30 Μαΐ 2007

14 ~ Σταύρος Ζαλμάς: Έτσι ξεκίνησα

* To 1960 οι δικοί μου μετακόμισαν στα Πατήσια, στην Κηπούπολη Κυπριάδου. Αλλά εγώ εξακολούθησα να περνάω πάρα πολλές ώρες της ημέρας στη Φιλαδέλφεια διότι ήταν εργαζόμενοι οι δικοί μου και δεν είχαν πού να με αφήσουν και με άφηναν σε κάποιους συγγενείς εκεί, στο παλιό μου πατρικό σπίτι. Εν συνεχεία τα προεφηβικά μου και τα εφηβικά μου χρόνια τα πέρασα στα Πατήσια και το '80 μόλις απολύθηκα από το στρατό έφυγα από το σπίτι μου.
* Ανέκαθεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ανέκαθεν, δηλαδή εννοώ από την ηλικία που ένα παιδί συνειδητοποιεί τον εαυτό του και αρχίζει και σκέφτεται κάποιοα πράγματα για το μέλλον. Ήθελα να γίνω ηθοποιός. Με ενδιέφερε πάρα πολύ το μαγικό πράγμα που συμβαίνει πίσω από τη σκηνή, στα καμαρίνια, στις κουΐντες.
* Με έπαιρναν οι δικοί μου και έβλεπα κάποιες παραστάσεις, όχι πάρα πολλές, αλλά παρακολουθούσαμε κάποιο θέατρο. Όσο μπορούσαν με έπαιρναν μαζί τους και έβλεπα κάποιες παραστάσεις. Και το καλοκαίρι και το χειμώνα. Μάλιστα τότε εκείνα τα χρόνια το καλοκαίρι δέσποζε ο Ψαθάς στα καλοκαιρινά θέατρα. Με είχε πολύ ελκύσει αυτό το μαγικό, αυτό το παραμύθι.
* Από το '82 παίζω στο θέατρο. Ξεκίνησα με τον Μινωτή, δυο φορές συνεργάστηκα μαζί του, έχω δουλέψει με τον θίασο Αλεξανδράκη άλλη μία, εν συνεχεία είχα την μεγάλη τύχη να γνωρίσω το θίασο του Λευτέρη Βογιατζή και να δουλέψω δυο χρόνια μαζί του, παρακολουθώντας όλες τις παραστάσεις από το ηλεκτρολογείο. Μετά δούλεψα με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, πάλι για δυο χρόνια, παρακολουθώντας πάλι όλες τις παραστάσεις. Δούλεψα κατ' αποκλειστικότητα με την Ομάδα Εδάφους για έξι ολόκληρα χρόνια με τον Δημήτρη Παπαΐωάννου και έτσι σπούδασα και χορό, δηλαδή έβαλα το σώμα μου σε μια διαδικασία σπουδής της κίνησης και τότε το '87 μέσα από τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο οποίος ήταν αδελφικός φίλος και παιδικός φίλος με τον Αλέξη Μπίστικα, γνωρίστηκα με τον Αλέξη.
* Μετά από μία πρόβα που είχα με την Ομάδα Εδάφους, έρχεται ο Αλέξης και μου λέει: "Θέλεις να παίξεις στη διπλωματική μου ταινία;" Τότε ο Αλέξης σπούδαζε στο Λονδίνο και του είπα, εγώ δεν είχα ξανακάνει κινηματογράφο, του είπα αν μου πληρώνεις τα έξοδα και τη διαμονή έρχομαι. Και όντως πηγαίνοντας για Αμερική με τον Δημήτρη Παπαΐωάννου, γιατί πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε κάτι σεμινάρια χορού, σταθήκαμε στο Λονδίνο 15 ημέρες, κάναμε τα "Μάρμαρα" και φύγαμε.
* Στα "Μάρμαρα", ο Αλέξης αποτύπωσε την νοσταλγία του για την Ελλάδα. Είχε μείνει χρόνια στο Λονδίνο, να σπουδάσει, να δουλέψει, να γνωρίσει ανθρώπους κ.λπ. και συνδύασε αυτή την νοσταλγία με την Ελλάδα, είναι μια πολύ έξυπνη ιδέα που είχε να ξαναφέρει τα Ελγίνεια στο τόπο τους. Δηλαδή τα "Μαρμάρα" είναι μια ταινία αφιερωμένη στην Μελίνα Μερκούρη.
* Η "Γραβάτα" είναι, η λέξη "Γραβάτα" για την συγκεκριμένη ταινία αφορά και το συγκεκριμένο δώρο που δίνει ο ένας φίλος στον άλλον, αλλά και το λογοπαίγνιο, στην Αγγλική γλώσσα "πούρα τάι", στα Αγγλικά σημαίνει και "δεσμός". Και το "Χάραμα" στην τελευταία ταινία που έχει σχέση με το τραγούδι και με το κέντρο αλλά έχει σχέση και με το ξεκίνημα μιας καινούργιας ζωής, μιας καινούργιας γνωριμίας, ενός καινούργιου έρωτα.
Σταύρος Ζαλμάς


