25 Αυγ 2010

100 ~ Άννα Σικελιανού: ο Έρωτας κι ο Πόνος μπλέχτηκαν σε μια ρίζα αξεχώριστη

* Από το παράθυρο της καλής μας τραπεζαρίας, της καλοκαιρινής εννοώ, η αδελφή μου, η Μαρία μας, κάποια μέρα έκανε νόημα σ' ένα φίλο μας στο αντικρινό σπίτι, γιατί τον αγαπούσε όσο και όπως αγαπούνε τα κορίτσια των δεκατεσσάρων χρονώ, και η μαμά που την είδε αγανάκτησε με την ντροπή που μας έγινε μέρα μεσημέρι, ακούς εκεί! Είπε πως θα 'χτιζε το παράθυρο ή θ' αλλάζαμε σπίτι, μια και δεν ήτανε δικό μας, όμως στο τέλος, για ευκολία ίσως και για να μην ξεσπιτωθούμε, αποφάσισε να μας στείλει στο μοναστήρι και τις τρεις μας, δηλαδή κι εμένα που ήμουνα δωδεκάμισι χρονώ και τη μικρή μας που ήτανε οχτώμισι, για να μην πάρομε κι εμείς τον κακό δρόμο!

Ο πατέρας μας, δεν θυμάμαι να' φερε καμιάν αντίρρηση σ' αυτό το σχέδιο, όπως και σ' όλα τ' άλλα που οργάνωνε η μαμά, γιατί, μεταξύ μας τώρα, οι γυναίκες κάνανε πάντα το δικό τους! Έτσι η μαμά είχε το κουμάντο και τις έγνοιες όλου του σπιτιού, κι ο μπαμπάς είχε αναλάβει τις φωνές, θαρρώ πάντα υπήρχε ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στα δυο νησιά τους, την Κρήτη και τη Σύρα, και μια διαφορά στους τρόπους και στη συμπεριφορά. Σήμερα υποψιάζομαι πως η μαμά από καιρό θα είχε τ' όνειρο να μας στείλει σ' ένα γαλλικό σχολειό, όπως την είχε στείλει κι εκείνην ο παππούς για καλούς τρόπους, για τα γαλλικά της και το πιάνο της, και βρήκε αφορμή την ντροπή που μας έγινε και το ξεστόμισε. Εγώ μια φορά ευλογώ αυτό το όνειρο ή την ντροπή, που ήταν η αιτία να ζήσω λίγα χρόνια μ' αυτές τις γυναίκες του μοναστηριού, τις αγνές και παθιάρες, τρυφερές κι ασκητικές, σιωπηλές και αγράμματες, που με σφραγίσανε ωστόσο με το ύφος τους και την αγάπη τους για μιαν αλλιώτικη ζωή, δύσκολη βέβαια, όμως όλο έξαρση!

Άρχισαν κιόλας οι ετοιμασίες κατά τον κανονισμό του μοναστηριού, που απαιτούσε όλες οι αλλαξιές να είναι από έξι, μα οι ετοιμασίες αυτές δεν με αφορούσαν, αφού εγώ θα 'παιρνα από την αδελφή μου τη μεγάλη τις ποδιές της, τα φουστάνια της, τις πουκαμίσες της και τα παρακάτω. Έτσι η αδελφή μου θα τα είχε όλα κατακαίνουργα, καθώς και η μικρή, μια και τα δικά μου δεν θα άντεχαν να φτάσουν ως εκείνη.

Αργότερα άκουσα πολλά, κι έκλαψα μάλιστα από αγαλλίαση για τους θησαυρούς της ταπεινοφροσύνης και της φτώχειας που συνορεύουν με την αγνότητα και την υπακοή, μα ποτέ, ποτές μου δεν παρηγορήθηκα γι' αυτά τα αποφόρια, που ήτανε μια παλιά πληγή, από μια ποδιά της Μαρίας μας που την αναγνωρίσανε οι συμμαθήτριες μου κι εγώ καταντροπιάστηκα.

