23 Δεκ 2008

65 ~ Λένα Πλάτωνος: Aπό το ανοιχτό παράθυρο

* Τον Μάνο Χατζιδάκι τον βάζω δίπλα στον φυσικό πατέρα μου Γεώργιο Πλάτωνα. Ο καθένας με τον τρόπο του με μύησε στη μουσική και τους το χρωστώ. Με τον Μάνο Χατζιδάκι πρωτοσυναντήθηκα όμως πολύ πιο νωρίς από τη "Λιλιπούπολη", έστω και εν αγνοία του. Το πρώτο τραγούδι που έπαιξα στο πιάνο σε ηλικία τεσσάρων ετών ήταν το "Γαρίφαλο στ' αφτί". Ηρθαν τελικά έτσι τα πράγματα που γνωριστήκαμε και προσωπικά.

* Τη γραφή της μουσικής μου εντελώς αντικειμενικά τη θεωρώ προωθημένη. Και το λέω τελείως αντικειμενικά. Αλλωστε όταν είχαν βγει κάποιοι δεν τα είχαν δεχτεί. Όπως δεν με είχαν δεχτεί και όταν με παρουσίασε ο Μάνος Χατζιδάκις στους μουσικούς κύκλους της εποχής. Γεγονός που τα μετέπειτα χρόνια έφερε αναστάτωση στην πορεία μου. Ο Μάνος όμως ήταν πάντοτε απρόβλεπτος και ανατρεπτικός. Η μουσική και το τραγούδι όμως δεν χρειάζεται να είναι ανατρεπτικά και απρόβλεπτα. Υπάρχουν και για να απαλύνουν τον πόνο της ψυχής».

* Μου είχαν κάνει πρόταση την οποία στην αρχή δεν αποδεχόμουν. Είχα αναρωτηθεί τότε ότι έναν τόσο μεγάλο και κλασικό ποιητή, όπως ο Κώστας Καρυωτάκης, πώς θα τον κάνω εγώ τραγούδια. Ερχόταν η άνοιξη, ήταν μεσημέρι και εντελώς συμπτωματικά, καθώς είχα ανοιχτό το παράθυρο - έμενα τότε σε ένα δώμα κάπου στον Λυκαβηττό -, ακούγονταν οι μακρινές φωνές μιας παρέας παιδιών που έπαιζαν μπάλα. Και έτσι το πρώτο τραγούδι που έφτιαξα είχε τις ιαχές των παιδιών, αν και λέγεται "Βράδυ". Τελικά η όλη δουλειά ήταν καλότυχη».
Λένα Πλάτωνος (1951)


(Η Λένα Πλάτωνος στον Γιώργο Σκίντσα. Από Το ΒΗΜΑ, 30/03/2003)
* φωτογραφία: rizospastis.gr

Ετικέτες , ,

20 Δεκ 2008

64 ~ Sylvia Plath: Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά

Daddy

Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις πια
Παλιό παπούτσι
Που μέσα του σαν πόδι έχω ζήσει
Τριάντα χρόνια τώρα φτωχό και λευκό,
Τολμώντας μόλις να πάρω ανάσα ή να φταρνιστώ.

Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά
Όμως προτού προλάβω είχες πεθάνει -
Μαρμάρινος, ένα τσουβάλι μπουκωμένο με Θεό,
Άγαλμα στοιχειωμένο με ένα γκρίζο δάχτυλο
Μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο

Και το κεφάλι μέσα στο φρικτό Ατλαντικό
Όπου βρέχει πράσινη βροχή στο κυανό
Πέρα από τα νερά του ωραίου Νουαζέτ.
Προσευχόμουν να σε ξαναβρώ.
Ach, du.

Στη γλώσσα τη γερμανική, σε μια πολωνική πολίχνη
Ισοπεδωμένη από τον οδοστρωτήρα
Πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Μα το όνομα της πολίχνης είναι κοινό.
Ο Πολωνός μου φίλος
Λέει πως υπάρχουνε ντουζίνες, μια ή δυο.
Κι έτσι ποτέ δεν μπορούσα να πω
Πού πάτησες το πόδι σου, οι ρίζες σου πούθε κρατούν
Δε θα μπορέσω ποτέ να σου μιλήσω.
Η γλώσσα μου κολλάει στον ουρανίσκο.