* Το κείμενο είναι από την Οδό Πανός - τ.79-80, Αύγ. 1995 και
αποτελείται από αποσπάσματα της συνομιλίας που είχε ο
Στ. Ζαλμάς με τον Γιώργο Χρονά στην εκπομπή
"Χάρτινη Εξέδρα" του Πρώτου Προγράμματος της
Ελληνικής Ραδιοφωνίας
* Φωτογραφία: clubs.pathfinder.gr


Ετικέτες , ,

27 Μαΐ 2007

13 ~ Αλέξης Μπίστικας: Το φιλί

Τω καιρώ εκείνω βρισκόμουν για λίγες μέρες στην πατρίδα, μακριά από τη χώρα των σπουδών μου. Στο νησί, η δίψα μου για ήλιο μούλιασε με βροχή και άνεμο. Μέναμε σε ένα χαμηλό σπίτι στη μέση ενός αγριεμένου κήπου. Το δικό μου δωμάτιο ήταν ανεξάρτητο. Παραδινόμουν σε έναν ύπνο βαθύ και ασυμβίβαστο.
Τα χτυπήματα της καμπάνας με βρήκαν πάνω από το κρεβάτι μου να εκτελώ ιλιγγιώδεις ταλαντώσεις στο σκοτάδι. Το νερό άφησε το πρόσωπό μου σε ένα απόγεμα που είχε μαλακώσει από τη βροχή και, αδύναμο να σκεφτεί, είχε αρπαχτεί από τα χτυπήματα της καμπάνας. Το σπίτι ήταν άδειο. Οι άλλοι έλειπαν στη γειτονική πόλη, χαμένοι στη λατρεία των παχύσαρκων θεών τους.
Παραμέρισα τη σκουριασμένη εξώπορτα και πάτησα τα υγρά λουλούδια του κήπου (θυμήθηκα πως "άκου" σημαίνει "μύρισε" στην τοπική διάλεκτο). Πλησίασα τα χτυπήματα της καμπάνας και τις ψαλμωδίες.
Το εκκλησάκι ήταν βαμμένο με τις μπογιές των καϊκιών και φωτισμένο δυνατά. Εγώ περίμενα την κατάνυξη που μου έλειπε από τους άλλους, μα οι γυναίκες μιλούσαν δυνατά και σκουντιόντουσαν. Η ανδρική παρουσία ήταν: ο παπάς, οι ψαλτάδες και, κλεισμένα στο ιερό, τα παπαδοπαίδια που είχαν φορέσει άμφια πάνω από τα σορτς, και είχαν ανταλλάξει τα αεροβόλα για τα ιερά σκεύη. Αραιά και πού μόνο έμπαινε ένας άντρας, άναβε κερί σαν παραστράτημα, κι έφευγε αμέσως.
Ήταν εκεί κι ο άγιός μου ανάμεσα σε άλλες εικόνες, ένας φτωχοντυμένος νεαρός. Οι ψαλμωδίες και τα Ευαγγέλια τσιτσιριζόντουσαν στην τοπική προφορά, όταν μπήκε στην εκκλησία λίγος παγωμένος αέρας. Η μαυροντυμένη γυναίκα πίσω μου είπε: "Πού είσαι παιδί μου τόση ώρα, όπου να 'ναι θα βγει ο Σταυρός.
Στεκόταν αναμαλλιασμένος μέσα στην πρώτη του εφηβεία. Στο ξεβαμμένο δέρμα λάμπανε δύο μεγάλα μάτια. Τα χείλια λαχανιασμένα, οι μπούκλες βρεμμένες, ασουλούπωτα ρούχα, χέρια και γόνατα πληγιασμένα στην αγριότητα ομαδικών παιχνιδιών. Τον ανάγκασαν να έρθει να προσκυνήσει, κι αυτός αργοπόρησε για ένα τελευταίο κυνηγητό. Μα αν ήτανε τοιχογραφία, θα ταίριαζε σε υπόγεια σπηλιά της θάλασσας.
"Άντε προχώρα τώρα" ακούγεται η μάνα, και εκείνος διστάζει ανάμεσα στις εικόνες, και σταματά μπροστά σε μία. Τα πόδια ανασηκώνονται, τα χείλια ενώνονται, και ο μικρός δίνει ένα δυνατό φιλί στην εικόνα του αγίου μου. Η θερμότητα αναβλύζει και ανθίζει στο πρόσωπό μου. Ο νεοφερμένος έρχεται και στέκεται ανάμεσα στη μάνα του και μένα. Είναι ακόμα λαχανιασμένος και η χλιαρή ανάσα του μπλέκεται με τη λειτουργία. Περνάει ώρα. Η μουσική, το λιβάνι, οι εικόνες, και, ξανά, από το πορτάκι λίγος παγωμένος νυχτερινός αέρας.
Δρασκέλισα βιαστικά τις γυναίκες και βγήκα. Το προαύλιο ήταν άδειο. Ο χωματόδρομος έρημος. Δεν ήταν πουθενά. Το υγρό χώμα μύριζε δυνατά. Πέρα έλαμπε μια PIZZA ένα RESTAURANT, ένα BAR. Δωμάτια έφεγγαν στο φως της τηλεόρασης. Από μακριά ερχόταν επαναληπτικός ο ρυθμός μιας DISCOTEQUE. Στο γυρισμό τα χέρια μου κρέμονταν άδεια και αδύναμα.
Το χαμηλό μας σπίτι περίμενε στο τέλος του δρόμου. Πέρασα τη σκουριασμένη εξώπορτα και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω τους άλλους, που είχαν πια επιστρέψει από το γλέντι τους.
Αλέξης Μπίστικας (1964-1995)


