13 Ιουλ 2007

24 ~ Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν

* Έζησα πιστεύοντας στην απόλυτη ελευθερία της βούλησης. 'Εζησα πιστεύοντας ότι μπορούμε τελικώς να κάνουμε ό,τι θέλουμε προκειμένου να ολοκληρώσουμε την προσωπικότητά μας μέσα σε ένα κοινωνικό δεδομένο. Βασικά, τώρα πια ξέρω ότι η άσκηση της ελευθερίας της βούλησης έχει να κάνει με μια αλυσίδα μικροκαταναγκασμών. Δυστυχώς, η ελευθερία της βούλησης δεν περνάει μέσα από τις ιδανικότερες συνθήκες.
* Οι ποιητές δεν θέλουν χώρο. Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη. Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα.
* Ξεκινώ πάντα από μια έμπνευση. Μια αφορμή ανεξήγητη, αυτό είναι η έμπνευση... σχεδόν κατακέφαλα σε βρίσκει. Με βρίσκει συχνά όταν κάνω πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με τη δημιουργική εργασία. Όταν διαβάζω, όταν περπατάω, όταν χαζεύω στους δρόμους. Πολλές φορές το ερέθισμα είναι οπτικό ή ακουστικό. Βασικά είμαι εικονοπλάστης, δηλαδή στα ποιήματά μου υπάρχει έντονα μια εικονοπλασία και σκέψη. Απεχθάνομαι τις διανοητικές κατασκευές, απεχθάνομαι τα φραστικά κλισέ ή τη στιχουργική σκέψη. Με ενδιαφέρει η σκέψη να είναι βιωματική, να δένεται στενά με το βίωμα.
* Συχνά στα ποιήματά μου μπερδεύεται το "εγώ" με το "εσύ". Στον προσεκτικό αναγνώστη αυτό φαίνεται καθαρά. Στα ποιήματά μου το "εγώ" και το "εσύ" είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτό είναι στοιχείο αυτιστικό. Μου το είπε ένας ψυχίατρος... αυτός το παρατήρησε, εγώ δεν το ήξερα.
* Αποφεύγω τον κλειστό χώρο. Μ' αρέσει να ζω έξω από το σπίτι... να περπατάω, να χαζεύω στους δρόμους. Μ' αρέσει όπως γράφω και σ' ένα μου ποίημα, το σεργιάνι. Γενικά όταν βρίσκομαι στο δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι με τον έξω κόσμο. Ενώ όταν είμαι μόνος στο δωμάτιό μου, σε ένα οποιοδήποτε δωμάτιο, απομονώνομαι, χάνω την επαφή μου με τον κόσμο. Κα αν μείνω μέσα πάνω από 24 ώρες χάνω κάθε επαφή. Αν μείνω μέρες; Tα πράγματα χειροτερεύουν επικίνδυνα. Γι αυτό είμαι συνεχώς έξω... οι κλειστοί χώροι για μένα είναι απειλή. Ενώ μέσα στους θορύβους της πόλης νιώθω μια ασφάλεια. Με τρελαίνουν οι εναλλασσόμενες οπτικές παραστάσεις. Γι αυτό και τρώω πάντα έξω. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας είμαι έξω... γράφω έξω, διαβάζω έξω.
* Ζω σε διάσταση με το κοινωνικό σύνολο αρχικά. Μετά εξαναγκάστηκα σ' αυτή την επιλογή και, τέλος, αυτή η επιλογή βοηθάει τη διάθεση που έχω για μια κοινωνική καταξίωση μέσα από μια καριέρα και μέσα από ένα δημιουργικό λογοτεχνικό έργο.
* 'Εγραφα ποιήματα από το '46... Πολλά από αυτά διαβάζονται ακόμη. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα σε ηλικία 15 χρονών... Ήμουν πρώιμο ταλέντο... Τελειώνοντας το σχολείο συνέχισα να γράφω ποίηση και το '53 δημοσιεύω στον "Πυρσό", ένα περιοδικό που έβγαζε ο Σύλλογος Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου, το πρώτο μου ποίημα. Ήταν ο "Σταθμός Λιτόχωρου". Ήμουν τότε στρατιώτης, διαβιβαστής στο Χαϊδάρι. Ένα χρόνο πριν πάω στρατό βρέθηκα στο Λουτράκι για ένα μήνα... λίγο μετά το θάνατο του Σικελιανού. Τότε διάβαζα πολύ Σικελιανό, κυρίως τις τραγωδίες του.
* Δεν έχω τηλεόραση σπίτι μου γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω. Αν έπαιρνα πάντως, αν είχα την οικονομική δυνατότητα, θα έπαιρνα έγχρωμη... μ' αρέσει η έγχρωμη.
* ...προτιμώ τα ζαχαροπλαστεία του Πειραιά. Κατεβαίνω στον Πειραιά με λεωφορείο. Ο Πειραιάς μ' αρέσει περισσότερο από το κέντρο της Αθήνας... τον βρίσκω πιο τουριστικό. Γι αυτό κι εγώ πηγαίνω στο Πασαλιμάνι, που μ' αρέσει πολύ, στου Παπασπύρου. Και η Καστέλλα μ' αρέσει. Είναι εξάλλου τα πιο τουριστικά μέρη του Πειραιά. Επίσης μ' αρέσει και η Κηφισιά όταν κάνει πού ζέστη.
* Διακατέχομαι πολλές φορές από τον φόβο του θανάτου. Φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι την ανυπαρξία, φοβάμαι την μετάβαση από την κατάσταση της ζωής στην κατάσταση του θανάτου. Αυτό είναι το πιο βασικό μου πρόβλημα με την ιδέα του θανάτου.
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)




* Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι από την ΟΔΟ ΠΑΝΟΣ, τ.90/91/92
(αφιερωματικό τεύχος στον ποιητή). Είναι αποσπάσματα από συνέντευξη
που έδωσε ο Ν-Α.Α. στους Θ.Λάλα και Λ.Ταγματάρχη και
πρωτοδημοσιεύθηκε στο Βήμα, στις αρχές του 1991,

Ετικέτες , ,

8 Ιουλ 2007

23 ~ Αντώνης Σουρούνης: Τα αγόρια της Μουσών

Γεννήθηκα σ' ένα σπίτι χωρίς κανένα βιβλίο. Όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά στο δρόμο μας σε τέτοια σπίτια γεννηθήκαμε. Στην οδό Μουσών. [...] Eίχα γεννηθεί λοιπόν στη Μουσών, έχοντας δεξιά μου την Ιωλκού, αριστερά μου την Καλλιόπης και παραδίπλα την Αιόλου. Οι άνεμοι με πήραν και με σήκωσαν. Όχι μόνο εμένα, όλους μας. Στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού κατάλαβα ότι αυτό που μου άρεζε πιο πολύ απ' όλα να κάνω ήταν να γράφω εκθέσεις. Κατάλαβα και τι θα γίνω, όταν ο δάσκαλός μας ήρθε μια μέρα και μας διάβασε από την εφημερίδα κάτι που το είπε "χρονογράφημα". Μιλούσε για την άνοιξη και μ' αυτά που έλεγε μοσχοβόλησε όλη η τάξη. Τότε γύρισα στο διπλανό μου και του είπα ότι αυτή τη δουλειά θα κάνω κι εγώ όταν μεγαλώσω. Κάθε Δευτέρα γράφαμε έκθεση για το πώς περάσαμε την Κυριακή κι ενώ εγώ δεν είχα περάσει καλύτερα απ' όλους, έγραφα την καλύτερη. Το έλεγε ο δάσκαλος την άλλη μέρα και το διάβαζε στην τάξη. Δεν ήξερα όμως πώς να φτάνω στην ιστορία μου χωρίς εκείνα τα χαζά που γράφαμε όλοι, ξύπνησα, πλύθηκα, πήγα στο αποχωρητήριο, ντύθηκα, κι αυτό με στενοχωρούσε. Ώσπου μια μέρα έγραψα Αφού ξύπνησα κι έκανα τα πρωινά μου καθήκοντα... και μπήκα στο θέμα μου. Δε με πείραζε που την άλλη Δευτέρα όλες οι εκθέσεις άρχιζαν έτσι, για μένα ήταν η καλύτερη σκέψη που είχα κάνει μέχρι τότε. Μπορώ να πω ότι μ' αυτή την πρόταση άρχισε η συγγραφικής μου καριέρα. Αφού ξύπνησα κι έκανα τα πρωινά μου καθήκοντα...
'Έκανες τα πρωινά σου καθήκοντα;" με ρωτούσε πριν χρόνια με κέφι και τρυφερότητα κάποια γυναίκα, όταν μ' έβλεπε μεσημεριάτικα αξύριστο και μουρτζούφλη.

