16 Απρ 2009

73 ~ Ρώμος Φιλύρας: μακαρίζω την παιδική μου ευτυχία για την ανήσυχη ζεστασιά...

Προτού γεννηθώ, πριχού προετοιμασθή το άνοιγμα των ανοιχτοκαστανών γαλανών ματιών μου στο φως του ήλιου, στο φως του φεγγαριού και αστριών, στο φως του κόσμου, αισθάνομαι τώρα πως εσκιρτούσα στις φλέβες του καθαυτού πατέρα μου, σε μια γλυκεία, διαυγή κι ερωτική, λεβέντικη θερμή κι ιπποτική διάθεσι και στην γλυκόαιμη καρδιά και σάρκα της καθαυτό μάννας μου, με το συγκινητικώτερο παλμό και την πιο ένθεη μανία. Και λέω των "καθαυτό" πατέρα μου και μητέρας μου, γιατί προέρχομαι από το αίμα 15 πατεράδων και 22 μαννάδων πρώτης ποιότητος αίματος, δηλαδή Αυτοκρατορικού-Βασιλικού και άλλων τόσων, δευτέρας ποιότητος, δηλαδή μαρκησιακού, πριγκηπικού, δουκικού, κομητικού και τουρκαλβανικού.

Ήμουν νευρικός, μικρός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, αλλοπρόσαλλος, βερέμης, κλαψιάρης, παραπονιάρης, λιγόψυχος, ανυπόμονος, ατίθασσος, επίμονος, πεισματάρης.

- Τι είσαι τέλος πάντων! Μου είπε κάποτε μια σπάνια κυρία που είχα αγαπήσει κι αγαπώ πάντοτε, που την αγάπησα όσο τίποτ' άλλο στον κόσμο, με στοργή και πόνο, σαν αγαπημένη παρηγορήτρα, μ' άπειρη αγάπη κι έρωτα αιώνιο και που κάθε φορά τρέμω στην ενθύμησί της, μην τύχη και τη xάσω καμμιά μέρα για πάντα - ο μη γένοιτο. Βαθύτερα απ' όλες τις υπάρξεις του μικρού μου xωριού, μόλις ξύπνησα στην αίσθησι του κόσμου διαυγέστερα, έδεσα τη ζωή μου αυτή τη γυναίκα, αν κι ήρθε αργότερα απ' τη φαμίλια μου και απ' όλες τις άλλες αντρίκειες και γυναικείες υπάρξεις στη ζωή μου. Πλάι στη μάννα μου, που ενεψύχωσε, σα νεώτερή της, όλη τη στοργή για τη μέλλουσα ζωή μας. Κι είτε κοντά της, είτε μακρυά της, τους ίδιους παλμούς αισθάνομαι πάντα γι' αυτή κι αν έxω γίνει λίγο καρδιακός, είνε γιατί δεν είμαι πάντα κοντά της. Μπορεί η καλή μου να μη μ' αγαπά τόσο πολύ και πάντοτε, μπορεί ν' απασxόλησε το νου της με ματαιοδοξίες, όπως κι εγώ κάποτε, μα εγώ θα την αγαπώ πάντα στον αιώνα και μετά θάνατον. Σ' ένα μόνο νεύμα της εγώ υποκύπτω και σωριάζομαι δικός της και μόνο δικός της. Όλ' η ζωή μου είν' εκείνη! Μα ήταν κι άλλες, ήταν κι άλλοι που μ' αγαπούσαν.

Ήταν προ πάντων ο πατέρας μου, ο ξανθός λεβέντης, ο ωραίος ιππότης, ο αγνός ιδεολόγος, ο ειλικρινής άνθρωπος, ο λαμπρός Ελληνιστής, ο ευφράδης ρήτωρ, ο ενθουσιώδης πατριώτης, ο φίλαλλος, ο αλτρουϊστής, ο αυτοθυσιαζόμενος δια τους άλλους, ο γεμάτος αυταπάρνησιν, ο γλυκύς Βασιλάκης, xάρμα δι' όσους ήσαν εις θέσιν να τον εννοούν μέσα εις το στενόν επαρxιακόν περιβάλλον, αυτόν τον κυανόαιμον κι ευγενή, απόγονον όλων των Αυτοκρατόρων του Κόσμου, τον ανεπιτήδευτον, απλόν και αφελή, κάρφος διά τους εxθρούς του, λόγω της κυριαρxίας του επί των ψυxών των καλών και των κατακτήσεών του μεταξύ των γυναικών, η φήμη των οποίων έφθανε μέxρι των Αθηνών και υπερέβαινε και τα όρια της Ελλάδος, φθάνουσα μέxρι Λονδίνου και εκείθεν μέxρι των εσxατιών της Κίνας.
[....]
Ο καλός μου πατέρας μού 'λεγε, όταν ήμουν μικρός, εκνευρισμένος, παραπονιάρης και κλαυθμηρός:
- Τι σου λείπει; Δε μού 'λειπε τίποτα. Μού 'λειπε το Άγνωστο, εκείνο που ονειρευόμαστε να 'ρθη μια 'μέρα στη ζωή μας σαν ραγδαία βροχή ευτυχίας, σαν χαλάζι αφθονίας, πλούτου, σαν ξέσπασμα της ανυπομονησίας μας για το απροσδόκητο, που τάχα θα 'νε κάτι νέο, μία απόλαυσι δριμεία πνευματική, γιατί όταν ήμαστε παιδιά με όνειρα και φιλοδοξίες, δεν επιτρέπαμε στην αίσθησί μας να ομολογήση πως διψάμε τον έρωτα κι όχι την πνευματική κατάκτησι. Και που νά 'ξερα πως τα καλοκαιρινά μεσημέρια μου κι οι νυχτερινοί μου ύπνοι, ήταν γεμάτοι απόλαυσι...

Τώρα που ξύπνησα κι όλο ξυπνώ στην ενθύμησι των περασμένων, μακαρίζω την παιδική μου ευτυχία για την ανήσυχη ζεστασιά, τα χάδια της μητέρας μου και τόσων γυναικών κοντά της, που ήθελα όμως να 'νε πυκνότερη: Τόσο μού 'λειπε η απόλαυσι, τόσο δυνατό αίμα ήμουνα, τόση υπεραιμία ζάλιζε τα μελίγκια μου, τόση δίψα ηδονής ετάραζε, ταράζει και θα ταράζη το κορμί μου και το πνεύμα μου, ως που εντελώς να γεράσω.
[....]