* Το κείμενο και η μεγάλη φωτογραφία είναι από την Οδό Πανός
- τ.78, Μάρτιος 1995
* Η μικρή φωτογραφία είναι από filmfestival.gr

Ετικέτες , ,

24 Μαΐ 2007

12 ~ Vladimir Vladimirovich Mayakovsky: Εγώ ατός μου

Το θέμα. Είμαι ποιητής. Αυτό είναι που με κάνει ενδιαφέροντα. Αυτό - το που είμαι ποιητής - πάω να γράψω δω πέρα. Επίσης για τις φορές που ερωτεύτηκα, για τις φορές που ποντάρησα ανέμελα στα τυχερά παιχνίδια και για τις ομορφιές του Καυκάσου - όσο μπορεί η ομορφιά να υποταχτεί στις λέξεις.
[...]
Το κυριότερο. Γεννήθηκα στις 7 Ιουλίου του 1894 ή του 1893 - η γνώμη της μαμάς δεν συμφωνεί με τα πιστοποιητικά του πατέρα. Είναι σίγουρο πως δεν γεννήθηκα νωρίτερα. Τόπος γεννήσεως - χωρίον Μπαγκντάντι, επαρχία Κουτάη, Γεωργία.

Οικογένεια. 'Ο πατέρας: Βλαδίμηρος Κωνσταντίνοβιτς (δασοφύλακας στο Μπαγκντάντι) πέθανε στα 1906. Η μαμά: Αλεξάνδρα Αλεξέγιεβνα. Αδερφές: Λιούντα και 'Ολια. Υπήρχε επίσης και μια θεία Ανιούτα. Κατά πως φαίνεται δεν υπάρχουν άλλοι Μαγιακόβσκη. Πρώτη ανάμνηση: Αντίληψη σκίτσων. Μέρος άγνωστο. Χειμώνας. Ο πατέρας συνδρομητής στο περιοδικό Ρόντινα (Πατρίς). Η Ρόντινα είχε ένα παράρτημα χιούμορ και σάτιρας. Τ' αστεία συζητιόντουσαν και τα περιμένανε. 'Ο πατέρας κόβει βόλτες τραγουδώντας: Alllons enfants de la πα-τσετίρι. 'Οπως συνήθως φτάνει η Ρόντινα. Την ανοίγω και ξαφνικά (σκίτσο) ξεφωνίζω. "Τι αστείο! Μια γυναίκα κι ένας θείος φιλιούνται!". 'Ολοι γελάνε. Αργότερα όταν ξαναρχότανε το παράρτημα κ' είχε στ' αλήθεια με τι να γελάσεις, αποδείχνεται πως αυτοί διασκεδάζανε μόνο εις βάρος μου. Αυτό έγινε αιτία ν' αποχτήσουμε διαφορετικές αντιλήψεις για τα σκίτσα και το χιούμορ.

Δεύτερη ανάμνηση: Ποιητική αντίληψη. Καλοκαίρι. 'Ενα σωρό επισκέπτες. 'Ενας ψηλός όμορφος φοιτητής - ο Μπ. Π. Γκλουσκόβσκη. Ζωγράφιζε. Δερματόδετο άλμπουμ. Υπέροχο χαρτί. Πάνω στο χαρτί ένας μακρυλέλεκας χωρίς παντελόνι (ή πιθανόν να φόραγε πολύ εφαρμοστό) μπροστά σ' έναν καθρέφτη. 'Ο ψηλέας λεγότανε "Ευγενιονέγκιν". 'Ο Μπόρια και ο άλλος στη ζουγραφιά ήταν τηλεγραφόξυλα. Φαεινότερον ήλιου. Νόμιζα πως ο Μπόρια ήταν αυτός ο Ευγενιονέγκιν που λέμε. Κόλλησα σ' αυτή τη γνώμη τρία χρόνια.