"Έκανες τα βραδινά σου καθήκοντα;" με ρωτάει η σημερινή μου γυναίκα με την ίδια τρυφερότητα και - παράξενο - με το ίδιο κέφι.

Δεν ήξερα ότι τα βραδινά καθήκοντα είναι περισσότερα από τα πρωινά κι ότι από νύχτα σε νύχτα αυξάνονται κι άλλο. Εγώ ξεκίνησα μ' ένα σαλοσπίρ των εκατό ("Ώσπου να πεθάνεις θα το παίρνεις αυτό", μου είπε ο καρδιολόγος) και τώρα έχω φτάσει σ' ένα ναπροσύν για το δεξί γόνατο και μια επιγονατίδα, ένα τσιρότο κολλημένο στη μύτη για την ανάσα, μια γαργάρα με τάντουμ βέρντε για το λαιμό, σταντ μπάι δίπλα στο κρεβάτι ένα τέταρτο νεοκαρντόν για τις ταχυπαλμίες κι ένα μπουσκοπάν σε περίπτωση που με ξυπνήσει η πέτρα στο νεφρό. Α, και κάμποσα ποτήρια κόκκινο κρασί, επειδή τα ερυθρά μου αιμοσφαίρια είναι λίγα. Συνταγή του γιατρού κι αυτή. Βέβαια εκείνος μίλησε για ένα ποτηράκι και θα αυξηθούν, εγώ όμως βλέπω ότι με τα πολλά ποτηράκια αυξάνονται οι αναμνήσεις μου, οι συγκινήσεις μου, οι χτύποι της καρδιάς μου, οι πόθοι μου κι οι πόνοι μου, γιατί να μην αυξηθούν και τα ερυθρά μου αιμοσφαίρια; Δικά μου δεν είναι κι αυτά;

"Έκανες τα βραδινά σου καθήκοντα;"

Bραδιάζει και πρέπει να ετοιμαστώ.
Αντώνης Σουρούνης

* Το κείμενο είναι από την εισαγωγή του βιβλίου
του Αντώνη Σουρούνη Tο μονοπάτι στη θάλασσα,
εκδ. Καστανιώτη, 2006
* Φωτογραφίες: greece2001.gr