Ό,τι με φλόγιζε περισσότερο στην παιδική, την εφηβική μου ηλικία και τώρα και πάντα, ήταν η προσήλωσι στη ρυθμική και στην έμμετρη δημιουργική εργασία: Το να γράφω ποιήματα, το να ριμάρω στίχους, ήταν, είνε και θα είνε ο μοναδικός στη ζωή μου προορισμός, η μόνη μου κατεύθυνσις και φιλοδοξία. Όταν ήμουν πιο μικρός, σε στιγμές ανόητες σκέψεως, έλεγα: Αν δεν γίνω εντός τριών ετών μεγάλος ποιητής, θ' αυτοκτονήσω!
Πολλοί καλοθεληταί ή κοτσομπόληδες, μοχθηροί ή αντίζηλοι, όπως θέλετε, περιγελούσαν τότε αυτή μου την κουταμάρα, αποδίδοντες εις ερωτικά ή άλλα ελατήρια τον αφορισμό μου: Πατούσαν και πατούν στην πήττα, γιατί ποτέ δεν βρέθηκα ή πιστεύω να βρεθώ στη ζωή μου σε τόσο θολή ψυχολογική κατάστασι, ώστε να αισθανθώ την ανάγκη ν' αφαιρέσω μόνος μου τη ζωή μου, εκτός αν βρεθώ πιεσμένος από δεινότατα περιστατικά και πάλι το αγαθό της ζωής θα 'χη αιώνιο για μένα το θέλγητρο του...
[....]
Ό,τι με εφλόγιζε στη ζωή μου, ήταν το να είμαι, αν ήμουν, αν μπορούσα να είμαι ή και να μπορούσα να γίνω, τελειοποιών ό,τι είχα μέσα μου ως «φυσικόν δώρον» στην υψηλότερα και ανωτέρα σημασία της λέξεως: «Ποιητής». Δεν εύρισκα μεγαλύτερον προορισμόν για τη ζωή ενός φωτισμένου, Διανοητικού ανθρώπου, από το να είνε, αν ήτο, δημιουργός, δηλαδή ποιητής, λυρικός υμνητής, ενθουσιώδης απολογητής της ζωής, του συναισθήματος και της συγκινήσεως, της χαράς, του πόνου, του έρωτος, του καϋμού και του θανάτου. Όλα, έλεγα μέσα μου, είν' ένα επάγγελμα, μία επιστήμη, εμπόριο, βιομηχανία, βιοπάλη, χρήμα και ύλη: Ό,τι μένει, ό,τι μας υψώνει επάνω από τα καθημερινά, ό,τι μας δονεί, μας συγκινεί, μας ενθουσιάζει, μας ρίχνει σ' έκστασι, μας συνεπαίρνει και μας ανεβάζει στα ύψη της αισθήσεως, είνε αυτό το ποσόν συγκεκινημένης και ευνοϊκής εις συγκίνησιν ουσίας, που έχουμε μέσα μας, δηλαδή εκείνο που λέγεται τάλαντον, επομένως η Τέχνη, ιδίως η θεία Ποίησις, ο Λόγος, που είνε «εν αρχή», όπως είπε κι ο Χριστός, η έκφρασις του συναισθήματός μας, η μετουσιωμένη σε ρυθμό και σε ήχο συγκίνησίς μας, το κρυφό μας αίσθημα ή μαράζι, η αγάπη μας, ο παλμός της ζωής μας.
Ρώμος Φιλύρας (1888-1942)


* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά
(κεφ. Η παράδοξη αυτοβιογραφία μου) - εκδ. Καστανιώτη, 2007
* οι φωτογραφίες περιλαμβάνονται στο βιβλίο.


Ακόμα:
- για τον Ρώμο Φιλύρα, στο μετά τιμής

Ετικέτες , ,

1 Απρ 2009

72 ~ Τάσος Δενέγρης: είδα κάτι γκαζές ασυνήθιστα μεγάλες, άλλες θαμπές κι άλλες διάφανες.

Ήταν Μάρτης του 1942. Πείνα, Κατοχή. Χοντρή πείνα. Λίγο πριν από το μεσημέρι, ο πατέρας μου κι εγώ βγήκαμε απ' το σπίτι μας στους Αμπελοκήπους, διασχίσαμε τον μικρό κήπο με τα ελάχιστα λουλούδια γιατί ποιος είχε τότε όρεξη να καλλιεργεί λουλούδια, αν υπήρχε χώρος φύτευε πράγματα φαγώσιμα, όπως έκανε ο πατέρας μου που είχε φυτέψει ρόκα και κάρδαμο και ντοματιές. Άνοιξε λοιπόν τη βαρειά σιδερένια πόρτα, στρίψαμε δεξιά κι αρχίσαμε να περπατάμε. Τη σιδερένια πόρτα στην αναφέρω γιατί ήταν ασυνήθιστα βαρειά και συμπαγής για έναν τόσο μικρό κήπο αλλά και γιατί πολλές φορές στον ύπνο μου ακούω τον ήχο της, ένα χαρακτηριστικό τρίξιμο. Είχαμε να κάνουμε πολύ δρόμο κι ύστερα μην ξεχνάς πόσο ήμαστε εξαντλημένοι από την πείνα. Στην πρώτη γωνία, το πιο όμορφο σπίτι της περιοχής. Η έπαυλη ΠΥΡΡΗ. Τότε στεγαζόταν το Φρουραρχείο των Γερμανών. Ιστορικό κτίριο. Τον Δεκέμβρη του '44, έγινε Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ. Ο κήπος είχε φοίνικες. Λίγο πιο κάτω, ήταν το Μαιευτήριο της Έλενας. Στο χώρο έξω από το Μαιευτήριο μαζευόμαστε πολλά παιδιά και παίζαμε μπάλα. Εκεί και τελείωνε η γνωστή περιοχή. Πέρα από αυτό το σημείο δεν είχα ποτέ ξεμυτίσει. Συνεχίσαμε λοιπόν στη Δεινοκράτους. Στα δεξιά μας κατέβαινε ο Λυκαβηττός. Τα δέντρα τότε ήταν για μένα πλάσματα ζωντανά που μιλούσαν μεταξύ τους αλλά και μαζί μου, έτσι ακολουθούσα τον πατέρα μου παραμιλώντας μέχρι που φάνηκε η Δεξαμενή. Στα δεξιά του δρόμου ήταν ένα ψιλικατζίδικο κι εκεί στη βιτρίνα του, καθώς χάζευα τα βάζα με τις χρωματιστές καραμέλλες, είδα κάτι γκαζές ασυνήθιστα μεγάλες, άλλες θαμπές κι άλλες διάφανες. Υπήρχαν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί χρωμάτων. Έχασα τον μπούσουλα. Προσπαθούσα να δω ποιαν θα διάλεγα αν μπορούσα ν' αποκτήσω μία. Ο πατέρας μου, που είχε λιγάκι προχωρήσει, γύρισε να δει τι κάνω. Ήρθε στο πλάι μου, κατάλαβε που κατευθυνόταν το βλέμμα μου και με τράβηξε απότομα. Διασχίσαμε την πλατεία Δεξαμενής, κατεβήκαμε τα σκαλιά και βρεθήκαμε στην πλατεία Συντάγματος. Μου είναι δύσκολο να σου περιγράψω τη σκηνή που ακολουθεί. Το συναίσθημα παραμένει ζωντανό, η απεικόνισή του όμως χωλαίνει. Ίσως γιατί χάθηκαν οι λεπτομέρειες. Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ήταν κόσμος μαζεμένος, άντρες και γυναίκες, δεκαοχτώ, είκοσι χρονώ. Πολλοί απ' αυτούς κρατούσαν ελληνικές σημαίες που τις ανέμιζαν, ενώ σε λίγο άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο. Αυτό ήταν που μου έκανε και τη μεγαλύτερη εντύπωση. Υπήρχε πολύς ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα. «Είναι 25η Μαρτίου», λέει ο πατέρας μου, «κι ήλθαν οι φοιτητές να καταθέσουν στεφάνια». Κοντοσταθήκαμε λίγο και κοιτάζαμε. «Θα στείλουν τους μπουραντάδες να τους διαλύσουν. Ίσως χυθεί αίμα», ξαναλέει. Με πήρε απ' το χέρι και συνεχίσαμε τη διαδρομή. Θυμάμαι τη μακριά, ατελείωτη μάντρα της Χωροφυλακής και τις σκοπιές στου Μακρυγιάννη. Κάποια στιγμή ξέφυγα απ' το χέρι του κι άρχισα να μένω πίσω. Ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό μου, κάτι δυσάρεστο και σχεδόν ασφυκτικό, που δεν μ' άφηνε να χαρώ τη διαδρομή ούτε να συγκεντρωθώ στα παιγνίδια πού έπαιζα στο μυαλό μου.