Τρίτη ανάμνηση: Αντιλήψεις πρακτικής ζωής. Νύχτα. Ατέλειωτα ψιθυρίσματα του μπαμπά και της μαμάς στο διπλανό δωμάτιο. 'Ο λόγος για ένα πιάνο. Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Μια φράση γύριζε σα σβούρα στο μυαλό μου. Το πρωί όρμησα ολοταχώς: "Μπαμπά, τι θα πει "μηνιαίες δόσεις"; Γοητευμένος απ' την εξήγηση. Κακές συνήθειες. Καλοκαίρι. Καταπληκτικός αριθμός επισκεπτών. O πατέρας καυχιέται για τη μνήμη μου. Με βάζανε και μάθαινα ποιήματα απόξω για κάθε γιορτή και γενέθλια. Θυμάμαι ένα που 'μαθα για τα γενέθλια του πατέρα:
"Μπροστά στη μεγαλόπρεπη σειρά
των oμομήτριων λόφων..."
αυτό το "ομομήτριων" μ' αγαναχτούσε. Δεν ξέρω τι σόι λόφοι ήτανε μα στην πραγματική ζωή δεν έλαχε να τους συναντήσω. Αργότερα έμαθα πως αυτό ήταν "ποιητικό" κι άρχισα να το σιχαίνουμαι. Μέσα μου. Ρίζες ρομαντισμού. Πρώτο σπίτι που θυμάμαι καθαρά. Δυο πατώματα, το δεύτερο ήταν δικό μας. Στο πρώτο είχε πατητήρια. Μια φορά το χρόνο κάρα με σταφύλια. 'Εφαγα. Οι άλλοι ήπιαν μούστο. Ολόγυρα ήταν η περιοχή ενός πανάρχαιου γεωργιανού πύργου κοντά στο Μπαγκντάντι. Γύρω στον πύργο ένα φεουδαρχικό τείχος σε σχήμα τετραγώνου. Στις γωνιές του τείχους κανόνια. Πολεμίστρες. Πυργίσκοι. Πέρα απ' τα τείχη τάφροι. Πέρα απ' τους τάφρους δάση και τσακάλια. Πάνω απ' τα δάση λόφοι. Σαν μεγάλωνα, θα σκαρφάλωνα στον πιο ψηλό. Οι λόφοι χαμηλώνανε κατά το βοριά. Βόρεια, ένα άνοιγμα ανάμεσα στους λόφους. Εκεί, οραματιζόμουν, ήταν η Ρωσία. Είχα μεγάλη λαχτάρα να πάω εκεί.

Το ασυνήθιστο. Εφτά χρονώ. 'Ο πατέρας μ' έπαιρνε καβάλα στις επιθεωρήσεις των δασών. 'Ενα πέρασμα. Νύχτα. Καταχνιά. Δε μπορούσα να δω ούτε τον πατέρα. Πολύ στενό μονοπάτι. Φαίνεται πως ο ώμος του πατέρα μπλέχτηκε σ' ένα κλαδί πουρναριού. Το κλαδί με χτύπησε με τ' αγκάθια του στα μάγουλα. Σχεδόν ουρλιάζοντας, έβγαλα τ' αγκάθια. Σχεδόν αμέσως η καταχνιά κ' η βροχή εξαφανίστηκαν. Σ' ένα άνοιγμα της ομίχλης κάτω απ' τα πόδια μας, ήταν πιο φωτεινά κι απ' τον ουρανό. 'Ηταν ηλεκτρισμός. Οι υδατοπτώσεις του πρίγκιπα Νακασίτζε. Απ' την ώρα που είδα τον ηλεκτρισμό έχασα το ενδιαφέρον μου για τη φύση. Μου φαινόταν ντεμοντέ.

Σπουδές: Μου 'κανε μάθημα η μητέρα μου και κάθε είδους θηλυκοί συγγενείς. 'Η αριθμητική φαινόταν να 'ναι παράλογη. Είχα να λογαριάζω μήλα και ροδάκινα που μοιραζόντουσαν σε παιδιά. 'Ομως εγώ είχα συνηθίσει να παίρνω και να δίνω φρούτα χωρίς μέτρημα. Τα φρούτα είναι άφθονα στον Καύκασο. Μάθαινα να διαβάζω μ' ευχαρίστηση.