Πέρασε ο Σεπτέμβριος με τον πυρετό και την προσμονή ενός ταξιδιού που δεν έμοιαζε με τ' άλλα, όταν πηγαίναμε στη Σύρα τα καλοκαίρια στη γιαγιά και στο φτωχόκοσμο της εξοχής μας, στο Κίνι. Είχαμε εκεί ένα ωραίο σπίτι ροζ με πράσινα παράθυρα καταμεσής σ' αμπέλια και συκιές, το μόνο δίπατο σ' όλο το χωριό, στρωμένο με σανίδες ή πλάκες, καθώς και οι αυλές μας, φρεσκοπλυμένες από την Αννέτα — γιατί η γιαγιά δεν την άφηνε στασιό, την κακομοίρα — ενώ της άμια-Σπεράντζας ή της άμια-Καλής, όπως κι όλα τ' άλλα, ήτανε μονόπατα, στρωμένα με χώμα, και μυρίζανε από τα ζωντανά τους. Θαρρώ μάλιστα πως δεν είxανε ούτε παράθυρα καν, το φως έμπαινε από την πόρτα, κομμένη στα δυο, γι' αυτό όταν πήγαινες μέσα ήτανε δροσερά κι ευxάριστα σ' αυτό το μισοσκόταδο όπου πλανιότανε κάποιο μυστήριο κι έκρυβε και τη φτώxεια τους. Γυναίκες κι άντρες περπατούσανε ξυπόλητοι, μέσα έξω, με αλαφράδα και xάρη, και μόνο για την εκκλησιά ή για τη xώρα φορούσανε παπούτσια, και τότε άλλαζε η περπατησιά τους και τα μούτρα τους. Μου κάνανε ένα σωρό xαρές, όταν, περνώντας τον καλαμιώνα, πήγαινα για καμιά παραγγελιά της γιαγιάς, να 'ρθει ο Λινάρδος με τις μουστάκες του ή ο Γιωσήφης στο σπίτι μας, γιατί έσταζε η ταράτσα μας. Πάντα με φιλεύανε μ' ένα χάδι και μ' ένα ψωμάκι κριθαρένιο, ζεστό ακόμη απ' το φούρνο. Ένας κόσμος γλυκός και ήμερος, με φόβο κι ελπίδα στην καρδιά του, κι όμως, το πιστεύω, απόλυτα ελεύθερος!

Ωστόσο τούτο δω το ταξίδι ήτανε αλλιώτικο, λίγο σαν εξορία σ' ένα μέρος άγνωστο, και για τούτο πιο ελκυστικό! «Ξέρετε, μας στέλνουνε στο γαλλικό σχολειό της Τήνου», λέγαμε στις φιλενάδες μας, προσπαθώντας να τις ξιπάσομε ή να μας θαυμάσουν τουλάχιστον.

Από το ελληνικό σχολειό μας, που ήτανε από τα καλύτερα της εποχής, μ' ένα μάτσο μοντέρνα συστήματα, δε θυμάμαι τίποτε, ούτε μάθημα, ούτε δάσκαλο, ούτε καν τη μορφή τους, εκτός από τον Γάλλο, τον Μr. Vivier, ποy αυτός είχε πρόσωπο, και τον διευθυντή μας, που τσιμπούσε τα πόδια και τα στήθη των κοριτσιών. Όλα τ' άλλα χρόνια, ανάμεσα στα χρόνια της γιαγιάς και του μοναστηριού, κάνουν μια μεγάλη τρύπα στη μνήμη μου.

= = =

[σ.σ.: Χρόνια αργότερα, μετά την μοιραία συνάντηση με τον Άγγελο Σικελιανό, που κατέληξε στην διάλυση του γάμου της με τον γιατρό Γιώργο Καραμάνη, ιδρυτή του πρώτου σανατορίου στην Ελλάδα]

* Όταν απαντηθήκαμε, δίχως να πούμε κανένα λόγο, γελούσαμε τόσο πολύ από χαρά, που το κουβάρι του πόνου ξετυλίχτηκε όλο με μιας από μόνο του. Τι αλάφρωση για την καρδιά! Από το γερτό παράθυρο μπαίνει ένας φίλος, το φεγγαράκι, οι φωνές των παιδιών από το δρόμο, τα κουδουνίσματα των αμαξιών και τ' αρώματα από τους κήπους που ξεχύθηκαν να φτάσουν ως εμάς. Μια απλή ζωή που τρέχει σαν νεράκι. Μόλις ξεμακρύνω, μου γράφει πάλι: «Έτσι είμαι κλεισμένος στη μικρούλα κάμαρα πιστά κι υπομονετικά, γιατί πιστεύω πως μια μέρα θα φτερουγίσω απέραντα μαζί σου μες στο φως και τη δροσιά και στ' αρώματα της τέλειας λευτεριάς». Και σε λίγες μέρες, πριν φύγει για την Αθήνα:

