20 Φεβ 2010

90 ~ Ρίτα Μπούμη - Παπά: όλα είναι αφορμή για δάκρυα


Αυτοβιογραφικά στοιχεία

Μικρή παιδούλα, έβλεπα
κάθε καράβι που 'φτιαχνε ο πατέρας
να βγαίνη στ' ανοιχτά με τα πανιά του
σπρωγμένο από τον άνεμο,
να χάνεται -.
Κι' ήταν σαν όνειρο
η θάλασσα, ο ουρανός, το καράβι.
Ακόμα δεν εγνώριζα
τις διαστάσεις τις σωστές του κόσμου.

Καθώς το σαλιγκάρι
που το μεθά το πρωτοβρόχι,
σηκώνω στη ράχη μου
ένα όστρακο κατάστικτο με απάτες
και απελπισμένα σφίγγομαι
σ' ένα υγρό πράσινο φύλλο
να μην πεθάνω.

Δέκα πενταετίες ξόδεψα
για να γεμίσω μιαν άβυσσο με λέξεις
να υψώσω ένα τείχος γύρω μου,
ν' αντιληφθώ
πως όλα
ακόμα κι' η ηδονή κι' ο έρωτας
είναι αφορμή για δάκρυα.

* * *

Ένιωθα τότε τόσο ασφυχτική την καταπίεση των κυβερνήσεων που κατεύθυναν οι Αμερικανοί, ύστερα από τη στρατιωτική ήττα της Αριστεράς, ώστε μου ήταν αδύνατο να συγκρατήσω την πέννα μου να γράφει, πλάγια, κρυφά, υπονοούμενα, με κείμενα ανοιχτά φιλελεύθερα, την ψυχική μου κατάσταση και το ανυποχώρητο του χαρακτήρα μου, που κρατάει από προπάππο Υδραίο μπουρλοτιέρη του '21.

Μέσα στην εφημερίδα η μόνη σχεδόν λογοκρισία που ασκούνταν εκ των ένδον, ήτανε στα γραφτά μου! «Προσέχετε τη Ρίτα», συνιστούσαν και οι δυο διευθυντές κάτω από τους οποίους υπηρέτησα σαν συντάκτης και συνεργάτης. «Προσέχετε τη Ρίτα, θα μας κλείσει!». Και αληθινά με πρόσεxαν μη βάλω στην πέννα μου τις λέξεις «ελευθερία», «δημοκρατία» «αντίσταση». Και αν τις έβαζα από αβάσταγη λαχτάρα, ο αρχισυντάκτης μου εαμίτης Θόδωρος Βώκος, μου τις έσβηνε με όλη του τη θλίψη και την αγάπη.

Με όλα αυτά τα «βιογραφικά» θέλω να προσημειώσω πως, εκτός από ποιήτρια που ήμουνα γνωστή στην Ελλάδα από το 1930, τώρα γινόμουνα γνωστή και από μια άλλη πλευρά, τη δημοσιογραφική, που αργότερα αναπτύχθηκε όσο καμμιάς άλλης τότε γυναίκας δημοσιογράφου, και στην αγαπητή μου «Αυγή», που, μετά το βίαιο κλείσιμο της Αλλαγής από την αστυνομία, για ένα πρωτοσέλιδο θαρραλέο άρθρο του Νίκου Παπαπολίτη με τίτλο «ΕΑΜ», που το αφιέρωνε στην επέτειο του μεγάλου αυτού αντιστασιακού κινήματος του λαού μας, προσκλήθηκα να εργαστώ στο επίσημο αυτό όργανο της ΕΔΑ, όπου και δούλεψα με αληθινό πάθος 17 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που μια άλλη αστυνομία, της Χούντας, μας έκλεισε τον Απρίλη του 1967.

