22 Απρ 2008

47 ~ Ζυράννα Ζατέλη: Μας μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που πέρασαν για πάντα

* Τα [παιδικά μου χρόνια τα] πέρασα κάτω από ένα μεγάλο βουνό - στα μάτια μου τότε πολύ μεγάλο, το δικό μου "Μαγικό Βουνό" -, σε μια επαρχία καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, βορειοανατολικά, με το όνομα Σοχός. Οικοκυρά η μάνα μου, έμπορoς ο πατέρας μου. Το τοπίο ήταν αγροτικό, γενναιόδωρο, θυμάμαι στις ίδιες αναλογίες ανθρώπους και ζώα, σπίτια και χωράφια, πολλές καστανιές, πολλές καρυδιές, πολλά καπνοχώραφα, πολλές μπόρες, πολλές ξέρες. Αλλά και πολλές κινηματογραφικές ιστορίες, στην κυριολεξία, αφού ο πατέρας μου είχε σινεμά στην αγορά, από το 1952 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μπορώ δηλαδή να πω άφοβα ότι τα παιδικά μου χρόνια μoιράστηκαν εξίσου ανάμεσα στον καθαρό αέρα του βουνού και σε εκείνη τη σκοτεινή "θαυματουργή" αίθουσα όπου παρακολουθούσα με κατάvυξη όλα τα έργα της εποχής. Όσα μας φέρνανε τουλάχιστον.

* ...λίγο-πολύ όλη η οικογένεια δουλεύαμε στο σινεμά. Η μάνα μου αλάτιζε κι έψηνε τα σπόρια στο σπίτι, η μια αδελφή μου ήταν στο ταμείο, η άλλη εκτελούσε χρέη ταξιθέτριας, ο αδελφός μου βοηθούσε τον μηχανικό και πουλούσε τα σπόρια και τις λεμονάδες στα διαλείμματα κι εγώ βοηθούσα τον αδελφό μου. Το παρατσούκλι μου εκείνο τον καιρό ήταν "σινεματζού". Για παρατσούκλι μάλλον τιμητικό.

* Στο σπίτι ήμουν η μικρότερη, το στερνοπαίδι, κι αυτό μου έδινε κάποια προνόμια, υποτίθεται, ή με απήλλασσε από κάποιες υποχρεώσεις - όπως το να μη με παίρνουν στα χωράφια, να μην κάνω βαριές δουλειές - που εγώ όμως τότε το θεωρούσα ότι μάλλον δεν με υπολογίζουν. Σηκώνονταν, φέρ' ειπείν, εκείνοι στις τρειs τη νύχτα να πάνε να μαζέψουν τα καπνά κι εγώ σηκωνόμουν από τις δύο και περίμενα σε μιαν άκρη στην αυλή, με καρδιοχτύπι, μπας και με πάρουν "κατά λάθος" μαζί τους. Συνήθως με ξαπόστελναν πάλι μέσα, μου λέγανε να τ' αφήσω αυτά, αλλά καμιά φορά μού κάναν το χατίρι και με παίρνανε. Θυμάμαι εκείνες τις οδοιπορίες μες στη νύχτα, στο πρώτο πρώτο χάραμα, σαν κάτι συναρπαστικό, κάτι που μου έδινε αξία, με "γέμιζε", αν και για κείνους ήταν εξόντωμα να το κάνουν αυτό κάθε πρωί όλο το καλοκαίρι για χρόνια ολόκληρα. Περπατούσαν και σκουντουφλούσαν από τη νύστα, ενώ εγώ εκστασιαζόμουν με τις κραυγές της κουκουβάγιας ή με το πώs στεκόταν στα δυο πισινά της πόδια η vυφίτσα. Ο καθένας με τον πόνο του. Όταν μεγάλωσα λίγο βέβαια άρχισα να σκουντουφλώ κι εγώ πότε πότε.

* [Στο σχολείο], νομίζω πως δεν μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω. Όχι επειδή ήμουν καμιά πεντάμορφη ή πανέξυπvη, μα επειδή... τι να πω; ήμουν μάλλον αφηρημένη και δεν με απασχολούσε - απ' όσο μπορώ να ξέρω - ούτε το να ξεχωρίσω ούτε το να μην ξεχωρίσω. Τύχαινε να είμαι καλή σε κάποια πράγματα, π.χ. στις εκθέσειs που έγραφα σε δημοτικό και γυμνάσιο, αλλά ήμουν και πολύ "αδύνατη", ή απλώs τεμπέλα, σε κάποια άλλα, στην αριθμητική, στη γεωμετρία, στη φυσική. Πίστευα ότι αυτά είναι "ψυχρά" πράγματα, πως δεν έχουν να μου πουν πολλά. Αργότερα άλλαξα γνώμη και πλέον μου αρέσει πολύ να ακούω μαθηματικούς και φυσικούς και αστροφυσικούς να λένε τα δικά τους. Μπορεί να μην καταλαβαίνω τι ακριβώς ακούω, πάντως κάτι πιάνω από διαίσθηση.

* ...έδινα εξετάσειs από το δημοτικό στο γυμνάσιο και στην ερώτηση του καθηγητή πόσα γραμμάρια έχει το χιλιόγραμμο πελάγωνα. Κι όσο πιo πολύ μού το τόνιζε και το συλλάβιζε - "Το χι-λι-ό-γραμ-μο, παιδί μου, πόσα γραμ-μά-ρι-α έχει" - τόσο πιο πολύ τα έχανα και κοίταζα απελπισμένη μια το πάτωμα, μια αυτόν, μια το ταβάνι. Όχι πως δεν σκέφθηκα να του πω και χίλια - εδώ του είχα πει τους πιο απίθανους αριθμούς -, μα μου φαινόταν πως είναι ...πολύ εύκολο, δηλαδή παγίδα, πως το έκανε επίτηδες για να με μπερδέψει, να με δοκιμάσει Κάποια στιγμή βέβαια είπα και το "χίλια" κι ο άνθρωπος ανέπνευσε. "Άρα και n σαραvταπoδαρoύσα πόσα πόδια έχει;" με ρώτησε ως επιστέγασμα. "Σαράντα" τoυ είπα με την πρώτη.

* ...θυμάμαι να γράφω "πράματα" απ' όταν σχεδόν θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω καθαρή την εικόνα εκείνη της παιδίσκης και αργότερα έφηβης να καταγίνεται σκυμμένη και με μυστικότητα πάνω από κάποιο χαρτί. Άλλωστε, έμειναν και κάποια τεκμήρια, μερικά μαθητικά τετράδια μου από το 1958 έωs το 1963, εφτά ωs δώδεκα ετών τότε, όπου από την πίσω μεριά έγραφα τα δικά μου, κάτι φανταστικές ιστοριούλες. Εκείνο το φοβερό καλοκαίρι μάλιστα με τα παιδιά που πέθαιναν στην Μπιάφρα από τηv πείνα - 1966 ήταν; 1967; -, εμένα με είχε πιάσει μεγάλη προκοπή. Κάτω από τη μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός τέτοιου παιδιού που έκοψα από τον "Ταχυδρόμο" τηs εποχής και κόλλησα στον τοίχο - πελώρια και συγκλονιστικά τα μάτια του να με κοιτούν κατάματα, τα έχω ακόμα μπροστά μου -, έπιασα "στα σοβαρά" να γράψω ένα μυθιστόρημα! Γέμισα δυο πεvηvτάφυλλα σπιράλ τετράδια, που τα κρατάω ακόμη καταχωνιασμένα κάπου. Το μυθιστόρημα είχε να κάνει με παιδιά γενικότερα - αδέλφια και παραδέλφια από διάφορους γάμους - και με το 'ξαφνικό" του θανάτου. Ήταν, ας πούμε, μια ναΐφ εκδοχή των "Λύκων" που θα άρχιζα να γράφω είκοσι χρόνια αργότερα, ένα θέμα παρμένο στη βάση του από την ίδια την οικογένειά μου, και δη εκείνη του παππoύ μου από τη μεριά του πατέρα μου. Τα τετράδια τα άνοιξα μια-δυο φορέs, έριξα μια περίφοβη ματιά και τα ξανάκλεισα, τα ξανακαταχώνιασα. Με πονούν να τα κοιτώ, αλλά και δεν μου κάνει καρδιά να τα πετάξω γιατί η παιδική ηλικία όταν μεγαλώνουμε είναι ένας "παράδεισος" που δεν αντέχεται, μας πονάει με τρόπο μοναδικό παρά μας χαροποιεί. Mας μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που πέρασαν για πάντα, είτε καλά ήταν είτε κακά. Προς τι να ταράσσουμε μια τέτοια "ησυχία"; Κάνω το μαχαίρι πένα και πορεύομαι, αλλιώs δεν βγαίνουν πουλιά, όπως θα έλεγε κι ο πατέραs μου. Το βασικό το αίσθημα άλλωστε δεν περνάει, αλλάζει τον εαυτό του, μετασxnματίζεται, μεταμορφώνεται, μα σαν ουσία δεν περνάει, κι έχει πολύ να κάνει μ' εκείνο που "πρωτογνωρίσαμε", Ο καθένας το αντανακλάει και το αναπαράγει με τον τρόπο του.

* Ήταν μια μεγάλη ευχαρίστηση, μια ηδονή να γράφω, που ούτε ήξερα από πού έρχεται και πού με πάει. Κάπως σαν τα πουλιά που κελαηδούν στα δέντρα. Το συγγραφιλίκι άρχισα να το φαντάζομαι γύρω στα είκοσι πέντε μου, μετά την πρώτη μετανάστευσή μου στην αλλοδαπή, αλλά και πάλι δειλά, με κάποιο φόβο ή αμηχανία, κι αφού είχα γεμίσει ουκ ολίγα τεφτέρια με ιστορίες και διάφορα, που δεν έδειχνα σε κανέναν. Όλοι οι φίλοι μου τότε μυρίζονταν ότι με κάτι καταγίνομαι, κάτι γράφω - με λέγαν "μυρμήγκι" -, αλλά τι και πώς κανείς δεν ήξερε. Η μuστικoπάθειά μου ήταν σχεδόν παροιμιώδης. Κι όταν πια άρχισα να το παίρνω απόφαση ότι αυτός είναι ο δρόμος μου, για κάποιον λόγο δεν ήθελα να βγάλω βιβλίο πριν τα τριάντα τρία μου. Όπερ και συνέβη. Από μικρή στο "αμάρτημα", αλλά στην αγορά αφού μετάλαβα την πρώτη ωριμότητα.

* Θα μπορούσα να πώ [ότι μού άρεσε να παρατηρώ] τα πάντα, ήμουν ακόρεστη σ' αυτό, ήμουν και διακριτική ωστόσο. Βέβαια είχα, και έχω, τις προτιμήσεις μου, τις εμμονές μου, κι αυτές είναι για κείνα τα αδιόρατα που γλιστρούν απ' το μάτι, ενώ τα έχουμε αιχμαλωτίσει, ή εκείνα που δεν τα πιάνει εύκολα η γλώσσα' αυτά - και οι προεκτάσεις τους - μ' ενδιαφέρουν περισσότερο, με αυτά μοχθώ και αγάλλομαι. Συμφωνώ πάντως μ' εκείνο που λέει ο Μαρκές ότι δεν υπάρχει τίποτα σ' αυτόν ή στον άλλον κόσμο που να είναι άχρηστο για έναν συγγραφέα. Μια παροιμία λέει πως μπέης γίνεσαι, παλικάρι γεννιέσαι. Για τον συγγραφέα - ον μισομαγικό, μισομεθοδικό - θα έλεγα πως γεννιέται και γίνεται εξίσου.

* Υπήρξαν τρεις "μοιραίοι" δάσκαλοι [στη ζωή μου]. Η δεσποινίς Καλλιρρόη στην Α' Δημοτικού, ο κύριος Αμπατζίδης στην τελευταία τάξη του Λυκείου, μα θα σταθώ τώρα στον τρίτο. Ήμουν δεκαπέντε ή δεκάξι ετών και στο πρώτο μαθητικό εξάμηνο πήρα στα μαθηματικά κάτω από τη βάση. Ανέκαθεν αδύνατη στα μαθηματικά, αλλά αυτό δεν είχε ξαναγίνει, να μην πιάσω ούτε τη βάση, και μου ήρθε πολύ βαρύ. Έφυγαν λοιπόν όλα τα παιδιά απ' το σχολείο, έφυγαν και οι καθηγnτές, κι εγώ κάθισα σε μια γωνία στις σκάλες κι έβαλα τα κλάματα. Πώs θα πάω σπίτί, πώs θα πω, τι θα κάνω; Μαύρη απελπισία μ' έδερνε. Ήρθε κοντά μου τότε ένας καθηγητής - είχε ξεμείνει φαίνεται - και με ρώτησε τι έχω. Του είπα, "Εσύ κλαις βρε Αννούλα. που μας δίνεις τόση χαρά με τις εκθέσεις που γράφεις "μου είπε, "που κάvειs τις ωραίες σκέψεις και μας τις κοιvωvείς;". Με μάγεψε ο λόγos του, με αναπτέρωσε. Συνέχισα να κλαίω, αλλά από συγκίνηση. Άσε που δεν πίστευα ότι μπορούσε να μιλάει έτσι ένας ολόκληρος καθηγητής σε μια μαθήτρια. Έχω να τον δω και να τον ακούσω από 'κείνα τα περίεργα κι αλησμόνητα χρόνια, το όνομά του Θανάσης Νικόλτσος, φιλόλογος. Εύχομαι να είναι πάντα καλά.

* Από μικρή είχα μια στενή σχέση με την "κρυμμένη ζωή" του ύπνου. Από ένστικτο, μα και χάρη σε μια υπερήλικη γιαγιά μου ή στην ίδια τη μάνα μου - κυρίως όταν γέρασε κι αυτή -, που συχνά με ρωτούσαν τι όνειρα είδα τη νύχτα που πέρασε. Τα άκουγαν σαν να τα διάβαζαν, σχολίαζαν κάτι ή και τίποτα, πάντως μου κληροδότησαν αυτή τη συμπάθεια ή το δέος για τα όνειρα. Ό,τι κι αν γίνει, έλεγα - και το λέω ακόμα -, εγώ το βράδυ θα ονειρευτώ, θα "φύγω". Είναι για μένα η πιο οικεία, η πιo προσφιλήs terra incognita. Πολλές φορές, όταν έρχομαι σε αδιέξοδα, κυρίωs αναφορικά με το γράψιμο, έχω την αίσθηση πωs θα βοηθηθώ - έμμεσα βέβαια, υπαινικτικά - από κάποιο όνειρο. Και σπανίως διαψεύδομαι. Επωφελούμαι από τουs "τρόπους" του ονείρου, όπως επωφελείται κανείς από έναν καλό δάσκαλο που διαπρέπει στην αφάνεια. Εδώ που τα λέμε, είναι η πιo αναφαίρετη ταυτότητά μαs.

* [Φοβία...] Δεν ξέρω αν ήταν φοβία ακριβώς, μα και τι άλλο ήταν δεν μπορώ να πω. Όταν ανέβαινα ή κατέβαινα εκείνη την ξύλινη μεγάλη σκάλα στο σπίτι μας, κυρίως από το σούρουπο και μετά. Πριν φτάσω στη μέση, όλα άλλαζαν, νόμιζα πωs μια "σκιά" με κυνηγάει και τσακιζόμουν να προλάβω ν' ανέβω ή να κατέβω πριν με πιάσει! Κράτησε καιρό αυτό, ίσως και χρόνια. Απορώ ακόμα πώς δεν έσπασα τα μούτρα μου καμιά φορά, πώς τη γλίτωσα. Τη φέρνω στη σκέψη μου εκείνη τη σκιά όπως αν πρόκειται για κάποιο ζωντανό πρόσωπο. Δεν μου είναι πλέον καθόλου εχθρική ή απειλητική. Αλλά το ρίγος, ρίγος.

* [Αν ήταν δυνατόν να ξαναγυρίσω σ' εκείνη την εποχή, δεν θα ήθελα ν' αλλάξω] παρακαλώ τίποτα. Ούτε και θα ήθελα ακριβώς να ξαναγυρίσω, δεν βρίσκω νόημα σε τέτοιες σκέψεις ή υποθέσεις. Φρονώ πως δεν υπάρχει "χρυσό ψαλίδι" για ό,τι ήταν όπως ήταν και μας μίλησε όπως μας μίλησε. Η "χρυσή πένα", αν υπάρχει, είναι μια άλλη ιστορία.
Ζυράννα Ζατέλη (1951)