[...] στο σημείο που ο Λυκαβηττός κατεβαίνει μέχρι το δρόμο έδωσα δυο δρασκελιές κι ανέβηκα στην πλαγιά. Μερικά μέτρα πιο πάνω. Ακούμπησα σ' έναν κορμό κι άρχισα να τοξεύω, να παριστάνω δηλαδή τις κινήσεις που κάνει ο τοξότης. Παράλληλα έβγαζα ήχους ανακατεμένους με λέξεις ακατάληπτες, που υποτίθεται πως ήταν ξενικές. Αυτό κράτησε μέχρι τρία λεπτά. Άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας, κάνοντας κινήσεις ξιφομαχίας με το αριστερό, με το οποίο κρατούσα το φανταστικό μου σπαθί, σαν να άνοιγα δρόμο ανάμεσα σε πολυπληθείς εχθρούς. Ο πατέρας μου περίμενε πιο κάτω. [...] Το θεώρησε φυσικό ότι ένα παιδί βαριέται και θέλει να εκτονωθεί. Όσο για την παντομίμα, όπως την λες, ήξερε ότι επρόκειτο για τη μάχη του Azincourt 1415. [...] Από μικρός είχα μανία με την Ιστορία. Εκείνη τη χρονιά μου 'χε πέσει στα χέρια ένα παλιό γαλλικό βιβλίο Ιστορίας. Εγώ γαλλικά δεν ήξερα, αλλά το βιβλίο ήταν γεμάτο εικόνες. Μία από αυτές, πολύ εντυπωσιακή, απεικόνιζε μια μάχη κι από κάτω έγραφε Azincourt 1415. Ρώτησα τον πατέρα μου να μου εξηγήσει σχετικά κι εκείνος, αφού διάβασε το κείμενο, μου είπε πως επρόκειτο για μια μάχη που έγινε το 1415 στη βόρειο Γαλλία και ότι οι Άγγλοι με κόλπο νίκησαν τους Γάλλους. Δηλαδή παρέσυραν το βαρύ γαλλικό ιππικό σ' έναν βάλτο κι όταν άλογα και ιππότες κόλλησαν στη λάσπη, τότε Άγγλοι τοξότες, κρυμμένοι στα δέντρα απ' το απέναντι δάσος, τους έριξαν έναν καταιγισμό από βέλη. Επιτέθηκαν, στη συνέχεια, οι Άγγλοι πεζικάριοι και τους αποτελείωσαν. - Κι εσύ με ποιους ήσουν; ρωτάει ο Μάρκος. - Με τους Άγγλους, επειδή ανέτρεψαν τα προγνωστικά, αφού πολέμησαν 1 προς 5 και ενίκησαν. Στο γυρισμό λοιπόν, όταν φτάσαμε στον Λυκαβηττό, μου ήρθε στο νου μου το δάσος του Azincourt και θέλησα να παίξω τη μάχη σαν τελετουργία, για να μπορέσουμε κι εμείς να νικήσουμε αυτούς τους ξένους πανίσχυρους στρατιώτες που μας παίρνουν το ψωμί απ' το στόμα και δεν μας αφήνουν σε χλωρό κλαρί.
Τάσος Δενέγρης (1934-2009)


* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
SANTÉ - 15 συγγραφείς και ένα μυθικό τσιγάρο
(Τάσος Δενέγρης: Η μάχη του AZINCOURT)

εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1998
* φωτογραφίες: greece2001, news.thomasnet.com

= = = = = =

Ο ποιητής Τάσος Δενέγρης στον Σείριο
από τον Γιώργο - Ίκαρο Μπαμπασάκη
Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας - 13/03/2009
Η απώλεια να μας χτυπάει βάναυσα την πόρτα, και μόνο βάλσαμο να είναι η άγρα αναμνήσεων και η απόπειρα να γράψεις για τον φίλο που έφυγε. Τούτη τη φορά ήταν ο Τάσος Δενέγρης, ο ποιητής που μας κέρδισε μέσα από τα τεύχη τού τόσο πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού «Πάλι», και αργότερα με τις συλλογές που εξέδωσε στα αξέχαστα «Τραμάκια», τα τόσο περίκομψα και πολύτιμα, στον Άκμονα, στον Καστανιώτη, στον Πατάκη, στο ύψιλον/βιβλία, τα άπαντά του: Μιλάει ο Αγριόχειρος, ποιήματα, 1952-2008. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του.