[....] ψαρεύοντας το Ραδιόφωνο μου για ειδήσεις από το εξωτερικό (οι πηγές μας τότε ήταν λίγες και ελεγxόμενες από την ΚΥΠ) άκουσα ένα βράδυ από το Ραδ. Σταθμό της Ρώμης, να μεταδίδεται «ένα συνθετικό μουσικό κομμάτι του νέου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, εξόριστου στη Μακρόνησο», που μ' εντυπωσίασε. Ήταν το 1949; Το 1950; δε θυμάμαι. Στα 1952 με ειδοποίησαν με κάθε προφύλαξη στην εφημερίδα, πως με ζητούσε «ένας απολυθείς πολιτικός εξόριστος».

Ο Θεοδωράκης, ήταν ένα παληκάρι ψηλό που κούτσαινε (δε θυμάμαι αν κρατούσε δεκανίκι), γιατί οι «αναμορφωτές» του, του είχαν σπάσει το πόδι, χτυπώντας τον βάναυσα. Αν και κακοντυμένος και ταλαιπωρημένος έλαμπε το πρόσωπο του από τη θεία σφραγίδα. Και σκέτη η φωνή της ομιλίας του μου φάνηκε σαν μουσική. [....] Μου είπε αμέοως τι ήθελε. Δουλειά. Ανάγκη ψωμιού. Να μεσολαβήσω στο διευθυντή της εφημερίδας να τον δεχτεί σαν «μουσικοκριτικό». Έστω και έκτακτο. Να γράφει ένα κομμάτι όποτε χρειάζεται για τις συναυλίες, το μουσικό θέατρο και για οποίο μουσικό θέμα. Οι αξιώσεις του: «Ό,τι μου δώσουν».

Μίλησα αμέσως στον Στάγκο, και στον Παπαπολίτη, και «μόνο για μένα» είπαν θ' αποτολμούσαν να προσλάβουν συνεργάτη ένα νεοφερμένο Μακρονησιώτη. Όμως ανώνυμα. Και 25 δραχμές το κομμάτι. Αν θυμάμαι καλά 25. Βέβαια δεν είχαμε τότε πληθωρισμό και το εικοσιπεντάρικο είχε κάποια αγοραστική αξία. Και μένα όλος ο μισθός μου δεν έφτανε τις 2 χιλιάδες το μήνα, με όλη την τεράστια δουλειά που τους έδινα. Ο Μίκης δέχτηκε το 25άρικο (αν ήταν πενηντάρικο ας με συχωρέσει, η μνήμη έχει κι αυτή ορισμένα όρια αντοχής). Τα μουσικοκριτικά «κομμάτια» του Μίκη έκαναν εντύπωση στο μόνιμο μουσικοκριτικό της εφημερίδας Βασίλη Αρκαδινό (ψευδώνυμο του Β. Παπαδημητρίου).

Με το κλείσιμο της «Αλλαγής», βρέθηκα κι εγώ σε οικονομικές δυσχέρειες, και φυσικά κι ο Μίκης έχασε το πολύτιμο εικοσιπεντάρικο.

Κείνο ακριβώς τον καιρό ο αγαπητός μας φίλος, συνάδελφος και συμπολίτης μου (Συριανός) Λέων Κουκούλας, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μεσολάβησε στη Ραδιοφωνία να μου βρεί κάποια δουλειά και το πέτυχε. Έτσι προσλήφθηκα στο Επιτελείο της Αντιγόνης Μεταξά, που διεύθυνε την «ώρα του Παιδιού», με αμοιβή 150 δραχμές το κομμάτι. Έχοντας άμεση σχέση με τα νηπιαγωγικά (σπούδασα στην Ιταλία Μοντεσσόρι), έχοντας γράψει, δημοσιεύσει πολλά ποιήματα και διηγήματα για παιδιά, μπόρεσα να δουλέψω με τρελλό οίστρο. Δημιούργησα στην Εκπομπή μια νέα ατμόσφαιρα, της χάρισα πολλά ευρήματά μου, που τα διατηρεί μέχρι σήμερα, και, για να μην πολυλογώ περισσότερο, έγινα η πιο πολύτιμη συνεργάτισσα της Αντιγόνης, που συχνά συσκεπτόμαστε οι δυο μας για ό,τι καινούργιο μου κατέβαινε στο κεφάλι. Η Αντιγόνη γοητεύονταν με τα χαριτωμένα τραγουδάκια που ξεφούρνιζα κάθε μέρα για να τα ενσωματώσω στο κείμενό μου, που είχε πια πάρει τη μορφή «συνθεσούλας». Αυτή μου 'ριξε την ιδέα: «Αυτά τα τραγουδάκια διψάνε για μουσική» -μου είπε- «αλλά ποιος θα μας τη φτιάξει;» «Θα φροντίσω» της απάντησα.

Συναντήθηκα με το Μίκη, του το πρότεινα, του 'δωσα μερικά τραγουδάκια μου, και κατενθουσιασμένος από τους στίχους που του ' δωσα να διαβάσει, δέχτηκε αμέσως. Πάλι ανωνυμία για το Μίκη. Για όνομα του θεού μη μαθευτεί, είπε η Αντιγόνη, όταν έμαθε πως ο συνθέτης μόλις είχε αποφοιτήσει από το Κολλέγιο της Μακρονήσου. Φοβόταν για τη θέση της που της έδινε και μισθό και κυρίως μια προβολή στον κόσμο των παιδιών της Ελλάδας, έτσι που να γίνει σιγά σιγά διάσημη σαν «θεία Λένα».

[....] Η ομορφιά της μουσικής του, η δροσερή χάρη των φθόγγων του, εντυπωσίασαν τους μουσικούς κύκλους της Ραδιοφωνίας. «Ποιος τη γράφει;» ρωτούσαν. Μόνο η Αντιγόνη κι εγώ ξέραμε. Έτσι επί ενάμιση περίπου χρόνο συνεργαζόμουνα στενά με το Μίκη. Του 'δινα το κείμενο μου με τα τραγουδάκια δυο τρεις φορές τη βδομάδα, το διάβαζε, τόνιζε τους στίχους, μου 'δινε το χαρτί με τις νότες και εισέπραττα ταυτόxρονα απ' το Ταμείο της Ραδιοφωνίας στο Ζάππειο, 150 δραχμές για το κείμενο και 50 δραχμές για τη μουσική του Μίκη!!
Ρίτα Μπούμη - Παπά (1906 - 1984)


* Το ποίημα είναι από την Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία
εκδ. Πάπυρος Πρεςς, 1971
*
Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το ΓΙΑΤΙ,
τ.133 -134, Ιούλ.1986
*
η μεγάλη φωτογραφία είναι από το ίδιο τεύχος
του ΓΙΑΤΙ, και οι δύο μικρές είναι από τον Πανδέκτη

Ετικέτες , ,

2 Φεβ 2010

89 ~ Iλία Έρενμπουργκ: Με την αυτοπεποίθηση του εφήβου

Ειρωνεύομαι τώρα την αυτοπεποίθηση του εφήβου' μα ίσα - ίσα εκείνα τα χρόνια κρίνονταν για μένα ένα σωρό πράγματα. Φυσικά, προχωρούσα ψάχνοντας το δρόμο μου μέσ' από μπερδεμένα μονοπάτια' η ζωή δεν είναι αυτοκινητόδρομος κι' όσο για την τέχνη, μπορεί ν' ανυψώσει τον άνθρωπο, συχνά ωστόσο τον ξεστρατίζει. Κι' όμως, βλέπω πως ο δεκαεξάχρονος εκείνος έφηβος που έγραφε τις αφελείς προκηρύξεις δεν μου είναι καθόλου ξένος. Αν κάτι με βοήθησε να επιβιώσω στα χρόνια της αμφιβολίας, της απογοήτευσης, είταν μονάχα η συναίσθηση πως η υπόθεση στην οποία δινόμουν εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια, υπαγορεύονταν τόσο απ' τη λογική του αιώνα όσο κι' απ' τη συνείδησή μου.

