22 Νοε 2009

85 ~ Nina Kosterina: το κύπελο με το νερό της γνώσης

10 Δεκεμβρίου
Όταν ήμουνα στο Μπακού, πολλοί άνθρωποι (Άρμένηδες, Τούρκοι, Γεωργιανοί) με ρωτούσανε ποια είναι η εθνικότητα μου. Στη Μόσχα αυτή την ερώτηση δεν μού την έκανε ποτέ κανένας κι ούτε μέσα στην οικογένεια μας κανείς τη σκέφτηκε ποτέ. Ξάφνου οι άνθρωποι άρχισαν να ενδιαφέρονται για την εθνικότητά μου. Στο Μπακού, όταν απαιτούσαν, από μένα τη Μοσχοβίτισσα, να μάθω αρζεμπαϊτζάνικα, ένιωθα πως ήμουνα Ρωσίδα. Ως τότε, δε με είχε απασχολήσει ποτέ αυτή η σκέψη, ούτε είχα ποτέ συναίσθηση της εθνικότητάς μου. Για τις άλλες εθνικότητες δεν έχω καμιά ειδική προτίμηση, για μένα όλα τα έθνη είναι το ίδιο.

Χτες, όταν ύστερα από την επίσκεψη στην πινακοθήκη γύρισα στο σπίτι — διασχίζοντας το κέντρο της πόλης, περνώντας από την Κόκκινη πλατεία, μπροστά από το Κρεμλίνο και τον Άγιο Βασίλειο — ένιωσα πάλι ξαφνικά κάποιο βαθύ δεσμό συγγένειας με τους πίνακες που είχα δει στην πινακοθήκη. Είμαι Ρωσίδα. Στην αρχή μ' έπιασε πανικός. Μήπως γίνομαι σωβινίστρια; Όχι, ο σωβινισμός είναι κάτι που δεν έχει σχέση με μένα, μα παράλληλα νιώθω πως είμαι Ρωσίδα. Κοίταζα τα θαυμάσια γλυπτά του Αντοκόλσκι, τον Μεγάλο Πέτρο και τον Ιβάν τον Τρομερό, και με πλημμυρούσε ένα αίσθημα περηφάνιας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι Ρώσοι! Κι ο πίνακας του Ρέπιν «Οι κοζάκοι του Ζαπορόζιε»; Κι ο πίνακας του Κότσεμπ: «Ο ρούσικος στρατός στις "Αλπεις»; «Η μάχη του Τσεσμέ» του Αϊβαζόφσκι; — και του Σούρικοφ «Ή βογιάρα Μαρόζοβα» κι «Η εκτέλεση των Στρέλτσι»; Όλα αυτά είναι η ιστορία της Ρωσίας, η Ιστορία των προγόνων μου...

15 Δεκεμβρίου
Κάθε φορά που πλησιάζω αυτό το ωραίο αυστηρό κτίριο — τη Βιβλιοθήκη Λένιν, νιώθω να με κυριεύει ένα παράξενο συναίσθημα. Καθετί που με απασχολούσε, με ανησυχούσε, μ' έκανε να χαίρομαι, όλες οι μικρότητες, τα κουτσομπολιά της καθημερινής ζωής — όλα εξαφανίζονται και μπαίνω μέσα στην γεμάτη διανοητική συγκέντρωση ησυχία της αίθουσας. Ήρεμα, χωρίς βιασύνη, σα να φοβάμαι μη μου χυθεί κάποιο πολύτιμο υγρό που βρίσκεται στο κύπελο που κρατώ ξέχειλο στα χέρια μου — το ζωντανό νερό της γνώσης.

Τι καλά που είναι στη βιβλιοθήκη! Εδώ βασιλεύει αυστηρή ησυxία. Όxι καμιά νεκρή, καταπιεστική ησυxία που σου προκαλεί ανησυχία, αλλά μια ησυxία γεμάτη πνευματικότητα, που σε προδιαθέτει για εργασία έρευνας και σκέψης. Ο θόρυβος από τις σελίδες των βιβλίων και των τετραδίων που γυρίζουν, το ψιθύρισμα των υπαλλήλων της βιβλιοθήκης, το ελαφρό κύμα αέρα, που δημιουργείται απ' αυτούς που έρxονται και φεύγουν...

Η ησυxία της βιβλιοθήκης μου θυμίζει την ησυxία του δάσους, όταν δεν κουνιέται ούτ' ένα φυλλαράκι — κι είναι τόση η σιγαλιά που ακούς τον xτύπο της καρδιάς σου, ενώ γύρω σου νιώθεις τη ζωή που βράζει.

Αγάπησα τη βιβλιοθήκη. Πηγαίνω συχνά εκεί και κάθομαι στην αγαπημένη μου γωνιά. Η λάμπα, η πένα, το μελάνι, η ησυχία... Οι υπάλληλοι με γνωρίζουν πια, κι εκπληρώνουν την παραγγελία μου με γρηγοράδα και προσοχή. Αν δεν βρουν ένα βιβλίο που θέλω, την άλλη μέρα οπωσδήποτε θα φροντίσουν να το κρατήσουν για μένα. Πολλές φορές το κεφάλι μου δε μπορεί να χωρέσει αυτά που γράφει το βιβλίο. Τότε παίρνω πένα και χαρτί όπως τώρα. θέλω ακόμα μια φορά να κάνω έναν έλεγχο των βιβλίων που διάβασα αυτούς τους τρεις τελευταίους μήνες, τρεις μήνες γεμάτους μαύρες σκέψεις και συγκινήσεις, γεμάτους πόνο.