Το πρώτο βιβλίο: Αγάθεια, η πωλήτρια των ωδικών πτηνών. Αν μου 'χαν πέσει μερικά αλλά τέτοια βιβλία στα χέρια τότε, θα 'χα σταματήσει να διαβάζω. Ευτυχώς το δεύτερο ήταν ο Δον Κιχώτης. Αυτό μάλιστα. 'Εφτιαξα ένα ξύλινο σπαθί και μια ασπίδα και αντροκαλούσα τους πάντες και τα πάντα.

Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκι (1893-1930)


* Το κείμενο είναι από την ανθολογία του Άρη Αλεξάνδρου Διάλεξα
εκδ. Κείμενα, 1984 (Τυπογραφείο "Κείμενα", Αθήνα)
* H φωτογραφία είναι από το academic.marist.edu

Ετικέτες , ,

21 Μαΐ 2007

11 ~ Ανδρέας Εμπειρίκoς: Aμούρ! Αμούρ!

Το βαπόρι που με μεταφέρει στην Ρωσσία, αγκυροβολεί στη Σεβαστούπολι. Ύστερα από μια διαμονή ολίγων ημερών σε αυτή την ωραία πόλι της Κριμαίας, αναχωρώ για τα κτήματα που ανήκαν προ της Επαναστάσεως του 1917 στους θείους μου. Το Τσόργκουν, ένα χωριό κατοικημένο κατά το ένα ήμισυ από Τατάρους και κατά το άλλο από Ρώσσους, είναι συνυφασμένο, μέσα στη μνήμη μου, με πλήθος αναμνήσεων της παιδικής μου ηλικίας. Ακόμη και σήμερα, όταν ακούω ποδοβολητό αλόγων σε γέφυρα ξύλινη, ή τον θόρυβο που κάνουν τα σιδερένια στεφάνια μιας αμάξης επί ενός σανιδώματος γεφύρας, βλέπω μπροστά μου την παλαιά ξύλινη γέφυρα, η οποία έζευε τον μικρό ποταμό Τσόρναγια, σε ελάχιστη απόστασι από το σπίτι του θείου μου Δημήτρη, που με θερμή αγάπη και άπειρη καλωσύνη με φιλοξενούσε, οσάκις πήγαινα ως παιδί στα κτήματά του. Ανεβασμένος σε μια μεγάλη φουντωτή καρυδιά, στην όχθη του Τσόρναγια, ή σκαρφαλωμένος στα κλαδιά μιας δαμασκηνιάς, που ήτο τόσο φορτωμένη με δαμάσκηνα, ώστε ένα δυνατό τίναγμα αρκούσε για να κάμη κανείς μια πλούσια συγκομιδή, έβλεπα συχνά τα αγόρια των Τατάρων να προχωρούν γυμνά στον ποταμό, κοντά στο ξύλινο γιοφύρι, όπου τα νερά ήσαν βαθύτερα, και , εκεί, να λούζονται μαζύ με τα άλογα, παίζοντας και φωνάζοντας εκφραστικώτατες λέξεις στην γλώσσα των, εκ των οποίων πολλές μοιάζαν με τις τόσο συγκλονιστικά σαφείς άναρθρες κραυγές, που απ’ ευθείας εκπηδούν σαν εκτοξεύσεις σπέρματος μέσα από τα ορμέμφυτα και από τα σπλάχνα των ανθρώπων.

Δύο τάσεις εχαρακτήριζαν κυρίως τα παιχνίδια των αγοριών· η πολεμική και η ερωτική. Ένα παιδί κατέβρεχε ανηλεώς έναν μικρό του σύντροφο. Ένα άλλο προσπαθούσε να πετροβολήση ένα σκυλί. Ένα τρίτο ίππευε ξαφνικά ένα από τα άλογα και ορμώντας μέσα στον ποταμό, παραμέριζε τους άλλους λουομένους και εξέπεμπε φωνή θριάμβου, προσθέτοντας στην επική του δράσι, παιάνα γέλωτος γαργάρου και ύβρεων στιλπνών. Και ενώ μερικά αγόρια επάλευαν στα μαλακά χώματα, κοντά στον ποταμό, άλλα, ιστάμενα επί της όχθης, ηγωνίζοντο ποιο θα εκτοξεύση τα ούρα του εις απόστασιν μεγαλειτέραν. Άλλα πάλι, προκαλούσαν στύσεις και παρέβαλαν τα γεννητικά τους όργανα εις οξύτατον ανταγωνισμόν. Εξ αυτών μερικά κατέληγαν εις εκσπερματώσεις, δι’ ατομικών ή αμοιβαίων ψαύσεων και θωπειών, ενώ άλλα, πιο φιλικώς διακείμενα στον ρεμβασμόν, απεσύροντο σε ήσυχα και ερημικά σημεία της όχθης, όπου επεζήτουν τον κατευνασμόν, αυνανιζόμενα σιωπηρώς, ή εν μέσω αναφωνήσεων και στεναγμών, πίσω από κλάδους ή πυκνά δενδρύλλια. Τα πιο θαρραλέα και τα κάπως πιο ώριμα αγόρια, προτιμούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της πραγματικότητος, για να φθάσουν σε πληρέστερα, σε πιο ολοκληρωτικά αποτελέσματα. Αυτά άφηναν τους ομοφύλους των και προχωρούσαν σε ένα άλλο σημείο του ποταμού, όχι πολύ μακρυά από την ξύλινη γέφυρα, όπου τα νερά ήσαν πιο ρηχά και όπου ήρχοντο συχνά μικρές τατάρισσες με φουντωτά σαλβάρια και νεαρές ημίγυμνες τσιγγανοπούλες για να ποτίσουν τ’ άλογα. Εκεί όμως ανεκόπτετο η προς τα πρόσω φορά ωρισμένων αγοριών. Τα παιδιά αυτά εφοβούντο να προέλθουν σε πράξεις πιο λυσιτελείς, αλλ’ αφ’ ετέρου δεν επεθύμουν να παραιτηθούν των μυχιαιτέρων βλέψεών των, επιστρέφοντα τελείως άπρακτα, και εν τοιαύτη περιπτώσει, εζήτουν διέξοδον σε μια συμβολική μέση λύσι, περιοριζόμενα σε γαύρες επιδείξεις του πέους των εξ αποστάσεως, ραντίζοντας ενίοτε την χλόη και τον ποταμό, με αλλεπάλληλα αναβρύσματα λευκών σταγόνων. Τουναντίον, τα άλλα αγόρια που ήσαν μαχητικώτερα και πιο αποφασιστικά, ωρμούσαν χωρίς να ορρωδήσουν και προσπαθούσαν να έλθουν σε άμεση επαφή με τα κορίτσια, των οποίων τα ράκη επέτρεπαν να φαίνεται καμιά φορά το αιδοίον, ή κάποιο άλλο θέλγητρον του σώματός των, εξ εκείνων που από αμνημονεύτων χρόνων, διδασκόμεθα ότι πρέπει να καλύπτη, εν πνεύματι ενοχής, η αιδημοσύνη. Οι μικρές τατάρισσες και οι τσιγγανοπούλες, οσάκις είχαν να κάμουν με τα αγόρια που επετίθεντο, έμεναν επί τόπου και παρατηρούσαν έκθαμβες τα γεννητικά όργανα των παιδιών, με ένα κράμα λαχταριστού ενδιαφέροντος και εντρόμου περιεργείας. Οσάκις όμως είχαν να αντιμετωπίσουν τα πιο απαιτητικά και τα πιο τολμηρά αγόρια, που δεν εδίσταζαν να ορμήσουν επάνω τους, ετρέποντο εις φυγήν, σαν τρομαγμένα περιστέρια, ή έβαζαν τις φωνές, ζητώντας βοήθεια από γονείς ή διαβάτες, οι οποίοι, καταφθάνοντες, διεσκόρπιζαν τους νεαρούς κατακτητάς, με ιαχάς, πετροβολήματα και ύβρεις. Η ομαδική δράσις, δεν διηυκόλυνε όσα παιδιά επιζητούσαν την άμεσον επαφή με τα κορίτσια. Mια τέτοια προσέγγισις καθίστατο δυνατή, μόνον όταν ένα αγόρι έβγαινε δίχως συντρόφους στο κυνήγι και οσάκις συνέπιπτε να συναντά μία παιδίσκη επίσης μόνη. Τότε ο μικρός, υπακούων στη φυσική παρόρμησί του, είχε πολλές ελπίδες να επιτύχη και πράγματι, όχι σπανίως, επετύγχανε εις τας ερωτικάς του επιδιώξεις, δι’ ενεργείας συχνά υποτυπώδους, αλλά πάντοτε πλήρους πάθους, ιδίως αν βοηθούσε κάπως και μία σχετική δεκτικότης της μικρής.

Πέραν των συγκεκριμένων αυτών αναμνήσεων, συγκλίνουν σιγά-σιγά προς τον Τσόρναγια και πάμπολλες άλλες συσχετίσεις, με φόρτον συναισθηματικόν, που ασυνειδήτως συναρμολογούνται με τα εντός και εκτός των αναμνήσεών μου ευρισκόμενα στοιχεία. Οι συσχετίσεις αυτές, τείνουν να μετατρέψουν το μικρό ποτάμι του Τσόργκουν σε μεγάλο ποταμό, που διασχίζει όχι την Κριμαία, αλλά μίαν ήπειρο αυθαίρετα πλασμένη, της οποίας τα σύνορα με την αντικειμενική πραγματικότητα, αρχικώς διαγράφονται σαφώς, έπειτα γίνονται ακαθόριστα, και τέλος ενσωματώνονται, συγχωνεύονται και χάνονται, μέσα στην επικράτεια της υποκειμενικής μου ενδοχώρας, της εσωτερικής αυτής πραγματικότητος, κατά τρόπον όμοιον με αυτόν που ανακαλύπτουμε στους πολυπλόκους μηχανισμούς των ονείρων και των φαντασιώσεων.

Τα ανδραγαθήματα των μικρών τατάρων και οι ερωτικές των περιπέτειες, βρίσκουν μέσα στο νου μου ένα πεδίον συγκεντρώσεως στις όχθες του Αμούρ. Στην εκλογή αυτού του ποταμού της Σιβηρίας, συνετέλεσε το γεγονός ότι το όνομά του εις την γαλλικήν σημαίνει έρως, και το ότι ο ποταμός Αμούρ διασχίζει χώρες που κατοικούνται από μογγολικές φυλές, στις οποίες ανήκουν και οι τάταροι των παιδικών μου αναμνήσεων. Μα και η αγάπη μου για τις μακρυνές αυτές χώρες, που συμβολίζουν για μένα, άλλα αρχέτυπα αγάπης –Ρωσσία, μητέρα- (η μάνα μου είναι κατά το ήμισυ Ρωσσίς) έπαιξε ένα ρόλο πολύ σημαντικό στην εξεύρεσι αυτού του πεδίου, το οποίον, από την στιγμή που ευρέθη, αποτελεί πλέον σημείον εξορμήσεως και επιστροφής του πλήθους των συσχετίσεων που έρχονται και αποχωρούν απανωτά μέσα στο νου μου, σαν άμπωτις και πλημμυρίς.

Και ο Αμούρ ποτίζει πάντοτε την χώρα αυτή. Το έπος των μικρών τατάρων του Τσόργκουν, το διαδέχεται εδώ, καθώς αντίλαλος των ιαχών αυτών των αγοριών, αλαλαγμός μογγόλων και κοζάκων ζαπορόγων, πέρα από τις στέππες των Κιργκίζ. Τις ατέρμονες ερημικές εκτάσεις, που ενιαχού τις σκεπάζει η τούνδρα, μέσα στη φλόγα του καλοκαιριού, και αλλού τις καλύπτουν πυκνά και παμμεγέθη δάση, τις διασχίζουν τα μικρά νευρώδη ιππάρια των νομάδων και των κατακτητών, ενώ εις τον γλαυκόν αιθέρα, ταξειδεύουν ακοίμητοι και έτοιμοι πάντοτε να επιτεθούν, γύπες και αετοί από τα Αλτάϊα και τα Ιαβλονόϊα όρη, κουρσεύοντας στο διάβα των την πανίδα των υψιπέδων. Αίφνης ένας ήχος οξύς σαν διαπεραστική κραυγή ξεσχίζει τον αέρα. Τούτη τη φορά δεν προέρχεται από ζώο που το χτύπησαν θανάσιμα τα νύχια και το ράμφος ενός αρπακτικού. Μία τολύπη σκάει στον ορίζοντα και ευθύς την ακολουθούν και άλλες πολλές, αμέτρητες –τόσες που σχηματίζουν ένα σύννεφο, που το σπρώχνει και το κατευθύνει η φορά του ανέμου. Μία βοή υπόκωφη πλησιάζει και ένας γδούπος ακούεται σαν να διαβαίνη μια αγέλη από μαμούθ, ή από γιγαντιαία ελάφια του τεταρτογενούς. Έτσι περνά ο Υπερσιβηρικός, ο χαλύβδινος ρήγας της Ασίας.

Και ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέη, ποτίζοντας όχι μόνο τις χώρες που διασχίζει, από τα Ιαβλονόϊα όρη μέχρι των εκβολών του στην Οχοτσκική, μα και ολόκληρη την ενδοχώρα εις την οποίαν εισεχώρησε και που ένα μικρό της μόνον μέρος περιέχουν οι σελίδες τούτες.

Και είναι για μένα πάντοτε ο Αμούρ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως. Προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύωνται πάλι πάντοτε από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας, και σχετικά και άσχετα με τις συνειδητές βουλές μας. Στις όχθες του, θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύωνται, θα θρηνούν και θα αγάλλωνται, θα διψούν και θα δροσίζωνται, όσοι από μας λέγουν το ναι, και όσοι από μας λέγουν το όχι.