* Το κείμενο είναι από συνομιλία, της Ζυράννας Ζατέλη με την
Ευγενία Φακίνου. Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑgazino - τ.202, 29/8/2004
*Φωτογραφίες: perizitito.gr, greekbooks.gr, greece2001.gr,
tovima.dolnet.gr


Περισσότερα:
- η Ζυράννα Ζατέλη, στο Γράμμα σε χαρτί

Ενημέρωση 30 Ιαν. 2012
H Ζυράννα διαβάζει τους «Λύκους» στο Τρίτο Πρόγραμμα:
"Εβδομήντα ένα απογεύματα μαζί με την Ζυράννα Ζατέλη και
τους «Λύκους» της. Από τη Δευτέρα 30 Ιανουαρίου και κάθε
απόγευμα στις 19.30, μια νέα σειρά εκπομπών θα αρχίσει να
μεταδίδεται στη συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος της
Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Η βραβευμένη συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη
θα αναγνώσει σε 71 ημίωρες εκπομπές εκτός Σαββάτου και Κυριακής)
το μυθιστόρημά της με τίτλο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται...»"


Ετικέτες , ,

9 Απρ 2008

46 ~ Ernesto Guevara Lynch: Δεν κατάφερνα να καταλάβω το παιδί μου

Στα 1952, όταν μελετούσε για τις τελευταίες εξετάσεις του, έμενε ελάχιστα στο σπίτι. Γευμάτιζε μαζί μας, δεν ερχόταν όμως πάντα να κοιμηθεί, γιατί καθόταν στο γραφείο μου μέχρι αργά το βράδυ, ή στο σπίτι της αδερφής μου Μπεατρίζ, που έμενε ξάγρυπνη για να του ετοιμάσει κάτι για φαγητό, ενώ αυτός συνέχιζε τη μελέτη του.

Είχαμε ξανασυνηθίσει να τον έχουμε κοντά μας και είμασταν ευτυχισμένοι στην ιδέα ότι θα εγκατασταινόταν οριστικά στο Μπουένος Αϊρες και θα άφηνε κατά μέρος τις περιηγήσεις του ανά τον κόσμο. Ελπίζαμε ότι θα έμενε στην κλινική του δρ. Πιζάνι, όπου είχε εργαστεί πολλά χρόνια και όπου είχε την βεβαιότητα ότι θά μπορούσε να συνεχίσει τις έρευνές του. Νομίζαμε ότι με αυτό τον τρόπο θα είχε μπροστά του ένα εξαιρετικό επιστημονικό μέλλον και επιπλέον τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει σε βάθος το πρόβλημα του άσθματός του. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι είχε συνεργαστεί σε διάφορες δουλειές του δρ. Πιζάνι και ότι τις είχε προσυπογράψει, μας οδηγούσε να σκεφθούμε κάτι τέτοιο.

Προσωπικά θεωρούσα ότι σ' αυτό θα επρεπε να τον οδηγήσουν οι μελέτες του. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όμως όπως ελπίζαμε. Μετά από μια σύντομη παραμονή τριών μηνών, στη διάρκεια των οποίων δεν πέρασε κανένα μάθημα, στις 11 του Απρίλη 1953, επιτέλους, τέλειωσε τις σπουδές του. Ήμουν στο γραφείο μου όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα το ακουστικό και αναγνώρισα αμέσως τη φωνή του που έλεγε: «Μιλάει ο δρ. Ερνέστο Γκεβάρα Ντε Λα Σέρνα», και υπογράμμιζε τη λέξη δόκτορας.

Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη αλλά και πολύ σύντομη. Ενώ μαθαίναμε ότι είχε πάρει το πτυχίο του, σχεδόν ταυτόχρονα μας ανήγγειλε το καινούργιο του ταξίδι, αυτή τη φορά μ' ένα φίλο τής παιδικής του ηλικίας, τον Κάρλος Φερέρ.