Ήταν μια περίοδος καταθλιπτική. Μ' έκαναν να νιώσω την κοινωνική υποτίμησή μου, για τα λάθη του πατέρα μου. Ήρθε ύστερα η αποτυχία του ταξιδιού μου στο Μπακού. Τα τρεχάματα κι οι φασαρίες στη Μόσχα και τέλος το τρελό λαχάνιασμα για να προλάβω τα μαθήματα που έχασα με το να γραφτώ τόσο αργά στο Ινστιτούτο. Μόλις xτες διάβασα το θαυμάσιο έργο του Ίψεν «Πέερ Γκύντ» κι απ' αυτό ακριβώς θέλω ν' αρχίσω. Είναι ένα έργο όλο φαντασία, σαν παραμύθι, γεμάτο χάρη και σα να 'ναι γεμάτο ήxους. Το διαβάζεις και θαρείς πως ακούς μουσική. Κλείνω τα μάτια και στ' αυτιά μου αντηxεί το τραγούδι της Σόλβεϊγκ. Βλέπω μπροστά μου να κατηφορίζουν τα δασωμένα βουνά οι πομπές των νάνων και των στοιxειών, κοιτάζω την «Γυναίκα με τα πράσινα», με την παραμυθένια ομορφιά. . . Ονειρεύομαι ν' ακούσω κάποτε τη μουσική του Γκριγκ για τον «Πέερ Γκύντ».

Διάβασα επίσης: Βερεσάεφ («Χωρίς δρόμο» «Ημερολόγιο ενός γιατρού» και άλλα), Πομιαλόφσκι («Μικροαστική ευτυχία»), Σλεπτσόφ («Δύσκολα χρόνια») — το καταπληκτικό βιβλίο του Τολστόι «Μαρτυρική πορεία». Τα βιβλία του Κνουτ Χάμσουν: «Πείνα», «Ο Παν», «Βικτωρία». Τι περήφανοι οι ήρωες του Χάμσουν κι η αγάπη γι' αυτούς είναι κάτι σαν μοίρα. Πολύ όμορφα περιγράφει ο Χάμσουν τη φύση. Τα τελευταία χρόνια προσχώρησε στο φασισμό. Πρέπει να διαβάσω όλες τις μελέτες που έχουν γραφτεί για τον Χάμσουν.
Εξαιρετικά τα βιβλία του Ρομαίν - Ρολλάν: «Γκαίτε» και «Μπετόβεν». Τώρα τελευταία πήγα σε μια συναυλία κι άκουσα το κουαρτέτο «Μπετόβεν». Η ερμηνεία τους μου άφησε μια βαθιά και δυνατή εντύπωση.

Συλλογιόμουνα με λύπη το τεράστιο κενό που υπάρχει στη μόρφωσή μου — η απουσία μουσικών γνώσεων. Ο Μπετόβεν με εντυπωσίασε τόσο που ρίχτηκα στα βιβλία που γράφουν γι' αυτόν. Μπορεί να είμαι μουσικά αμόρφωτη, όμως μπορώ τουλάχιστον να διαβάσω βιβλία για τους μουσικούς.

Βοκκάκιος: «Δεκαήμερο». Τις εντυπώσεις μου γι' αυτό το βιβλίο τις παρασιωπώ μ' ένα σεμνό χαμόγελο. Ο' Χένρυ: — «Νουβέλλες». Λένε πως είναι «ο Αμερικάνος Ζόστσενκο». Αυτό είναι, φυσικά, ανόητο. Ο Ο' Χένρυ είναι ασύγκριτα καλύτερος, πιο βαθύς, πρωτότυπος και, το κυριότερο, πιο έξυπνος από τον Ζόστσενκο. Και πάλι ξαναδιάβασα (για ποσοστή φορά) τον Χάινε. Με συνόδεψε στο Μπακού, γυρίσαμε — και να πάλι μού χαμογελάει μελαγχολικά.

Κι αστείο και κρίμα δεν είναι,
να βλέπεις ψυχές που αγαπιούνται
κι ενώ οι καρδιές λαχταριούνται
ο νους να μη λέει να το νιώσει;
«Το ξέρεις, μικρούλα μου, πόση
αγάπη σού κρύβει η καρδιά μου;»
Κι εκείνη κουνά το κεφάλι:
«Για ποιον η αγάπη σου η τόση;»

Νίνα Κοστέρινα (1921-1941)


* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Νίνα Κοστέρινα, ημερολόγιο 1936-41
εκδ. Θεμέλιο, 1978
*Μετάφραση: Άλκη Ζέη
* η φωτογραφία είναι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Ετικέτες

4 Νοε 2009

84 ~ Μ. Καραγάτσης: τόρριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί...

Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιo. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια -σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι - τους διαφόρους "αρμοδίους", όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: " Τράβα και σύ Καραγάτση,όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά".

Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη. Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πώς, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην "γυναίκα των ονείρων μου". Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα - ένας ξερακιανός και καταχθόνιος - έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πως τον εκδικήθηκα σκληρά ...Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ.Καθηγητής - γέρος πια - ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών...

Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ.Πέτρον Χάρην, 'Aγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τορριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί...

Έγραψα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωες μου - Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊζη και ιδίως Γιούγκερμαν - είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πως το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν με εκάλεσε ακόμα να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ.Σπύρο Μελά.

Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ίδιοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πως ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. ΑΜΗΝ
Μ. Καραγάτσης (1908-1960)
(Δημήτριος Ροδόπουλος)




* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από
τον ιστότοπο The LAND of GODS, του Κώστα Δουρίδα
* φωτογραφίες: ekebi.gr, os3.gr,
pandektis.ekt.gr, grecia.cl

Ετικέτες , ,