24 Οκτ 2008

60 ~ Γιώργος Σεφέρης: Mέρες


Λαμπρή, 6 Μάη 1945
Στην πλαϊνή ταβέρνα τραγουδούν, μαζί με άλλα τραγούδια, το Χριστός Ανέστη. Όλος ο κόσμος διψασμένος για τούτη την Ανάσταση.
Σα να άραξα σήμερα στο λιμάνι που άφησα, εδώ και τέσσερα χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή, σ' ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι στον Ωρωπό. Ένα ξαλάφρωμα, και κάπως - αρκετά ίσως - χαμένος' όπως ο ναύτης που γυρίζει στο σπίτι του. Χρησιμοποιώ τώρα τις νύχτες' ως τις 3-3 1/2 το πρωί. Ο μόνος τρόπος να πραγματοποιήσω την "αποστράτευσή" μου.
Έχω ξαναπιάσει Καβάφη, ολωσδιόλου μηχανικά, για να πάρω από κάπου μιαν αρχή. Όλα τούτα δύσκολα' τα περασμένα εφτά χρόνια με βαραίνουν, και θα με βαραίνουν για πολύ ακόμη.

*
Τρίτη, 8 Μάη 1945
19.30. Τελειώνει η μέρα. Πουλιά τιτιβίζουν έξω στο περιβόλι, και ο αιώνιος σύντροφός μου, ο κόκορας. Γυρίζω από το Υπουργείο' χάνεται ο καιρός σε άδειες κουβέντες. Όμως η συμμετοχή σε τέτοιες κουβέντες είναι κι αυτή μέρος της υπαλληλικής ευσυνειδησίας. Σήμερα η μέρα που τελείωσε ο Πόλεμος. Το πρωί, από την ταράτσα του Υπουργείου, η παρέλαση' τσολιάδες που έχουν γίνει πια κινούμενα σκηνικά, κουρδισμένα στην εντέλεια. Δεν έχω κανένα αίσθημα' το μόνο που με συγκίνησε το πρωί, κοιτάζοντας το δρόμο από το παράθυρο του σπιτιού μου, ένας τυφλός παίζοντας στη φυσαρμόνικά του τον Ύμνο, καθώς προχωρούσε σέρνοντας τα πόδια του.

*
Πέμπτη, 31 Οκτώβρη 1946
Χτες στον «Ποσειδώνα» κι έπειτα στη Βαγιονιά. Η βορινή θάλασσα ακίνητη σαν καλοκαίρι. Κολύμπι. Το ακρογιάλι γεμάτο πελαγίσια ξαφρίσματα (ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά): ρίζες από καλάμια, παράξενα γλυμμένα ξύλα, φελλοί, ένας παράδεισος παιχνίδια για μένα. Έβαλα στο δισάκι μου αρκετά από αυτά τα σιωπηλά αντικείμενα. Είχαμε φύγει στις 10.00, γυρίσαμε στις 16.00' καλό περπάτημα.

Το ποίημα που γράφω από την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε. Σήμερα πρωί γυρίζω από τις 07.00 ακατάστατος, χωρίς να σταματήσω, πασπατεύοντας με τα χέρια μου, φτιάνοντας αντικείμενα που προσπαθώ να τους δώσω μια μορφή οικειότητας, πελεκώντας μια βέργα κυπαρίσσι πού έκοψα χτες. Η μυρωδιά αυτού του ξύλου, η αρχιτεκτονική του, το χρώμα του, με γεμίζουν αγαλλίαση. Αίσθημα σπατάλης, με τη ζωή που κάνω στην Αθήνα, πολύ έντονο από χτες. Ένα οποιοδήποτε χωράφι εδώ τριγύρω θα με εξανθρώπιζε χίλιες φορές περισσότερο από την αθηναίικη ζούγκλα. Έντονη ανάγκη (χτες και σήμερα) ν' αφήσω το Υπουργείο κι όλες αυτές τις φλυαρίες: όχι πια για να έχω τον καιρί να γράφω λογοτεχνί, αλλά για να ωριμάσω και να πεθάνω σαν άνθρωπος.