Ήρθαν να με πάρουν στις δύο τη νύχτα' κοιμόμουν βαθιά και ξύπνησα απ' τις φωνές του αστυνόμου, των χαφιέδων, των μαρτύρων. Δεν πρόφτασα να καταστρέψω τίποτα. Η έρευνα κράτησε ως το πρωί. Η μητέρα μου έκλαιγε και μια θεία μου, που ήρθε απ' το Κίεβο να μείνει λίγες μέρες σπίτι μας, στριφογύριζε στα δωμάτια με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, φορώντας το πολυτελές νταντελλένιο μεσοφόρι της. Παρηγοριόμουνα θυμάμαι και χαιρόμουνα μάλιστα με τη σκέψη: τι καλά που εδώ και δυο βδομάδες είχα κλείσει τα δεκαεφτά! Πάει να πει, κανένας δε θα τολμήσει να αμφιβάλει πως είμαι ο μόνος υπεύθυνος για όλα...

Έκατσα στη φυλακή πέντε μήνες όλο κι' όλο, είμουν όμως παιδαρέλι και μου φαινότανε πως κάθουμαι χρόνια: άλλες οι ώρες πίσω απ' τα σίδερα κι' άλλες στον ελεύθερο αέρα' όσο για τις μέρες, μπορούν να είναι ατέλειωτες. Φορές - φορές, έπεφτα σε βαριά μελαγχολία, ιδιαίτερα σαν βράδιαζε κι' ακουγόντουσαν οι θόρυβοι του δρόμου, προσπαθούσα ωστόσο να επιβληθώ στον εαυτό μου — είχα την εντύπωση πως η φυλακή ισοδυναμούσε με τις εξετάσεις για το απολυτήριο του γυμνασίου.

Κείνον τον μισό χρόνο πρόφτασα να γνωρίσω διάφορα κρατητήρια: το αστυνομικό τμήμα στη Μιασνίτσκαγια, στη Σουστσιόβκα, στη Μπασμάνναγια και τέλος τα Μπουτύρκι. Όλα είχαν το δικό τους ζακόνι.

Όλα τα κρατητήρια είταν υπερπλήρη και με κρατήσανε μια βδομάδα στο τμήμα της Πρετσίστενκα, περιμένοντας ν' αδειάσει θέση. Στο τμήμα δεν μπορούσες να ησυχάσεις απ' την φασαρία που γινόταν. Τη νύχτα φέρνανε μεθυσμένους, τους σπάγανε στο ξύλο και τους χώνανε στη «μπεκρού» — έτσι λέγανε ένα μεγάλο κλουβί που έμοιαζε με τα κλουβιά του ζωολογικού κήπου. Με φρουρούσαν αστυφύλακες, συχνά εκεί που καθόντουσαν τους έπαιρνε ο ύπνος και ξυπνώντας φυσάγανε με θόρυβο τη μύτη τους και κάτι μουρμουρίζανε για την υπηρεσία που δεν τους άφηνε να ησυχάσουν. Εγώ σκεφτόμουν τα δικά μου: τι βλακεία να μη κρύψω κατά πως έπρεπε τη σφραγίδα της στρατιωτικής οργάνωσης! Σκεφτόμουνα και την Άσια: κρίμα, δεν προφτάσαμε να τα κουβεντιάσουμε όλα!.. Με πήγαν με τ' αμάξι στο παράρτημα της οχράνας, όπου ένας κακόκεφος φωτογράφος με διπλά προγούλια μου 'λεγε: «Πιο ψηλά το κεφάλι... τώρα προφίλ...». Απ' τα παιδικά μου χρόνια τρελλαινόμουνα με τις φωτογραφίες, μ' άρεσε να βγάζω άλλους, δε μ' άρεσε όμως να με φωτογραφίζουν, μα να που τώρα στην oχράνα καταχάρηκα - πάει να πει, με παίρνουνε στα σοβαρά.
Ilya Grigoryevich Ehrenburg (1891–1967)
Илья Григорьевич Эренбург





* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Η. Έρενμπουργκ, Άνθρωποι, χρόνια, ζωή (τόμος α')
εκδ. Νεφέλη, 1980
* Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
*
Φωτογραφίες: commons.wikimedia.org

Ετικέτες , ,