Κάναμε παρέα, και πάντα με εντυπωσίαζε με τη βαθιά τρυφερή φωνή του, με τη ροκ διάθεσή του, με τη βαθύνοιά του, που φρόντιζε να την εκφράζει με λιτά μέσα, με απλές λέξεις, μα καλοδιαλεγμένες, με μια σκυταλοδρομία από κοφτές φράσεις γεμάτες σημασία και πείρα. Βρεθήκαμε ν' απαγγέλλουμε μαζί ποιήματα του Νίκου Καρούζου, σε μιαν εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου μας ποιητή, και αναρρίγησα από τον τρόπο με τον οποίο ο Δενέγρης εξέφερε τους στίχους του: η ακρίβεια και η σαφήνεια αντάλλασσαν, στην απαγγελία του, χειραψίες με τη νύξη, με τον υπαινιγμό.

Και πριν από μερικές εβδομάδες, ένας κοινός μας φίλος να μου τηλεφωνεί και να με πληροφορεί ότι ο Τάσος Δενέγρης έφυγε για τους λειμώνες του ουρανού, πήγε εκεί να συναντήσει τους ποιητές που λάτρεψε. Κι εγώ να τον θυμάμαι πάντα ολοζώντανο, με το μελαγχολικό του βλέμμα και το μόνιμο μειδίαμα του ανθρώπου που έχει ζήσει πολλά και ξέρει καλά τον κόσμο. Να τον θυμάμαι πρωτίστως ως ποιητή αλλά, συνάμα, και ως έξοχο, ανεπίληπτο μεταφραστή του Μπόρχες, και του Τζον Ντος Πάσος, και του Κορτάσαρ, και του Οκτάβιο Πας. Να τον θυμάμαι επίσης ως πρωταγωνιστή στην τόσο άρτια ποιητική ταινία «Σχετικά με τον Βασίλη» του Σταύρου Τσιώλη, στα 1986, στον κινηματογράφο «Έλλη». Κι ακόμα να τον θυμάμαι ως συνταξιδιώτη του ποιητή Θάνου Σταθόπουλου σ' ένα περιπετειώδες ταξίδι-προσκύνημα στο παλιό καλό Βερολίνο. Ο Τάσος Δενέγρης, γεννημένος το 1934, έφυγε από τούτο τον κόσμο στις 9 Φεβρουαρίου του 2009, και τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του στις 11 Φεβρουαρίου, στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ας θυμηθώ και πάλι την αγάπη του για τις γάτες, που τόσο τις τίμησε στην ποίησή του, ας θυμηθώ την αρχή από το Ποίημα Αχαλίνωτο, του 1996:
«Κι εγώ που ενόμιζα στο καφενείο
Πως το ποίημα
Ό,τι θέλω το κάνω
Σε ρυθμούς το υπάγω
Και σε ήχους εξαίσιους
Της ελληνικής
Αντιλήφθηκα ξάφνου
Πως εκείνο με πάει
Απ' εδώ κι από εκεί».

[....] Μετακινούμενος με ποιητική άνεση ανάμεσα στη μελαγχολία της καθημερινότητας και στην ανάταση ενός χρόνου που εκτείνεται πέρα από κάθε ορατό ορίζοντα, ο Δενέγρης επανακαθορίζει το νόημα των στιγμών, τις ανατέμνει και τις εμπλουτίζει ώστε να είναι ανθεκτικές απέναντι στην αναπότρεπτη φθορά. Τα ποιήματά του είναι ταυτοχρόνως φωτογραφίες και τραγούδια.

Ασπρόμαυρες φωτογραφίες και βραχνές μελωδίες των μπλουζ και του ροκ. Κι έτσι ανθίστανται κι αυτά στο βουητό του καταρράκτη του χρόνου, συνιστώντας το πνεύμα της άμυνας και την άμυνα του πνεύματος.

Ετικέτες , ,