Μαγκώνει σε μια ακάνθινη συρμάτινη παγίδα.
Ιch, ich, ich, ich,
Ήμουν σχεδόν χωρίς φωνή.
Και νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα είναι αισχρή

Μια μηχανή, μια μηχανή
Που με μασούσε σαν Εβραίο.
Έναν Εβραίο στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα σαν Εβραίος να μιλώ.
Νομίζω πως μπορεί να είμαι Εβραία.

Τα χιόνια του Τιρόλου, της Βιένης η διάφανη μπίρα
Δεν είναι τόσο αγνά κι αληθινά.
Με την τσιγγάνα προγονό μου και το κακό μου ριζικό
Και τα χαρτιά μου τα ταρό, και τα χαρτιά μου τα ταρό
Ίσως και να 'μαι λιγάκι Εβραία.

Και ξέρεις, πάντα σε φοβόμουν
Με τη Luftwaffe σου και τα παράσημα σου.
Το τακτικό μουστάκι σου
Και τα αριά σου μάτια, γαλάζια φωτεινά.
Panzer-man, panzer-man, Ω εσύ —

Που Θεός δεν είσαι αλλά σβάστικα
Κατάμαυρη, που δεν τη διαπερνάει ο ουρανός.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν φασίστα,
Την μπότα στα μούτρα, του κτήνους την καρδιά
Του κτήνους, ενός κτήνους σαν εσένα.

Σε ένα μαυροπίνακα στέκεσαι, μπαμπά,
Στη φωτογραφία που κρατώ,
Ένα σημάδι στο σαγόνι αντί στο πόδι,
Αλλά δεν είσαι λιγότερο διάβολος γι' αυτό,
Όχι λιγότερο από το σκοτεινό άντρα

Που την όμορφη πορφυρή καρδιά μου έκοψε στα δυο.
Ήμουν δέκα χρονώ όταν σε βάλανε στον τάφο.
Και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ
Για να σε ξαναβρώ, για να σε ξαναβρώ.
Μπορούσα ακόμα και στα κόκαλα σου να αρκεστώ.

Αλλά με έσυραν έξω από το λάκκο
Και με κόλλα με ένωσαν ξανά.
Τότε όμως τι να κάνω ήξερα πια.
Έφτιαξα λοιπόν ένα μοντέλο από σένα,
Έναν άντρα με μαύρα και ύφος Meinkampf

Κι έναν έρωτα τροχό μαρτυρίων.
Και είπα δέχομαι, δέχομαι.
Κι έτσι ξόφλησα, μπαμπά.
Το μαύρο τηλέφωνο ξεριζωμένο
,Και οι φωνές δε φτάνουν μέχρι εδώ.

Αν σκότωσα ένα αρσενικό, σκότωσα δυο -
Το βρικόλακα που έμοιαζε σε σένα
Και μου 'πινε ολοχρονίς το αίμα,
Εφτά χρονιές, αν θες να ξέρεις.
Ησύχασε τώρα, μπαμπά.

Υπάρχει ένα παλούκι στη μαύρη σου καρδιά,
Και οι χωρικοί δε σε χώνεψαν ποτέ.
Χορεύουν τώρα και σε ποδοπατούν.
Ήξεραν πάντα ότι ήσουν εσύ.
Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, με σένα έχω ξοφλήσει πια.

Σύλβια Πλαθ (1932-1963)

Image Hosted by ImageShack.us

* από το βιβλίο Sylvia Plath, ποιήματα - εκδ. Κέδρος, 2003
σε μετάφραση Κατερίνας Ηλιοπούλου και Ελένης Ηλιοπούλου
(το ποίημα είναι από τη συλλογή Ariel)
* φωτογραφίες: news.bbc.co.uk, smith.edu


Ακόμα:
- η Σύλβια Πλαθ στο χωρίς άλλη αναβολή
- ποιήματα για την Σύλβια Πλαθ στο poem for you
- για την Σύλβια Πλαθ από τα "Γράμματα γενεθλίων"
του Τεντ Χιουζ, στο γράμμα σε χαρτί