«Δυο αστέρια ταξιδεύουνε απάνω από βουνά και πέλαο
για να σμίξουνε σε λίγο, σ' ένα μόνο Άστέρι Αιώνιο Μυστικό!
η Άννα Αγγέλου Σικελιανού
ο Άγγελος Άννας Σικελιανού!
».

Όταν μου 'δωσε για πρώτη φορά τ' όνομά του, μια γλυκιά ζάλη από περηφάνια για ό,τι μου εμπιστευότανε γέμισε όλη μου την ύπαρξη και φοβήθηκα για τ' αποτελέσματα, μα τώρα που μου το ξανάδωσε και πήρε κι εκείνος το δικό του από μένα, σαν να φόρεσα μιαν αρματωσιά που με προστάτεψε για πάντα από κάθε άλλη φιλοδοξία και προχώρησα άφοβα προς το θαύμα της ζωής που ετάξαμε στον εαυτό μας με πίστη, ευλάβεια κι αλήθεια!

Ξαναγύρισε στην Αθήνα' θα χρειαστεί σε λίγο να τον ακολουθήσω κι εγώ για τις διατυπώσεις του διαζυγίου μου.

Η ζωή, που μου χάρισε έναν Άγγελο, μου ζήτησε απαράδεκτη πληρωμή όταν έπρεπε να καταθέσω πως ο Γιώργος μού φερνότανε άπρεπα. Πίστευα πως δεν θα μιλούσα ποτέ γι' αυτόν παρά για την καλοσύνη του, την ευγένειά του, την τιμιότητά του, τις γλυκές φροντίδες του και για το φαρμάκι που άθελά μας τον ποτίσαμε. Αλλά όχι, ένας γάμος δεν λύεται με παινάδια, πρέπει να μπεις στο ψέμα, στις δικολαβίες, για να πάρεις το συχωροχάρτι, κι ο Έρωτας κι ο Πόνος μπλέχτηκαν τότε σε μια ρίζα αξεχώριστη.
Άννα Σικελιανού (1904-2006)


* από το βιβλίο της Άννας Σικελιανού Η ζωή μου με τον Άγγελο
εκδ. Εστία, 1985
*
Φωτογραφίες: tanea.gr

Ετικέτες

3 Αυγ 2010

99 ~ Μανόλης Πρατικάκης: Η πίστη στις αξίες των απλών πραγμάτων

Το Μύρτος με γέννησε. Αυτός ο νωχελικός, αισθησιακός, διαυγής τόπος του Νότου, είναι η γενέθλια στιγμή. Μήνες πριν γεννηθώ γνώρισα το ρυθμό της θάλασσας. Η μάνα μου ξύπναγε στις αμμουδιές. Έγκυος ήταν. Την αυγή κοίταζα την αλετροπόδα (αστερισμός) να οργώνει το χωράφι μας στον ουρανό. Ήταν εκεί ο Νίκος και η Έλσα κι οι παλιές φωνές του καλοκαιριού. Ο πατέρας κάτω από το λουξ, με τον αμίαντο να φωσφορίζει σαν μικρός αστεροειδής στην κάμαρα. Κι η μητέρα ανοίγοντας πιέτες αισθημάτων με το υπομονετικό της σίδερο' κρατώντας τόμο υγρό τα μπλε του φύλλα... δεν έχει τέλος, είπε η μάνα, αυτή η τρελή θάλασσα που ξεφυλλίζεις. Δεν ήξερα σε ποια γραφή ν' αποκρυπτογραφήσω τα πουλιά' κι όλο ερχόταν χήνες μ' ένα χήνειο πέταγμα σε παιδικούς βιότοπους. Ψηλαφώντας σκαρμούς και κουπιά γνώρισα τα χέρια μου. Τα άλλα τα βρήκα σηκώνοντας το μεγάλο μπλε τραπεζομάντιλο της θάλασσας. Ναυάγια και χειρονομίες.

Τα καλοκαίρια οι άνθρωποι κοιμότανε στην αμμουδιά. Φαίνεται εκεί με συνέλαβαν οι γονείς μου. Το σπίτι μας πάνω στην άμμο και η Μάνα έγκυος. Γνώρισα το ρυθμό της θάλασσας πριν γεννηθώ. Δεν είναι μεταφορά, είναι κυριολεξία. Και αργότερα, παιδί, μέσα στη θάλασσα μεγάλωσα. Αυτή ήταν όλα μαζί τα παιγνίδια. Ακούγοντας τις αμέτρητες φωνές της έμαθα να μιλάω με τους τρόπους της πηγαίνοντας συχνά από την Αγία Γαλήνη στην Αγία Ταραχή κι αντιστρόφως. Όλο το φάσμα των ήχων και των αυτοδίδακτων ρυθμών (που θα 'λεγε ο Αισχύλος). Από τους ανεπαίσθητους ψιθύρους των φλοίσβων ως τα ουρλιαχτά της τρικυμίας. Με όλες τις παραλλαγές του γαλάζιου.

Το Λιβυκό πέλαγος αποτέλεσε για μένα το μεγάλο πανεπιστήμιο Γλωσσολογίας. Εύφορος κήπος, με ανοιχτούς διαδρόμους, όπου γνώρισα τους περιπατητικούς φιλοσόφους. Και πρωτίστως βέβαια τους φυσικούς φιλοσόφους (Ηράκλειτο, Εμπεδοκλή, Παρμενίδη, Αναξαγόρα, Ξενοφάνη, Αναξίμανδρο) που είναι οι μεγάλοι μου έρωτες. Μαζί τους (αργότερα) κι εκείνα τα άλλα ασκητικά και αιθέρια «σύννεφα» της μακρινής Ανατολής... Άρα και τις μεταπτυχιακές μου σπουδές εκεί τις έκανα, στην ανοιχτή, γεμάτη στοχαστική διαύγεια φιλοσοφική σχολή της θάλασσας. Και ακόμη αργότερα σε κάποιες υπόγειες θαλασσινές σπηλιές. Γιουγκ και Φρόιντ και Σολωμό και Πάουντ και 'Ελιοτ και Βαλερί και Ρεμπό και τόσους άλλους εξερευνητές και «φρικιαστικούς» εργάτες. Όλοι δίνοντας στη φρίκη ρυθμό...

* Οι χωμάτινοι δρόμοι ήταν γεμάτοι παραστιές. Οι γυναίκες απλές και καταδεκτικές οικοδέσποινες, με πρόσωπα ακαλλώπιστα, όμως μιας άλλης ομορφιάς, ήταν εκεί και μαγείρευαν. Χαρά τους να φιλεύουν τους περαστικούς. Εκεί μαζεμένοι σε ένα ανθρώπινο πλησίασμα, αυθόρμητο κι αυτονόητο μέσα στη θέρμη του. Ένα πηγαίο σκηνικό. Ήταν εκεί αυτοπρόσωπη η ίδια η ζωή. ()ι φωτιές δημιουργούσαν μιαν ονειρική ατμόσφαιρα, θαρρούσες βάδιζες και προχωρούσες μέσα στα πορφυρώματα της νύχτας. Μεγάλες, γλυκές ζεστές παρέες σαν μια πολύμορφη οικογένεια, όλο το χωριό. Και στα χωράφια γραίες και νιες, σκυφτές εκεί από το χάραμα, πότιζαν και βοτάνιζαν. Θυμάμαι ακόμη τις φωνές των κατοικίδιων ζώων (άλογα, κατσίκες, πρόβατα, γαϊδούρια, κοκόρια). Ήταν η πρώτη ορχήστρα με βιολί και φλάουτο, με κιθάρα ή τσέλο, δίχως τσεμπαλίστα, που άκουσα (και που ακόμη ακούω). Όλα ήταν εκεί: πνευστά, κρουστά, έγχορδα. Ποτέ δεν μπήκα σε στάβλο με ζώα —αλήθεια τι υπέροχες ευωδιές— και να μην αισθανθώ πως έμπαινα σε φάτνη. Και κάθε που πήγαινε να βραδιάσει, ο πανύψηλος πλάτανος του Γερονυμάκη γινόταν ένα πολυώροφο ρομβοειδές ωδείο, ένα «μουσικό μέγαρο». Με κυκλικά «θεωρεία» που ανέβαιναν κλιμακωτά, με αρχιτεκτονική ακρίβεια και τέλεια «ακουστική». Ένας ανεκλάλητος ξενώνας σπουργιτιών σε εσπερινή όρχηση. Ένας μακρόσυρτος βακχικός ύμνος, πριν τον ύπνο, πυρπολούσε τ' αυτιά μας σα δροσερή πυρκαγιά.