Βράδυ. Τ' απόγεμα έκοψα ξύλα ώσπου να σκοτεινιάσει. Γύρισα σπίτι ιδρωμένος, με τα χέρια γεμάτα ρετσίνι. Λουτρό, κι έπειτα κάθισα στο τραπέζι μου. Τελείωσα το ποίημα. Τίτλος: «Κίχλη»। Δεν ξέρω αν είναι καλό' ξέρω πως τελείωσε. Τώρα πρέπει να στεγνώσει.
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)




* από τις Μέρες, τ. Ε' 1 Γενάρη 1945 - 19 Απρίλη 1951
εκδ. Ίκαρος, 1977
* φωτογραφίες: tovima.dolnet.gr, os3.gr


Ακόμα:
- Γιώργος Σεφέρης: Κίχλη

Ετικέτες , , ,

10 Οκτ 2008

59 ~ Jean Jacques Rousseau: Σαν να είμαι εγώ

Κάποια μέρα, καθόμουν μόνος μου στο δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κουζίνα και διάβαζα τα μαθήματά μου. Η υπηρέτρια είχε βάλει πάνω στην πλάκα τις χτένες της δεσποινίδος Λαμπερσιέ για να στεγνώσουν. Όταν ήρθε να τις πάρει, βρήκε μία με τα μισά της δόντια σπασμένα. Ποιος έφταιγε για τη ζημιά; Κανένας άλλος δεν είχε μπει στο δωμάτιο. Με ρωτάνε' τους λέω πως εγώ δεν την άγγιξα καν. Ο κύριος και η δεσποινίς Λαμπερσιέ αρχίζουν εν χορώ να με νουθετούν, να με πιέζουν, να με απειλούν' εγώ επιμένω πεισματικά στην αθωότητά μου. Οι ενδείξεις όμως εναντίον μου ήταν πολύ ισχυρές, και θεωρήθηκαν πειστικότερες από τις διαμαρτυρίες μου, παρόλο που δεν με είχαν ξαναδεί να λέω ψέματα με τόσο θράσος. Πήραν το θέμα πολύ σοβαρά' όφειλαν να το πάρουν. Η κακή πράξη, το ψέμα, το πείσμα θεωρήθηκαν όλα κολάσιμα. Αλλά η εκτέλεση της τιμωρίας δεν ανατέθηκε στη δεσποινίδα Λαμπερσιέ. Έγραψαν στον θείο Μπερνάρ, ο οποίος και ήρθε. Τον ξάδερφό μου τον βάραινε κι αυτόν κάποιο παράπτωμα εξίσου σοβαρό. Μας συμπεριέλαβαν στην ίδια τιμωρία. Ήταν φριχτή. Αν είχαν θελήσει να ανακόψουν μια για πάντα τις διεστραμμένες ορέξεις μου αναζητώντας το φάρμακο στην ίδια την ασθένεια, δεν θα είχαν βρει καλύτερη θεραπεία. Τις ξέχασα για πολύ καιρό. Δεν κατάφεραν να μου αποσπάσουν την ομολογία που ήθελαν. Όσες φορές κι αν με περιέλαβαν, σε όσο εφιαλτική κατάσταση κι αν με έφεραν, στάθηκα ακλόνητος. Καλύτερα να πέθαινα. Ήμουν αποφασισμένος γι' αυτό. Η βία δεν μπόρεσε να υποτάξει το σατανικό παιδικό μου πείσμα — γιατί έτσι αποκαλούσαν τη γενναιότητά μου. Τελικά, βγήκα από τη σκληρή αυτή δοκιμασία κατατσακισμένος αλλά θριαμβευτής.

Έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε, και δεν υπάρχει φόβος να τιμωρηθώ ξανά γι' αυτό. Ε, λοιπόν, δηλώνω απερίφραστα, και μάρτυς μου ο Θεός, πως ήμουν αθώος, πως ποτέ δεν έσπασα, ποτέ δεν άγγιξα εκείνη τη χτένα, και πως ποτέ δεν μου πέρασε απ' το νου να κάνω κάτι τέτοιο. Μη με ρωτήσετε πώς έγινε η ζημιά. Δεν ξέρω και δεν καταλαβαίνω. Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι εγώ ήμουν αθώος.