Ετικέτες , ,

2 Ιουλ 2007

22 ~ Χρήστος Μπουλώτης: Tα δακτυλικά αποτυπώματα

Σ' ένα τοπίο μινωικό μού αποκαλύφθηκε πρώτη φορά γοητευτικό κι επώδυνο το πρόσωπο του χρόνου. Εκεί και τα δακτυλικά αποτυπώματα. Ήταν, θυμάμαι, καυτός Ιούνιος κι ακόμη πιο καυτός Ιούλιος του '72. Στη σκιά του ιερού όρους Γιούχτα, κατάφυτο αμπέλια και λιόδεντρα το Φουρνί, ο λόφος δηλαδή απέναντι απ' τις Αρχάνες, όπου έμελλε εκείνο το καλοκαίρι, δευτεροετής τότε φοιτητής, να μυηθώ στην ανασκαφική πράξη. Ήταν το πολυπόθητο έναυσμα που, ώσπου να πατήσω το πόδι μου στο μυθικό εν αρχαιολογία Φουρνί, μου στοίχισε αγρύπνιες, μια κι η ανυπομονησία δεν χωρούσε με τίποτα στο εικοσάχρονο κορμί μου. Μαζί κι η αγωνία αν τελικά θα κατάφερνα να περάσω πάνω απ' τον πήχυ. Γιατί όσοι εκθείαζαν την εύνοια της τύχης μου να ανασκάψω σ' ένα μινωικό νεκροταφείο, τόσο σημαντικό όσο το Φουρνί, ήξεραν πως μια τέτοια τύχη ξεχωριστή συνεπαγόταν απαιτήσεις απ' την μεριά του μυστακιοφόρου διευθυντή της ανασκαφής, που συνήθιζε να κραδαίνει τεχνηέντως το ραβδί του δίκην ομηρικού σκήπτρου. Υψηλές, πράγματι, οι απαιτήσεις. Κι εγώ δεν διέθετα τότε για εφόδια παρά ενθουσιασμό και εμμονή να παίξω σοβαρά το παιχνίδι με τον υλοποιημένο χρόνο. Mόνο που δεν υποπτευόμουν, νεοφώτιστος, πόσο η πρώτη εκείνη ανασκαφική μου εμπειρία θα έγερνε προς τη μεριά υπαρξιακής αγωνίας, πόσο βαθιά θα χάρασσε στο θυμικό εκείνο το πρώτο chiaroscuro. Από τη μια δοξαστικά τα τζιτζικίσματα, ο κρητικός ήλιος, τα μπρούντζινα κορμιά που ιδρωκοπούσαν με το χτύπο της σκαπάνης, κι από την άλλη τα απογυμνωμένα οστά, δεκάδες σκελετοί Μινωιτών σε πήλινες λάρνακες, κι άλλα οστά απο ανακομιδές - ο τάφος ήταν ασύλητος, πρώιμος «θολωτός», μιας διευρυμένης οικογένειας ίσως. Μέσα σε λίγες ανασκαφικές μέρες είχα προνομιακά ταξιδέψει τέσσερεις ολόκληρες χιλιετίες, ίσαμε το ανώνυμο πένθος, δοξασίες μεταθανάτιες, ταφικές πρακτικές, που σύντομα θα γίνονταν επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος και επίλεκτα εκθέματα στο Μουσείο Ηρακλείου, αφού πλούσια τα κτερίσματα των τάφων. Στα είκοσί μου βρέθηκα καταμεσής σ' ένα πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα από την άκρη του μινωικού χρόνου, που με οδηγούσαν και με πήγαιναν κατακαλόκαιρα όπου τους πήγαιναν - έτσι τουλάχιστον ένιωθα τότε. Όμως εγώ δεν ήμουν ούτε το φως των ματιών τους, ούτε η μνήμη τους, ούτε οι επιθυμίες που συνέπαιρναν πάλαι ποτέ το κορμί τους. Η μεταφυσική μου δύσπνοια, για να καταλαγιάσει κάπως, ζητούσε κάτι ακόμη. Κι αυτό το κάτι δεν μου το έδωσαν τα χρυσά κτερίσματα, ούτε τα αργυρά, τα ελεφαντοστέινα και τα μαρμάρινα. Τη στιγμή που ο Μανόλης, ο στιβαρός εργάτης μας, αφήνοντας για λίγο τη σκαπάνη, πρόσθετε, κατά τη συνήθειά του, άλλον έναν σκορπιό στο πακέτο των τσιγάρων του, ήρθαν τα δακτυλικά αποτυπώματα. Πάνω σε πήλινο ειδώλιο, ευτελές, μικκύλο. Ήρθαν για να σαρκώσουν μεμιάς το εκτυφλωτικό κρητικό φως να σκοτεινιάζει αμήχανο κι απορημένο. Τα δακτυλικά αποτυπώματα ενός ειδωλοπλάστη, που είχε μορφοποιήσει αδρά το πρόσωπο γυναίκας, συγκεκριμένα την προτεταμένη μύτη της, πιέζοντας ταυτόχρονα με αντίχειρα και δείκτη τον υγρό πηλό. Κι εκείνη η μακρινή στιγμή του πλασίματος, με τις σχεδόν αδιόρατες δακτυλικές γραμμές πάνω στον πηλό, έμεινε. Έφτασε ώς εμάς. Τα δακτυλικά αποτυπώματά του μινωίτη ειδωλοπλάστη ήταν αποτυπώματα του μινωίτη χρόνου.

Στο κολατσιό με την αρχαιολογική ομήγυρη, κάτω απ' το γέρικο λιόδεντρο, έστρεψα τη συζήτηση στις μεταφυσικές πλευρές του χρόνου. Άρχισα να λέω και για τα δακτυλικά αποτυπώματα που λίγο πριν είχα διαβάσει έκπληκτος πάνω στο πήλινο ειδώλιο γυναίκας, όταν με διέκοψε η φωνή του Μανόλη, που μας καλούσε να δούμε κι εμείς πώς αυτοκτονούν οι σκορπιοί του, ανάβοντας γύρω τους με οινόπνευμα μια κύκλια φωτιά.
Χρήστος Μπουλώτης

* Το κείμενο είναι από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τ.153/154
*Φωτογραφίες: greece2001.gr

Ετικέτες , , ,