Γνωρίζαμε την ακηλίδωτη παιδική φιλία που συνεχίζεται ως τα τώρα. Ο Μιχάλης, ο Φρίξος, ο Σταύρος, ο Μανόλης, ο Γιώργης, ο Γιάννης, ο Νίκος, ο Αποστόλης κι ο Κωστής. Κι ανάμεσα η νήσος Ερμιόνη, η Ρένα, η Ζωή, η Πόπη, η Ισμήνη, η Τούλα και το Κατερίνι. Και παρακεί της άλλης νοσταλγίας το Μαύρο και το Πλακωτό Χαράκι, το Ψαροχάρακο σε σχήμα δελφινιού στο κοντινό Καραβοστάσι. Με τα μικρά μας ονόματα χαραγμένα με κοφτερές πέτρες πάνω τους' η Καραβάγλα κι η Χορεύτρα και το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, μέσα στον απέραντο εσπερινό της ανάμνησης . Παίζαμε στη λίμνη και τα πλατανάκια, λες είχαμε βγει έξω από τον αέρα του χάρτη, καθώς λύγιζαν αλλιώς οι καλαμιές. Παιδιά στην απόλυτη αμεριμνησία, δηλαδή στον παράδεισο. Γιατί από του παιδιού τη συνείδηση είναι απούσα η έννοια του χρόνου. Δεν έχει παρελθόν και το μέλλον του είναι ακόμη άκοπο από τη θάλασσα και τον ουρανό. Μονάχα το παρόν. Να ζεις μέσα στη ρευστή νωπογραφία του παρόντος, σ' αυτόν τον γήινο Ενεστώτα. Ως να επιστρέφει μια ολόκληρη τάξη παιδιών από σκασιαρχείο - μοναδικό προσχέδιο αιωνιότητας που εννοώ. Να γιατί είναι μόνο «Παιδός η βασιλεία» (ιδού πάλι ο προπάππους μου Ηράκλειτος).

Αλλά παίζοντας εκεί στο άχρονο, οι γονείς μας μας φώναζαν και μας έμενε πάντα ένα παράπονο. Τι γρήγορα, τι γρήγορα μας φώναξαν από τον παράδεισο. Όπως και από τις φάμπρικες (ελαιοτριβεία) που χειμώνα τρυπώναμε στη ζεστή «πυρήνα», παρατηρώντας τ' άλογα να γυρνούν τις μεγάλες μυλόπετρες, γύρω από ένα ακίνητο κέντρο, έναν άξονα. Σ' ένα κύκλο ζωής, που με τρόπο μαγικό δεν μας είχε αρπάξει ακόμη στα γρανάζια του. Μόνο βλέπαμε, υφασμένοι στη μεγάλη παιδική λευκότητα (σα συννεφάκια μέσα στις μυρτιές) βλέπαμε τους μποξάδες να συνθλίβονται στην πρέσα. Και από εδώ το λάδι, από εκεί το ακάθαρτο ζουμί. Νομίζω εκεί, στο ελαιοτριβείο, μυήθηκα στο μυστήριο της αφομοίωσης και της μεταμόρφωσης.

