20 Μαΐ 2009

75 ~ Γιώργος Β. Μακρής: ...ονειρευόμουν τον παράδεισο, όπου δεν καταφέρνουμε να βρεθούμε, από βλακεία μας.

Μέσα στο στήθος ένα αίσθημα ανακούφισης, που μου θυμίζει κάτι σαν καραμέλες μέντας και οδοντόκρεμες. Κι ένα πνεύμα σκωπτικό και κάπως σκληρό, αλλά δίκαιο, ευγνώμον, «που ήδη γνωρίζει», που σχεδόν κυμαίνεται ανάμεσα στη σκληρότητα και την τρυφερότητα. Είναι ένα αγαθό, μεγάλο κορίτσι. Θα πάμε μαζί για μπάνιο. Στα τραπεζάκια του «Ζώναρ'ς» φλυαρούμε ώρες ατέλειωτες.

Η Ζοζέτ μου έγραψε, ρωτώντας με, αν διατηρώ γι' αυτήν αισθήματα φιλίας, επειδή έχω καιρό να της γράψω, κι αν θα 'θελα να συνεχιστεί η σχέση μας, ή μήπως θα προτιμούσα ν' αρχίσει να με ξεχνάει. Της απαντώ, πως δεν έπαψα να την αγαπώ — και το πιστεύω. Πως δε θα 'θελα να χωρίσουμε, αλλά να ξορκίσω «το ξένο σώμα που την αλλοτριώνει», με άλλα λόγια τη συμβατικότητα και την παρανόηση. Ωστόσο αναρωτιέμαι, μήπως εκείνη είναι που νιώθει από την πλευρά της μια τέτοια ανάγκη. Προσθέτω στο γράμμα μου πως, σε μια τέτοια περίπτωση, δε θα 'θελα εγώ να την εμποδίσω, και πως είναι εντελώς ελεύθερη να αποφασίσει. Και πως εγώ πάντως, έχω πάρει την απόφαση να μη δημιουργήσω άλλον ερωτικό δεσμό, να μην έχω παρά εφήμερες σχέσεις, ακόμη κι αν μπω σε πειρασμό, ωσότου αυτός ο προβληματικός έρωτας να φανερώσει το αληθινό του πρόσωπο.
Στην Αθήνα η Ζοζέτ με κούρασε πολύ, αλλά:
1. Ελπίζω μια μέρα να καταλάβει.
2. Δεν θέλω να της επιβάλω εγώ αυτή την αναμονή.
3. Σιχαίνομαι τις τυπικές μονογαμικές σχέσεις και την πλαστή τους ταύτιση με τον έρωτα.
4. Θα ήθελα να διακόψει εκείνη από μόνη της, αν το θέλει, δίχως να μου το ζητήσει πλαγίως, αν, στο μεταξύ, δημιουργήσει μιαν άλλη σχέση, πιο ουσιαστική.
5. Κι όμως την αγαπώ, υπάρχει ακόμα μέσα μου όλη εκείνη η δευτερογενής επιθυμία, που γεννήθηκε μετά το πρώτο μας πλησίασμα. Όλ' αυτά δημιουργούν μια περίπλοκη, και αναμφισβήτητα τραυματική κατάσταση, κι ιδιαίτερα για κείνην, που δεν έχει και λίγα προβλήματα. Βέβαια, δεν ταυτίζεται τελικά με την πρώτη μου εικόνα, στην οποία συνεχίζω να ' μαι προσηλωμένος (στο όνειρο μάλλον, παρά στην πραγματικότητα, όπως διαμορφώθηκε). Ωστόσο θα την καταλάβαινα, αν με ξέχναγε' κι ακόμη, αν είχε άλλες σχέσεις, εφήμερες. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το αντιμετωπίζω σχεδόν με τρυφερότητα, κι όχι επειδή είμαι διεστραμμένος. Αν όμως κάνει μια επένδυνση σε άλλον, και μείνει κοντά μου από συνήθεια (αλλοτρίωση), ή από φόβο μη με πληγώσει, όχι' τότε θα φύγω. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα προτιμούσα να φύγει εκείνη. Ένα άλλο μαρτύριο: καταλαβαίνει άραγε τι εννοώ, όταν λέω πως την αγαπώ; Έχω πάντα μεγάλη δυσπιστία στα τυποποιημένα φερσίματά της, όσο κι αν η ένδειξη ότι πέρασε τη μεγάλη δοκιμασία, την προβάλλει συνεχώς στα μάτια μου σαν το ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ... [σημ: κενό στο χερόγραφο]
[....] Πειρασμός να της γράψω ότι, ναι, πρέπει ν' αρχίσει να ξεχνάει ό,τι έγινε, με την αίσθηση ότι ίσως έτσι να λυτρωθεί από ένα βάρος, καθώς άλλωστε κι εγώ (;).