Φανταστείτε ένα παιδί συνεσταλμένο και υπάκουο στην καθημερινή ζωή, αλλά παράφορο, ανήμερο, χαλύβδινο στα πάθη, ένα παιδί που πάντα ακολουθούσε τη φωνή της λογικής, που όλοι του φέρονταν καλόκαρδα, δίκαια, στοργικά, που δεν ήξερε καν την έννοια της αδικίας, να υφίσταται για πρώτη φορά μια αδικία τόσο κατάφωρη, και μάλιστα από τους ανθρώπους που αγαπάει και εκτιμάει πιο πολύ. Φανταστείτε τη βίαιη ανατροπή των εννοιών! Τη σύγχυση στα αισθήματά του! Τον σάλο στην ψυχή του, στο μυαλό του, σε όλη εκείνη τη μικρή πνευματική και ηθική υπόσταση! Και λέω να τα φανταστείτε όλα αυτά, αν είναι δυνατόν, γιατί εγώ δεν νομίζω πως είμαι σε θέση να ξεδιαλύνω ή να βρω το παραμικρότερο νήμα στο τι συνέβαινε μέσα μου τότε.

Δεν είχα αρκετό μυαλό εκείνο τον καιρό για να καταλάβω πόσο καταδικαστικά ήταν για μένα τα φαινόμενα, ή για να έρθω στη θέση των άλλων. Έμενα στη δική μου, και το μόνο που καταλάβαινα ήταν η αγριότητα μιας φριχτής τιμωρίας για ένα κακό που δεν είχα κάνει. Τον σωματικό πόνο, όσο δυνατός κι αν ήταν, ούτε που τον ένιωθα' εκείνο που αισθανόμουν ήταν η αγανάκτηση, η οργή, η απελπισία. Ο ξάδερφός μου, κατηγορούμενος κι αυτός για μια παρόμοια υπόθεση, και έχοντας τιμωρηθεί για κάτι που είχε κάνει κατά λάθος σαν να ήταν εσκεμμένο, εξαγριώθηκε κι αυτός μαζί μ' εμένα και κατά κάποιον τρόπο συντόνισε το μένος του με το δικό μου. Πλαγιασμένοι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αγκαλιαζόμαστε με μια έξαλλη μανία, σφιγγόμαστε σπασμωδικά μέχρι που σκάγαμε, και όταν οι μικρές καρδιές μας ξαλάφρωναν λιγάκι και μπορούσαν να ξεσπάσουν, σηκωνόμαστε καθιστοί και φωνάζαμε εκατό φορές με όλη μας τη δύναμη: Carnifex! Carnifex!Carnifex!

Ακόμα και τώρα που γράφω γι' αυτό, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Αυτές τις στιγμές δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ, έστω κι αν ζήσω εκατό χιλιάδες χρόνια. Η πρώτη αυτή αίσθηση της βίας και της αδικίας χαράχτηκε τόσο βαθιά στην ψυχή μου, που οτιδήποτε σχετίζεται μαζί της μου ξαναφέρνει την πρώτη μου οργή. Κι αυτό το αίσθημα, όσο προσωπικό κι αν ήταν στην αρχή, έγινε τόσο αυθυπόστατο και αποσπάστηκε τόσο πολύ από κάθε ιδιοτέλεια, ώστε στη θέα ή στο άκουσμα της όποιας αδικίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το θύμα της και οπουδήποτε κι αν συντελείται, γίνομαι πάντα πυρ και μανία, σαν να είμαι εγώ αυτός που την υφίσταται.
Zαν Ζακ Ρουσσώ (1712–1778)


* Το κείμενο είναι από το βιβλίο Οι Eξομολογήσεις
του Ζαν Ζακ Ρουσσώ
(2 τόμοι)
σε μετάφραση Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου
εκδ. Ιδεόγραμμα, Ιαν.1997
* το πορτραίτο είναι από το site: ebooks.adelaide.edu.au

Ετικέτες ,