Και μια μέρα μπρος στου Λιβυκού τα καθρεφτάκια (σ' αυτά τα σπασμένα φτερά) κάθησα να γράψω. Ήταν όλοι εκεί σε αόρατη σύσκεψη. Έγραψα εκείνο που κελάριζε από μια πηγή που αγνοούσα. Από τη Χορεύτρα τάχα ή τους Ανεφολάκκους; Έγραφα με όλα όσα με συνείχαν σε μια «ξεχασμένη» επαγρύπνηση. Κι είχαν ανάψει μόνα τους όλα τα φώτα. Όλα τα πνευστά της ορχήστρας. Όταν σηκώθηκα, ταπεινοί άγγελοι εξ Ανατολών μου είχαν βάλει μια άσπρη Λήκυθο στα χέρια, με την τέφρα των αγαπημένων μου νεκρών. Κι ήταν εκεί ανιόντες και φωνές από το μέλλον, και άλλα χρώματα του δειλινού. Κι άρχισα να ρίχνω το σπόρο στις αχνιστές ακλακές: σ' αυτό το ζεστό γέλιο της γης. Κι ήμουνα πίσω από δυο μαύρα ζώα. Από τα χέρια μου βγαίναν εργαλεία με την όψη χεριών που τα γύρευαν. Και λίγο λίγο ξεδιπλώθηκε το άροτρό μου. Το ένα μου χέρι θήλαζε την έχερη' το πόδι ξεχασμένο στης δροσιάς τα βάθη μάζευε μυστήριο' κι άρχισα να ρίχνω το σπόρο. Πουλιά πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας' κάτω από τα κινούμενα σκίνα τ' ουρανού: τα σύννεφα. Παράξενη αφθονία σαν χάρις, γιατί όσο έπαιρνα, η λήκυθος γέμιζε. Όσο έπαιρνα γέμιζε. Και τότε πάνω απ' των χωμάτων το σκαφτό γέλιο, με κεντρομόλους κύκλους, είδα, γύριζε το γεράκι στο κάλεσμα του γερακάρη. Στου καινούργιου στοχασμού το σχέδιο. Όσον υπεκπροθέει έρις τόσον επίοι ηπιόφρων φιλότητος άμβροτος ορμή.

* Η Μητέρα μου επέστρεφε κατάκοπη το βράδυ από τους αγρούς' και όμως δεν ξεχνούσε ποτέ να μας φέρει ένα μάτσο αγριολούλουδα. Τη βλέπω ακόμη στο πορτάκι να στέκεται με τ' αμυγδαλωτά της μάτια, μ' εκείνο το αμυδρό απέριττο χαμόγελο, με τα ευκίνητα σαν πουλιά χέρια της να βγάζει το πρωί την άμμο και τα φύκια κάτω από τα παιδικά μας κρεβάτια. Γιατί τη νύχτα τα κύματα (και άλλοι αφροί αιγοπροβάτων από το μηρυκάζον πέλαγος) έμπαιναν στο παιδικό μας δωμάτιο, ως μέσα στα όνειρα (πάλι κυριολεκτώ). Ό,τι είμαι σήμερα το οφείλω σ' Εκείνη. Δεν άκουσα ποτέ από το στόμα της λόγο κακό για κανένα. Δεν ήξερε τι θα πει ψέμα, συκοφαντία, γκρίνια, ιδιοτέλεια. Μόνο καλοσύνη και αγάπη. Μόνο ειλικρίνεια και απέραντη επιείκεια για όλους και για όλα. Και όμως δεν πρόλαβε να δει ούτε μια δική μου γραμμή...

Μας τραγουδούσε και μας νανούριζε, μαζί με την άλλη μάνα μας, τη θάλασσα. Διάβαζε Ουγκό, Κρόνιν, Τολστόι σε έναν τόπο που ήταν άγνωστη κάθε έννοια πνευματικότητας. Κι όταν έφυγε τόσο πρόωρα, ο πατέρας μου έγραψε ένα μακρύ μοιρολόι, που με άφησε άφωνο για το τι έκρυβε αυτός ο φαινομενικά αδιάφορος άνθρωπος. Το άφησε στο μνήμα της, 15 σελίδες που όλο κιτρίνιζαν, μα χάθηκε... ... ...

* Γεννηθήκαμε πλάι στα χαλάσματα, στο τέλος του πολέμου. Γκρεμισμένα σπίτια, απανθρακωμένες αποθήκες. Το Μύρτος, όπως και τα γύρω χωριά, είχαν παραδοθεί στις φλόγες του κατακτητή, λόγω σαμποτάζ των ανταρτών του Ποδιά. Παίζαμε με τα «τσέρκια» που βγάζαμε από τις αφημένες νάρκες των Ιταλών, δηλαδή παίζαμε με τα σύνεργα του θανάτου. Και όμως μέσα στην ένδεια δεν αισθανθήκαμε ποτέ φτωχοί. Υπήρχε μια αμεριμνησία, μια νωχέλεια ηδονική. Ένα αβάσταχτο άρωμα από λεμονανθούς και βιόλες. Στον Επιτάφιο του Αγίου Αντωνίου, εκ των υστέρων συνειδητοποιώ ότι στο καθελέτο (από το ρήμα κατεύδω = κατεβαίνω), στολίζαμε με άνθη, πιο πολύ έναν Άδωνη παρά ένα σύγχρονο Θεό. Τέτοια ήταν, μέσα στην παιδική μας αθωότητα, η ευφορία... ... ...