Ετικέτες , ,

6 Δεκ 2008

63 ~ Χάρης Βλαβιανός: ...τόση αγάπη να γίνεται χώμα

Pentimento

[...]
Έζησα πλάι της.
Συγγένεια σημαίνει θάνατος.
Ο μόνος μας δεσμός
ένας πίνακας του Προσαλέντη,
τα σερβίτσια Βοημίας του Σικελού
—από τρίτο γάμο—
κι ένα στρογγυλό τραπέζι από όνυχα'
τίποτα δηλαδή.
Κάθε μέρα προσπαθούσα να γράψω τρεις στίχους
που η αντοχή τους
να υπερβαίνει τη δική μου,
ενώ εκείνη, αδιαφορώντας για ό,τι είχα διαφυλάξει
μέσα στις αναθυμιάσεις της οικογενειακής αρμονίας,
κυνηγούσε το θείο βρέφος
σε μιαν Αίγυπτο χωρίς θεό.

Δεκαοκτώ χρόνια στο έλεος αυτής της γυναίκας.
Δεκαοκτώ χρόνια κουβαλώντας έναν ξένο θάνατο.
Η Αγγλία ήταν ένας ελιγμός,
ο μόνος ευφυής ελιγμός στη ζωή μου.
Η λογοτεχνία, το Κολλέγιο του Λώρενς,
οι γοτθικές χαριτολογίες,
όλα μια πρόφαση.
Έπρεπε να σπάσει το συμβόλαιο αίματος,
το αποπνικτικό αυτό μη
της μητρικής τερατουργίας.
Η πτώση αυτή δεν είχε τέλος.
Οι απολογισμοί ήταν ανώφελοι.
Γιατί είναι δύσκολο να μιλάς
και ταυτόχρονα να συγκεντρώνεις
την προσοχή σου αλλού,
σ' αυτό που σκέφτεσαι πραγματικά
που ακούγεται μέσα σου πνιχτά
ψιθυριστά
σαν να ζητάει συγγνώμη που δεν έχει πεθάνει.

Τι παράξενο μια λέξη να σβήνει το χρώμα
και η αγάπη, τόση αγάπη, να γίνεται χώμα.


* * *

Oxford Blues

II
"Ο ποιητής του κολλεγίου; Ο τρελός του χωριού
πιο σωστά." (Ούτω πως o Τσάρλι.)
Το ερώτημα έπαψε να υφίσταται
από τη στιγμή που κατέφθασε o Μάρτιν
—ένα χωριατόπαιδο απ' το Λάνκαστερ
που μπορούσε να στέκεται όρθιος στο μονόξυλο
και με το κοντάρι στο χέρι
ν' απαγγέλλει μπαλλάντες του Καβαλκάντι στα ιταλικά!

"Εσύ δεν είσαι ο Έλληνας;
Μπορώ να δανειστώ τη γραφομηχανή σου;
Έχω να παραδώσω σε τρεις ώρες μια εργασία
για τα αττικά συμποτικά τραγούδια:
ουδέ καλάς σοφίας εστίν χάρις...
as they say my dear... Haris"
Τη στιγμή που του την έδινα
ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Γύρισα στο δωμάτιο μου
κι άρχισα να διαβάζω Σιμωνίδη με λύσσα.

V
Ήταν o πρώτος μου συμφοιτητής
που διάβασε τα άγουρα στιχάκια μου.
Ο Άνταμ, ο scholar της παρέας,
που η βραδυγλωσσία του τον εμπόδιζε
να παίρνει μέρος στις συζητήσεις μας
για την virtù του Μακιαβέλλι
— και την άλλη, την αμφιλεγόμενη,
της πρώην φιλενάδας του Πήτερ.
Ο Άνταμ με τον τέλειο γραφικό χαρακτήρα
που η Εδέμ του βρισκόταν
κάπου ανάμεσα στο λεξικό του Liddell & Scott
και τον Σοφοκλή του Murray
Χωρίς αμφιβολία o επόμενος Regius Professor of Greek.
Η πρώτη και καλύτερη μέχρι σήμερα κριτική
των ποιημάτων μου ήταν η δική του:
"Μου αρέσει πολύ, μου αρέσει πολύ
αυτό το-το-το"

Χάρης Βλαβιανός (1957)

* από το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού Adieu
Εκδ. Νεφέλη, 1996
* φωτογραφία: mic.gr

Ετικέτες , ,