Η είδηση κυκλοφόρησε γρήγορα ανάμεσα σ' όλους τους φίλους μας, ενώ ο Ερνέστο, όπως συνήθιζε, άρχισε αμέσως να ετοιμάζεται για την αναχώρησή του τακτοποιώντας όλα τα πράγματά του: Να πάρει τον τίτλο του γιατρού, την άδεια άσκησης του επαγγέλματος, να μαζέψει όσα χρήματα μπορούσε και να κάνει τι βαλίτσες του. Αναχωρούσε ξανά, όπως είχε ήδη κάνει και άλλες φορές. Οι αυταπάτες μας, σαν πύργοι χιονιού διαλύθηκαν. Ξέραμε ήδη τι τον περίμενε, και το ξέραμε καλά: Θα έπρεπε να διασχίσει χιλιάδες χιλιόμετρα, πάνω σε κάρα και φορτηγά, θα κοιμόταν ποιος ξέρει πού και θα έτρωγε ό,τι του τύχαινε. Δεν θα μπορούσε φυσικά, να φροντίσει καθόλου για τα άσθμα και για την υγεία του και, όπως πάντα, θα διέτρεχε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο χωρίς να ανησυχεί με τους κινδύνους. Κι εμείς, γονείς και αδέλφια, δεν μπορούσαμε και ούτε θέλαμε να κάνουμε τίποτε. Δεν ήταν πια ούτε παιδί ούτε ένας άμυαλος νεαρός, αλλά ο δρ. Ερνέστο Γκεβάρα Ντε Λα Σέρνα που έκανε πια ό,τι του άρεσε. Το μόνο που μας έμενε ήταν να περιμένουμε ό,τι θα συνέβαινε με την αγωνία που προϋποθέτει κάτι τέτοιο, και να προσπαθούμε να τον βοηθήσουμε στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας, κάτι που αρνούνταν σχεδόν πάντα (...)

Ήμουν πολύ λυπημένος. Δεν κατάφερνα να καταλάβω το παιδί μου. Δεν κατανοούσα τον λόγο αυτών των τρελών ενεργειών, που τον απομάκρυναν από μας. Είχε κάνει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να πάρει το πτυχίο του στην ιατρική, και όταν πια είχε τον τίτλο στην τσέπη του και του παρουσιαζόταν η ζηλευτή ευκαιρία να μπορέσει να εργαστεί δίπλα σ' έναν παγκοσμίου φήμης επιστήμονα σαν τον δρ. Πιζάνι, τίναζε τα πάντα στον αέρα, διακόπτοντας τους οικογενειακούς δεσμούς, φιλίες και δουλειά για να πάει σε άλλα μέρη. Να αναζητήσει τι; Διερωτιόμουνα. Περιπέτειες; Γνωριμίες με μακρινούς ορίζοντες; Αρχαιολογικό πάθος; Όχι, δεν μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο. Χωρίς καμιά αμφιβολία υπήρχε κάτι στο βάθος του είναι του που τον έσπρωχνε να προχωρήσει προς τα μπρος και αυτό το ακατανόητο κάτι μού αποσαφηνίστηκε Όταν ο καιρός, αφού γαλήνεψε το πνεύμα μου, μου έδωσε τη δύναμη να ξαναδιαδάσω και να αναλύσω τα γραμματά του και να μελετήσω το περιεχόμενό τους. Εκεί βρισκόταν η λύση των όσων δεν μπορούσα να κατανοήσω. Μέσα από αυτά, με υπομονή, μπόρεσα να λύσω το αίνιγμα, ακολουθώντας την πορεία της ιδεολογικής εξέλιξης, του Ερνέστο.

Όταν έπαιρνα τα γράμματά του αγανακτούσα (ήταν η μη κατανόησή μου). Αστειευόταν πάνω σε σοβαρά και επικίνδυνα πράγματα. Αλλά ούτε και αυτό ήταν τελείως αληθινό, γιατί τα αστεία του έκρυβαν συνήθως πράγματα που δεν ήθελε να πληροφορηθούμε για να μη στενοχωρηθούμε.

Ξαναδιαβάζοντας αυτά τα γράμματα, κατάφερα νά διαβάσω την εσωτερική του ζωή.
Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς (1900-1987)

* Το κείμενο είναι από το βιβλίο τoυ Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς
Ο γιος μου, ο "Τσε" Γκεβάρα.
Δημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός τον Ιανουάριο του 1982, τ.4
* Φωτογραφίες: fantompowa.net, chpgenclik.iphorum.com,
el-mundo.net

Ετικέτες