Η γυναίκα που οραματίστηκα στην κάμαρη της Μαδουρής, μπορεί να είναι απαράλλαχτη η Ζοζέτ. Όμως δεν είναι. Δεν είναι καμιά. Από τη Ζοζέτ έχει την τάση του συνεχούς παιχνιδιού, κατάρα και ευλογία. Από τις άλλες, την τρυφερότητα που νιώθω γι' αυτές, και τη λύπη μου που είμαι ένας άνθρωπος αποσπασματικός, χαμένος στο επουσιώδες, εντελώς ανίκανος για το ουσιώδες, και που τις κομματιάζει κι αυτές.

Γιατί συχνά, θέλοντας να μείνουμε πιστοί σ' ένα δράμα, καταλήγουμε να κολλάμε σε ασημαντότητες.

Όχι, τίποτε απ' όλα αυτά δε σκέφτηκα στην ψηλοτάβανη κάμαρη της Μαδουρής. Η νύχτα κι οι ψιθυρισμοί των δέντρων έμπαιναν από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, και μια ταχύρροη ουσία, που όλα τα εμπεριείχε —σαν εγγεγραμμένα— παρακαλούσε να βγει από τα όρια του πραγματικού, να ενωθεί και να συμφιλιωθεί με το σύμπαν, όπως κάνει ο σαμάνος από την κορυφή του δέντρου για την ψυχή του αρρώστου. Τότε, η κενή θέση θα πρέπει να 'ταν η θέση μιας γυναίκας που να συνοψίζει όλους τους τύπους των γυναικών, η θέση της οποιασδήποτε γυναίκας-συντρόφου, μες στη μαγεία και την αγωνία του κόσμου. Θα λυπόμουν που δεν ήρθε η Μαρία, θ' αγαπούσα τη Ζιζέλ, θα εξιχνίαζα το αίνιγμα της Ζοζέτ, που την αγαπώ (χωρίς αίνιγμα). Η Μαρία πρέπει να χορέψει στο μπαλέτο σε τρεις μέρες, μα κι αν δεν είχε αυτή την υποχρέωση, πάλι δεν θα 'ρχόταν μετά τον καβγά μας. Όταν εκείνη ήθελε να 'ρθεί, βρήκα κάποιο πρόσχημα ν' αναβάλω το ταξίδι στο «νησί», που υποτίθεται πως συμβολίζει άλλο πράγμα, κλπ.

Μα ποιος νομίζεις πώς είσαι; Και γιατί;

Οι βάτραχοι και τα τριζόνια, η σκάλα που τρίζει, κάτι γαβγίσματα μακρινά δώσαν τη μόνη απάντηση που αξίζει.

Αποκοιμήθηκα ξεκαρδισμένος στα γέλια, ξέροντας πως είμαι γελοίος, κι ωστόσο ευχαριστημένος με την κατάσταση αυτή. Αν η Μαρία βρισκόταν εδώ, θα ποθούσα το μελαχρινό καί λυγερό κορμί της• το νυχτερινό σπίτι θα γέμιζε από τις ερωτικές κραυγές μας.

Ακόμα και τη Μαρία (χμ!) θα την αγαπούσα, μέσα στην αγάπη μου για το σύμπαν, τόσο που να μην αγαπώ άλλην καμιά.

Κοιμήθηκα βαθιά, ολομόναχος, κι ονειρευόμουν τον παράδεισο, όπου δεν καταφέρνουμε να βρεθούμε, από βλακεία μας.

Ξαναβουτάω στη θάλασσα στις έξι το πρωί, ακριβώς την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος. Ξεπλένομαι απ' όλα μέσα στο ΟΛΟΝ, και υπόσχομαι να είμαι ευτυχής... [1963;]
Γιώργος Β. Μακρής (1920-1968)


* Το αυτοβιογραφικό κείμενο, που είναι γραμμένο στα γαλλικά
και έχει μεταφρασθεί από τον Ε.Χ. Γονατά, είναι από το
κεφάλαιο: Σκέψεις - Φύλλα ημερολογίου, του βιβλίου
"Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή"
εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
* οι φωτογραφίες είναι από το ίδιο βιβλίο


Ακόμα:
Γιώργος Β. Μακρής, στο χωρίς άλλη αναβολή
Γιώργος Β. Μακρής, στο Γράμμα σε χαρτί

Ετικέτες , ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα