27 Οκτ 2007

33 ~ Λίλιαν Μπάτση: Ο Δημήτρης, η Λυδία λίθος μου

Μια μέρα τσακώθηκα άσκημα με το βλάμη μου, τον είπα "Ηπειρώτη σουβλερομύτη και κακόν". Κι αυτός με στόλισε ανταξίως. Και πάλι φύγαμε και πήγαμε μαζί στου Λουμίδη. Όταν φτάναμε εκεί εγώ δεν ήμουνα πια η φλύαρη φρεσκοδιανοούμενη, παρά καθόμουνα μουγκή γιατί ξαφνικά σκυλοβαριόμουν με όλη την παρέα και περίμενα ανυπόμονα την ώρα που θα 'φτανε ο Δημήτρης. Του διηγόμουνα τα βιώματά μου στην ξενιτιά, τις νοοτροπίες των ανθρώπων που είχα γνωρίσει και του έλεγα πως είχα αλλάξει πάρα πολύ στο διάστημα των τεσσάρων χρόνων του εξωτερικού και πως είχα δει ότι υπάρχουν γνώσεις που σε τραβούν πάρα πολύ και πως λογάριαζα μάλιστα να πάω στο Ινστιτούτο Morgan στην Αμερική να ειδικευτώ στη γενετική. Πως είχα πάλι διασκεδάσει με την ψυχή μου στα διάφορα κέντρα χειμερινών σπορ, όπως το Chamonix και το San Moritz ή στις παραθαλάσσιες πολυτελέστατες πολιτείες του Νοτιά, όπως η Νίκαια, οι Κάννες, το Μονακό και όλη η Κυανή Ακτή όπου κανείς περνούσε θαυμάσια άμα είχε μπόλικο παραδάκι. Του 'λεγα ακόμη πως ίσως να καθόμουνα εδώ προς το παρόν να δουλέψω στο Ινστιτούτο Παστέρ για ένα διάστημα, αλλά πως δεν είχα ακόμη αποφασίσει τι θα κάνω και πως ο πατέρας μου ήτανε σύμφωνος να κάνω ό,τι θέλω. Κι εκείνος πάλι μου 'λεγε τα σχέδιά του για το μέλλον, πως παρόλο που δούλευε σκληρά και είχε και τον "ΑΝΤΑΙΟ" να εκδίδει, φρόντιζε να τα καταφέρει να ξεφύγει για ένα διάστημα και να γράψει ένα άλλο βιβλίο που είχε κατά νου.

Με τ' αστεία είχαμε ερωτευτεί ο ένας τον άλλο και το καταλαβαίναμε. Είχε αρχίσει να μου τηλεφωνάει κατά το διάστημα της μέρας στο σπίτι κι εγώ δίσταζα να βγω τ' απογεύματα μην τυχόν και με πάρει και δεν με βρει. Ώσπου μια μέρα μου ζήτησε να πάμε περίπατο μόνοι μας ένα απόγευμα στην Πεντέλη. Και κει πέρα μου είπε:
- Σ' αγαπώ και φαντάζομαι να το 'χεις καταλάβει.
Και του είπα πως κι εγώ τον αγαπούσα όπως ασφαλώς κι αυτός θα το 'ξερε.
Βέβαια πολλά εμπόδια υπήρχαν στη μέση. Αλλά αυτό που είχε σημασία ήταν ότι αγαπιόμαστε και ότι βρίσκαμε αφάνταστη ευχαρίστηση να είμαστε μαζί.
- Τίποτα άλλο δεν πρέπει να μας νοιάζει προς το παρόν. Όλα τα πράγματα θα εξελιχτούν μόνα τους και θα μας δείξουν τα ίδια το δρόμο που πρέπει να πάρουμε.

Το μόνο που με παρακάλεσε ήταν να μην κάνω πείσματα της αγάπης για να μην τον πληγώνω αυτόν και τον εαυτό μου άσκοπα. Να είμαι ειλικρινής μαζί του και κείνος θα 'ταν μαζί μου και να λέμε τα αισθήματά μας ο ένας στον άλλο. Κατάλαβα κι εγώ πως δεν πρέπει να αναλύω την κατάσταση και να τη σκέφτομαι παρά μονάχα να την χαίρομαι.

Ήταν μια καινούργια εμπειρία. Ποτέ ως τα τώρα δεν είχα νιώσει έτσι, στους παιδικούς και νεανικούς έρωτες και ενθουσιασμούς μου. Το ενδιαφέρον μου για τη ζωή είχε πολωθεί όλο προς το μέρος του και το καθετί που μοιραζόμασταν όσο και τιποτένιο να ήτανε έπαιρνε για μένα βάρος και ουσία. Και ό,τι ζούσα χωριστά απ' αυτόν έπρεπε να του το πω για να αποχτήσει αξία.

Ο Δημήτρης έγινε για μένα "η Λυδία λίθος" όπου τα γεγονότα της ζωής μου αποχτούσαν ή όχι αξία. Μόνον όταν τα συζητούσαμε μαζί ένιωθα πως υπήρχαν. Η σκέψη του είχε αρχίσει να χρωματίζει τη ζωή μου. Έλεγα πάντα: "Tι θα πει άραγε ο Μίμης γι αυτό;" Και προσπαθούσα να βάλω στο μυαλό του και την κρίση του να δουλέψει για μένα. Μ' είχε με λίγα λόγια αφάνταστα επηρεάσει. Τα σχέδια και οι σκοποί της ζωής μου δεν με απασχολούσαν πια. Είχαν απαλειφθεί από τη σκέψη μου και το μόνο που ζούσα μέρα και νύχτα ήταν η καινούργια εμπειρία.

Μ' άλλα λόγια ο ΕΡΩΤΑΣ είχε έρθει να μου κάνει επίσκεψη με τη μορφή του Δημήτρη Μπάτση.



[...] Κατά τις 8 το πρωί της Κυριακής 30 του Μάρτη χτύπησε το τηλέφωνο και με ξύπνησε. Ήταν μες στην κάμαρά μου. Το σήκωσα. Ήταν η κυρία Νάζου, - γιαγιά ενός παιδικού μου φίλου.
- Τους σκότωσαν, τους σκότωσαν, μου λέει.
- Ποιους;
- Το Δημητράκη και τους άλλους, τους σκότωσαν, σκότωσαν και το Μπελογιάννη κι άλλους δυο ακόμα.
Λίλιαν Μπάτση




* Το κείμενο είναι από το βιβλίο της Λίλιαν Μπάτση Βαρύτατο τίμημα (1941-1952) -
Εκδόσεις Δωδώνη, 1981
* Οι φωτογραφίες είναι από το ίδιο βιβλίο

Ετικέτες

19 Οκτ 2007

32 ~ Hλίας Λογοθέτης: Σελίδες ημερολογίου

Gouttes de rosées........................................................Λευκάδα (13-17 1/2 χρονών)

Το δωμάτιο ήταν στη γωνία του ιδιωτικού στενού και του δρόμου. Το σπίτι, διώροφο, τυλιγμένο με τσίγκο για προστασία από τη βροχή και την υγρασία. Το παράθυρο έβλεπε τα μάτια σου κι εγώ άκουγα τη φωνή σου. Τραγουδούσες υπέροχα, λέγανε θα γίνεις σοπράνο και γω παιδί σε ποθούσα.

Όταν με πρωτοκάλεσες, με το γνωστό κόλπο του καρπουζιού (το σύνθημά μας ήταν αυτό), τα σπόρια χτυπούσαν στον τσίγκο, εσύ φώναζες "φέρε μου καρπούζι" (θυμάμαι τι ακριβώς έλεγες, δεν έχει πια σημασία). Εγώ παιδευόμουνα ν' ανέβω τις σκάλες του σπιτιού σου κι εσύ με περίμενες. Μ' έπαιρνες στην αγκαλιά σου, θυμάμαι ακόμα τα τεράστια λευκά σου πόδια. Άσε με ανάμεσα στ' ανοιχτόχρωμο χορτάρι / να πιω τις δροσοσταλίδες / που ποτίζουν το τρυφερό λουλούδι. (G Ceronetti: Η σιωπή του σώματος)

Εκείνη τη μέρα στην Πρέβεζα δεν πίστευα στα μάτια μου. Όταν χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξες, δεν σε γνώρισα. Γύρισα και έφυγα τρέχοντας. Μου φώναζες κι εγώ έτρεχα να κρυφτώ.

=

Laudatio temporis acti
(Αδύνατον να μην ήσουν ωραία άλλοτε)...........................................Λευκάδα, Νοέμβριος 1965


Η πρώτη κάποιου Νοέμβρη, μας έφερε μια ρυτίδα, δηλαδή ένα σοβαρό πράγμα.
Χαράλαμπος, Νίκος, Ηλίας. Τραπεζίτης, Δάσκαλος, Ηθοποιός. Καναδάς, Λευκωσία, Αθήνα, Κουζούντελη: δρόμος ασμάτων. Πεζοπορία, μια καθημερινή φροντίδα για την ξεκούραση της ψυχής μας. Τελικός προορισμός το καφενείο του μπάρμπα Κώστα του Πάπιου -βαθύφωνος-αφηρημένων ήχων. Γλυκό υποβρύχιο και σουμάδα με παξιμάδι - μνήμη πικραμύγδαλου. Μέρος κατάλληλο για τη ρεμβώδη ιδιώτευσή μας' η κούφια ελιά - σύμβολο προστασίας - φυλακίζει ερμητικά τις συνομιλίες μας.

Κυρά Μηλιά, ψηλή, λιγνό κυπαρίσσι ώριμο (έτσι την λέγαμε οι τρεις μας). Τα χέρια της μυθικά, τουλάχιστον όσο το κορμί της. Διαστάσεις αξιομνημόνευτες. Ανάγνωση Εγκώμιον Παράδοξης Ηθικής (Μπερντιάεφ): συζήτηση χωρίς ακροατήριο.

Σούρουπο και επιστροφή - μια επιστροφή σαν λειτουργία θανάτου. Δωμάτιο - λάμπα πετρελαίου (ακάθαρτου) ήχος της βροχής - νανούρισμα - φωνές ερωτικές σβησμένες στο πεντάγραμμο, δυσδιάκριτες νότες (ακομπανιάρει το μυστηριώδες ροχαλητό του θείου). Πρωινό ξύπνημα - Σχολείο - Θεέ μου τι βαριεστημάρα. Ποίημα Μπλοχ: "Έχω μπόλικο καιρό να πηγαίνω μπρος και πίσω, σιτάρια μπόλικα εγώ έχω να μασήσω να τα φτύσω, έχω ένα σουγιά μικρό να προφτάσω να σουβλίσω"

Τραγούδι όπερας: "Γιατί δεν θα βραδύνω να προβώ να εφορμήσω..." Χορωδία μεγάλη. Χωροφύλακες, μηνύσεις, δικαστήρια - Χαβαλές.

Α! Πάντα έχανα την κορώνα από το μαθητικό μου πηλίκιο.
Ηλίας Λογοθέτης


* Το κείμενο είναι από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ - τ.95, Οκτ. 1996
* η φωτογραφία είναι από το filmfestival.gr

Ετικέτες , ,

11 Οκτ 2007

31 ~ Τζένη Καρέζη: To διαβατήριο των ερώτων μας

Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη μου! Κατοχή. Πείνα, βομβαρδισμοί και καταφύγια. Κι ένα κοριτσάκι, η Ευγενούλα πολύ άρρωστο. Θα 'ναι δεν θα 'ναι πέντε χρονών. Η μαμά του δεν μπορεί να το σηκώσει από το κρεβάτι. Και κείνο φοβάται. Ακούει τους άλλους να τρέχουνε, τα άλλα παιδάκια να φωνάζουνε, τις μπόμπες να πέφτουνε, βλέπει τη γιαγιά του και τον πατέρα του να φεύγουν τρομαγμένοι με τους άλλους, και το πιάνουν τα κλάματα. Και τότε η μαμά του, για να το παρηγορήσει, πάει και βάζει στο γραμμόφωνο την Ενάτη του Μπετόβεν. Και το δωμάτιο γεμίζει μάγια. Κάτι ήχοι απίστευτοι, και η ομορφιά και η ευτυχία να εισβάλλουν ξαφνικά από παντού. Πού είναι η απελπισία, πού ο τρόμος; Πού οι πανικόβλητοι άνθρωποι; Πού πήγε όλη αυτή η τρομάρα; Πώς έγινε; Τι έγινε; Τι όμορφα που είναι όλα! Νάτα λοιπόν τα παραμύθια. Νάτα τα πριγκηπόπουλα, οι πριγκήπισσες και οι μάγισσες. Όλα εδώ, κοντά της. Δικά της. Όλη η μαγεία της ζωής δικιά της. Η Ευγενούλα σκουπίζει τα μάτια της, αφήνει τη μαμά της να της αλλάξει την πετσέτα στο μέτωπό της, της πιάνει το χέρι και ακούει τον Μπετόβεν. Και είναι αυτή η πρώτη επαφή της με την Τέχνη.

[...]Σε στιγμές μαύρες όπως και σε εποχές ευφορίας, πάντα εκεί καταφεύγω. Δεν έχω άλλη διαφυγή, ούτε άλλη επιλογή. Με αφήνει εντελώς αδιάφορη η λογική και η σοφία. Κρατάω μόνο το συναίσθημα, αυτό το φτερούγισμα της ψυχής, και είναι, νομίζω, το καλύτερο μέσον για να πλησιάσω το όνειρο.

Πίσω στην Ευγενούλα τώρα. Ήταν πολύ ευαίσθητο παιδί. Πολύ ευαίσθητη ήταν και η υγεία της. Αρρώσταινε συνεχώς. Ως τα έντεκά της χρόνια. Ως την ώρα που μπήκε στην εφηβεία. Από τότε δεν ξαναρρώστησε ποτέ. Αντίθετα, σε όλη της τη ζωή είχε μια θηριώδη υγεία και μια παροιμιώδη ανθρώπινη αντοχή. Αλλά τώρα, είπαμε: είναι μονάχα πέντε ετών. Αρρωσταίνει λοιπόν. Της κάνουνε τρεις τέσσερις παρακεντήσεις στα αυτάκια της. Χωρίς να την κοιμήσουν. Θεέ μου, τι αφόρητος πόνος! Της έχουν πει, ότι αν κουνηθεί την ώρα που μπαίνει εκείνη η τεράστια βελόνα θα μείνει κουφή. Σφίγγει τα δόντια της, κλείνει τα μάτια της, η μανούλα της της κρατάει το κεφάλι, η τεράστια βελόνα μπαίνει στο μυαλό της, και κείνη εκεί, ακίνητη. Τελικά, όχι μόνον δεν κουφάθηκε, αλλά απέκτησε ένα τρομερό αυτί, που πιάνει τον παραμικρό θόρυβο, την παραμικρή ανάσα, όταν παίζει πάνω στη σκηνή. Πιάνει ακόμα κι ένα θρόισμα ή κάποιο κομπολόι από τα τελευταία καθίσματα κάθε θεατρικής αίθουσας.

Έτσι λοιπόν, κεφαλοδεμένη και φοβερά αδύνατη, πάει στο δημοτικό. Και ερωτεύεται! Ο Ηρακλής! Τι ωραίο αγόρι! Ο μπαμπάς του είχε γραφείο τελετών. Βοήθαγε κι αυτός όσο μπορούσε. Ξενύχταγε ο κακόμοιρος, και το πρωί όλο νύσταζε στην τάξη. Κλείνανε τα ματάκια του. Ο Ηρακλής μόλις την έβλεπε να φτάνει στο σχολείο, έτρεχε και ανέβαινε στο δέντρο της αυλής. Τα μάτια του ορθάνοιχτα. Και κάρβουνο. Δύο παιδάκια. Το ένα αδύναμο και το άλλο θεόγερο και πανέμορφο. Και να κοιτάζονται, εκεί, στην αυλή των θαυμάτων.

Από τότε πιστεύω ότι το πιο ερωτικό στον άνθρωπο είναι τα μάτια. Το βλέμμα κι ό,τι κρύβει είναι το διεθνές, το διαχρονικό, το μεταφυσικό, το πανίσχυρο, το αδιαμφισβήτητο ανθρώπινο διαβατήριο. Ή μάλλον, το διαβατήριο των ερώτων μας. ...
Τζένη Καρέζη (1936-1992)

* Το κείμενο είναι απόσπασμα από την αυτοβιογραφία,
που έγραψε η Τζένη Καρέζη λίγους μήνες πριν το θάνατό της.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
"η λέξη" - τ.115, Μάιος '93
* φωτογραφίες: Το πορτρέτο είναι από το finosfilms.com
Η φωτογραφία με την μητέρα της Θεώνη, είναι από το τεύχος 115 της "λέξης"

Ετικέτες , ,

3 Οκτ 2007

30 ~ Κώστας Καζάκος: Το τραίνο που ταξιδεύω ακόμα

Το σαλόνι του σπιτιού μας ήτανε απαγορευμένο για μας τα παιδιά. Το ξεκλείδωνε η μάνα μου μόνο στις γιορτές κι όταν είχαμε επισκέψεις στο σπίτι. [...] Μέσα στο σαλόνι υπήρχαν και δυο κομμάτια άλλης κατηγορίας. Ξενόφερτα. Τα είχε φέρει ο παππούλης μου, ο γερο- Ντίνης από το Ντιτρόιτ της Αμερικής. Στη γωνία στεκότανε το γραμμόφωνο, το Κολούμπια, αστραφτερό με βαθυκόκκινη λάκα, ψηλό, επιβλητικό, με ενσωματωμένη δισκοθήκη και με δυο πορτάκια που τα ανοίγαμε για να ακούγεται η φωνή. Είχε τρεις-τέσσερες πλάκες με ρεμπέτικα, τραβηγμένα στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, την «Ουγγρική Ραψωδία» του Λιστ, δυο σονάτες του Σούμπερτ και δυο πλάκες με τραγούδια και άριες του Καρούζο. Κολλητά του, ήτανε μια όρθια βιβλιοθήκη, με ράφια μόνο, από αφρικάνικο κοκκινόξυλο. Τα κάτω ράφια, μέχρι το πάτωμα, είχανε μέσα τους 24 τόμους της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού». Στο μεσαίο ράφι ήτανε η Σιδηρά Διαθήκη του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, Τα Κατά Συνθήκην Ψεύδη του Μαξ Νορντάου, Τα Μυστήρια του Κνουτ Χάμσουν, το Πόλεμος και Ειρήνη του γερο- Τολστόη, οι Αδελφοί Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι, Η Ανθή του Αντρέγιεφ και πέντε κοντόχοντροι μαύροι τόμοι, Οι Άθλιοι του Ουγκώ, στη μαγευτική αρχαιοπρεπή μετάφραση του Σκυλίτση. Στα τρια από πάνω ράφια, ψηλά, ήτανε τρεις σειρές άσπρα ομοιόμορφα βιβλία, αριθμημένα σα στρατιωτάκια. Ο «Πάπυρος». Οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς. Μερικές τραγωδίες, ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, Πλάτωνας και Αριστοτέλης, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφώντας, ο Πλούταρχος. Η Βιβλιοθήκη του πατέρα μου.

Το '41, στον πρώτο χρόνο της Κατοχής, ήμουνα έξι χρόνων πια κι η γλώσσα μου άρχισε να ξεθαρρεύει με τα γράμματα και τις συλλαβές. Διάβαζα κανονικά τότε. Μου λέει ο πατέρας μου μια μέρα: «Το κλειδί της σάλας το κρύβει η μάνα σου στο συρτάρι του κομοδίνου του δικού μου, στην κρεβατοκάμαρα. Άμα θέλεις να ξεφυλλίσεις τα βιβλία, να το παίρνεις και να το ξαναβάζεις στη θέσητου. Αλλά κοίτα να μη σε καταλάβει.»

Από τη μια το συνωμοτικό, από την άλλη η ευωδιά του πεντακάθαρου σαλονιού, μέχρι που τέλειωσε η Κατοχή και ήρθε η Απελευθέρωση, τα διάβασα, τα ξαναδιάβασα πάλι και πάλι. Φύλλο και φτερό γίνανε τα βιβλία. Δέκα χρόνων ήμουνα δεν ήμουνα, μου έλεγες μια λέξη κι αμέσως σου έλεγα τον τόμο του «Πυρσού» που θα την έβρισκες. Το τάδε περιστατικό του Πελοποννησιακού Πολέμου και σου έλεγα αμέσως αν ήτανε σε δεξιά ή σε αριστερή σελίδα του Θουκυδίδη.

Τότε έκανα και τη φοβερή μου ανακάλυψη. Έπρεπε να γίνω διανοούμενος. Ο διανοούμενος, έλεγα, είναι ο ήρωας του καλού, που πολεμάει να λιγοστέψει του κακού τη δύναμη μέσα στη ζωή μας. Έπρεπε κι εγώ να μπω σε κείνη την τάξη των ηρώων, που τραβάνε μέσα από το μυαλό τους το τρομερό σπαθί της διανόησης κι αμέσως ο δράκος του κακού χώνεται πανικόβλητος στη σπηλιά του. Ήτανε ό,τι καλύτερο μπορούσα να φανταστώ για την επαγγελματική μου σταδιοδρομία.

Η σειρά του «Πάπυρου» δεν ήταν ολόκληρη. Πολλοί αριθμοί λείπανε. Και μου είχανε μείνει μεγάλα κενά. Ε, λοιπόν, μεγάλωσα κι απόκτησα όλα τα βιβλία, αλλά τα κενά που είχα τότε, δε γιομίσανε ποτέ. Αισθάνομαι ότι τα ίδια κενά τα έχω ακόμα. Λες κι ό,τι έγινε, έγινε εκείνα τα χρόνια, λες και κλειδώθηκε το μυαλό μου. Ό,τι κι αν διάβασα στη ζωή μου, νομίζω ότι είναι στριμωγμένο μέσα σε κείνη την όρθια βιβλιοθήκη του πατέρα μου, ό,τι διάβασα και μ' άρεσε στη ζωή μου, το βλέπω άσπρο κι αριθμημένο, σαν να συμπληρώνει τα στρατιωτάκια του «Πάπυρου».

Ακόμα και τα τρομερά γεγονότα που έζησα, οι ανεμοστρόβιλοι της βαρβαρότητας που σάρωσαν το τοπίο μέσα μου εκείνα τα χρόνια, δεν είμαι σίγουρος αν τα έζησα πραγματικά ή τα διάβασα στο Θουκυδίδη. Ο τρόμος από τα Στούκας κι ο κόσμος που έτρεχε να σωθεί στις γράνες και στα περιβόλια του Πύργου, οι ταγματασφαλίτες του Κοκώνη, οι κραυγές που ξέσκιζαν τα υπόγεια των τμημάτων της Χωροφυλακής, οι ξυπόλυτοι αντάρτες του Μαντούκου σκοτωμένοι στα σκαλοπάτια της Αγίας Κυριακής, τα χλεμπονιάρικα πιτσιρίκια με τις πρησμένες κοιλιές, τα γένια του Βελουχιώτη στο μπαλκόνι του Ιλίου Μέλαθρον, ο Αντώνιος ο δεσπότης που του είχα βαστήξει την πατερίτσα, η παράδοση των όπλων και τα κλάματα των μαυροσκούφηδων του Άρη, η Γκρέτσια Πολιτσάι Χι και το κυνηγητό, το δεύτερο αντάρτικο, το ξεκλήρισμα, ο Μπελογιάννης και ο Πλουμπίδης...

Δέκα-δέκα, στρωματσάδα στο σαλόνι της μάνας μου, σταλιάζανε για μια νύχτα οι αντάρτες κι αξημέρωτα φεύγανε για τα χωριά. Εκείνοι να μου λένε ιστορίες από το βουνό κι εγώ να τους δείχνω τα βιβλία μου. Σπαρμένες, κομματιασμένες ζωές. Ποδοβολητά, χαμηλές κουβέντες και ψίθυροι, μουρμουριστά τραγούδια, μάτια που σκίζανε το σκοτάδι, ιδρωμένα ζυγωματικά, χαίτες παλικαριών, ένα ατέλειωτο νυχτερινό τρένο χιμάει με τ' αστραφτερά του βαγόνια, κι αλωνίζει τα κύτταρα και τα κόκαλά μου.

Μ' αυτό το τρένο ταξιδεύω ακόμα.
Κώστας Καζάκος


* Το κείμενο είναι από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ - τ.139/140, Φεβρ.2005
*Φωτογραφία: finosfilms.gr

Ετικέτες , ,