε στη Figueras με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια!

Εδώ και δυο μέρες το γαλαζωπό βλέμμα του είχε γίνει πικρό και κουρασμένο. Δεν έστριβε πια ούτε την άσπρη τούφα των μαλλιών του που, τώρα, ανασηκωμένη σαν κέρατο, φανέρωνε όλη του την αναστάτωση.

Ξημέρωσε μια σκυθρωπή μέρα. Ήμουν έτοιμος για όλα... Η καταστροφή δε μπορούσε να είναι χειρότερη από τις στιγμές που ζήσαμε την προηγούμενη μέρα. Άρχισα τη δουλειά από την αρχή της ημέρας. Σε μια ώρα τα είχα τελειώσει όλα, ακόμα και τις πιο λεπτεπίλεπτες φωτοσκιάσεις.

Περνούσα την τελευταία ώρα θαυμάζοντας την τελειότητα και την επιτυχία του έργου μου, όταν ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι, αυτή τη φορά, αυτό που είχα κάνει ήταν πολύ μικρό, μικρότερο και από το πρώτο μου σχέδιο!

Στη έξοδο βρήκα τον πατέρα μου να διαβάζει εφημερίδα. Μη τολμώντας να με ρωτήσει, περίμενε τις πρώτες μου κουβέντες.
- Έκανα ένα καταπληκτικό σχέδιο. Και αμέσως συμπλήρωσα:
- Δυστυχώς είναι ακόμα πιο μικρό από το πρώτο!

Οι τελευταίες λέξεις είχαν το αποτέλεσμα μιας βόμβας, τα αποτελέσματα των εξετάσεων, όμως, δεν ήταν λιγότερο εκρηκτικά. Με δέχτηκαν στη Σχολή Καλών Τεχνών με αυτό το αιτιολογικό: «Αν και το σχέδιο δεν εκτελέστηκε στις καθορισμένες διαστάσεις, είναι τόσο τέλειο, ώστε η εξεταστική επιτροπή το αποδέχτηκε».
Salvador Dalí (1904-1989)
(Salvador Felip Jacint Dalí Domènech)





* Το κείμενο είναι από το περιοδικό η λέξη - τ.24, Μάιος '83.
* φωτογραφίες: tate.org.uk, whatsontv.co.uk,
robsessedpattinson.com, dali.parkwestgallery.com,
guardian.co.uk
* πίνακες: tate.org.uk., reactorleak.com,
musee-virtuel.com, artistexplorer.com



Ετικέτες , ,