* Σκεπασμένοι «με το χρυσάφι του να μην έχουμε τίποτα». Του να χανόμαστε πάμπλουτοι μέσα στη φτώχεια μας. Θυμάμαι πάντα το χιούμορ και την οξυδέρκεια του Γ. Στεφανάκη, ανάπηρου πολέμου, μέσα στο περίπτερο. Χειμώνα καλοκαίρι εκεί, με τη φθαρμένη χλαίνη του και το περιπαικτικό χαμόγελο «μέσα στην πρόχειρη σπηλιά», πίσω απ' το αμπρί να μοιράζει σπίρτα και τσιγάρα στους νεκρούς φαντάρους του λόχου του. Θαμπά τζάμια με παλιές εφημερίδες. Σα νυχτώνει, ό,τι προλάβεις να κοιτάξεις στη λάμψη της φωτοβολίδας. Ύστερα τα νερά, η άμπωτις, τι σκοτεινή αφλογιστία η οπισθοχώρηση. Η μνήμη του μαύρη λαγκαδιά. Από την ωμοπλάτη του (έχει ένα θραύσμα όλμου), κυλάει σα βρυσούλα ολόκληρο το έπος της Αλβανίας....

Από εκείνο το πείσμα, από εκείνο το φρόνημα θαρρώ, έλκει την καταγωγή της η δική μου ποίηση, ο δικός μου στοχασμός. Η πίστη στις αξίες των απλών πραγμάτων. Των απλών ανθρώπων που με γαλούχησαν. Η αγάπη στο νερό, στις θαλασσινές αύρες (που ήταν οι πελαγίσιες μου φασκιές), στη σοφία των πουλιών και των κέδρων. Αλλά κυρίως εκείνο το φως. Απέραντο, τρυφερό, εκτυφλωτικό να φέγγει ως μέσα, να σκορπίζει και να ενώνει τα όντα. Να κάνει εύγλωττες τις πέτρες και τα σωθικά.

Είπα και είπα ξανά και ξανά στην ψυχή μου: «Άμα δεν έχεις πάθος, θα κλωτσάει το σκαρί, θα τραυλίζουν οι αρμοί και τα ξύλα, αν ο νους σου δεν έχει του Ωκεανού τους τρόπους».

Αυτοί οι βράχοι, αυτές οι οσμές, ο αέρας και τα κύματα ήταν η μόνη μας κληρονομιά. Αυτοί οι φεγγίτες' αυτός ο έρωτας για το ανείπωτο». Από εδώ έρχομαι και από εδώ φεύγω, ως τα πέρατα της γης. Γονατίζω. Ανάβω ένα κερί μπροστά στο νυχτωμένο πέλαγος. Προσκυνώ τη μητρότητα των νερών.
Μανόλης Πρατικάκης (1943)



* Το κείμενο είναι από Το Δέντρο - τ.143/144, Αυγ. 2005
* Οι φωτογραφίες είναι από την εκπομπή "Τιμής ένεκεν" της ΕΡΤ.


Περισσότερα:
- Ο Μανόλης Πρατικάκης στο Μετά τιμής
- ΕΡΤ, Τιμής ένεκεν: Συνέντευξη στον Δαυίδ Ναχμία (2007)
- "Ο καιρός δε λείπει ούτε περισσεύει", στα ΝΕΑ (19/01/08)
- Ο Μανόλης Πρατικάκης, στην Καθημερινή (25/06/08)
- "Ο νους κάθε αυθεντικού Κρητικού είναι ένας ανυπό-
τακτος Αίγαγρος κι όχι μια αίγα που την αρμέγουν ασύστο-
λα οι ξένοι"
,
στο κρητικό περιοδικό Στιγμές (Ιούνιος 2004)

Ετικέτες , ,