Είπα πάντοτε Ναι. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέη ο Αμούρ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες, όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη την δύναμι των πνευμόνων μου:

«Αμούρ! Αμούρ!»
Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)

* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία - εκδ. Άγρα, 1980 και
δημοσιεύθηκε στον
ιστότοπο του Υπουργείου Πολιτισμού, με την
ευκαιρία του Έτους Εμπειρίκου (2001)
(
περισσότερα αποσπάσματα από το έργο του.)
* Φωτογραφίες: androspoets.homestead.com, book.culture.gr,
homepages.pathfinder.gr, ert.gr, genesis.ee.auth.gr

Link:
Ο
Ανδρέας Εμπειρίκος από τον Δημήτρη Αργυρό

Ετικέτες , ,

18 Μαΐ 2007

10 ~ Μαρία Πολυδούρη: ...και ας πεθάνω αυτή τη βραδυά

..........................................................3 Απριλίου
Ένα ωραίο βραδάκι ήταν σήμερα όταν αφίνοντας το βιβλίο, όχι με τη συνηθισμένη μου διάθεσι, βγήκα λίγο. Κάτι γράμματα επήρα από το γραφείο μου και μετά έναν περίπατο κάτω από τη σελήνη, γύριζα σπίτι πεζή. Η καρδιά μου χτυπούσε αργά και ζωηρά. Μια νοσταλγία γέμιζε τη ψυχή μου. Τι είχα; Κάτι ποθούσα, κάτι αόριστο μα που από στιγμή σε στιγμή μου παρουσιάζετο πειο καθωρισμένο. Νεαρά ζευγάρια ερωτευμένων περνούσαν από μπρος μου, κομψές σιλουέττες νεαρών κυριών, με ευγενείς φυσιογνωμίες με διάφορα εκφραστικά μάτια και σε κάθε τέτοια εμφάνισι ένας στεναγμός ανέβαινε στα χείλια μου. Δεν βαστώ πλέον να υποφέρω για κάτι χαμένο, εσκεπτόμουν. Δεν βαστώ πλέον. Μου λείπει μια καρδιά που να πονή για μένα. Είνε τόσο ώμορφο βραδάκι και σε λίγα λεπτά θα κλειστώ στο σκοτεινό δωμάτιό μου. Τι θέλετε; δεν βαστώ πλέον, αν ένας διαβάτης σταματήση μπρος μου και μου δώση την καρδιά του μ’ έναν ώμορφο λόγο, θα φύγω μαζί του. Θα απολαύσω την αγάπη και ας πεθάνω αυτή τη βραδυά. Τη σκέψη μου αυτή που μου άνοιξε παλάτια μπρος μου, διέκοψε ένα κανονικό αλλά ζωηρό βάδισμα πίσω μου ένα μέτρο. Πέρασαν δέκα λεπτά που το άκουα στην ίδια απόστασι με τον ίδιο ρυθμό που περπατούσα κι’ εγώ. Δεν εγύριζα πίσω μου να ιδώ αλλά και αυτό δεν άλλαζε. Άλλαξα πεζοδρόμιο αλλά δεν άργησε έπειτα από λίγα λεπτά να ακουσθεί πάλι ακριβώς πίσω μου το ίδιο βάδισμα. Γεμάτη έκπληξη, άφηνα την εξημμένη φαντασία μου να φτιάνη σκηνές και εικόνες! Ένας ιππότης υψηλός, λεπτός με ζωηρά εκφραστικά μάτια σταματούσε μπρος μου όταν οι διαβάτες θα αραίωναν και με ρωτούσε με ύφος διακριτικό “πως με λένε…”. Εζύγωνα σπίτι μου, το βήμα εξακολουθούσε πίσω μου πειο αργό. - Τι δειλός! - εσκεπτόμουν. Προσεποιήθηκα ότι θα έδενα την κορδέλλα στο γοβάκι μου κι’ έσκυψα. Επέρασε μια σκιά απ’ εμπρός μου… ω θεοί αιώνιοι!!… παρ’ ολίγο θα έπεφτα χάμω! Ένας ψηλός γέρος με μακρυά γενιάδα κι’ ένα ζεμπίλι με εργαλεία στα χέρια περπατούσε καμπουριασμένος! Τι όνειρο!
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)


* Tο κείμενο είναι από το βιβλίο Ζωή με παραφορά... - Αθηναϊκό
ημερολόγιο 1921-1922,1925 - εκδ. Γαβριηλίδη, 2005
Δημοσιεύθηκε στην σελίδα για την Μαρία Πολυδούρη
* Φωτογραφίες: stoabibliou.gr, alfavita.gr, messinia-guide.gr

Ετικέτες , ,

16 Μαΐ 2007

9 ~ Louis (Andrieux) Aragon: Πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους

Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάω εκείνους εκεί τους ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι αυτούς, δεν μπορώ να πω _ε γ ώ _χωρίς αυτούς.

Γνωρίζω ανθρώπους που γεννήθηκαν με την αλήθεια στην κούνια τους, που δεν ξεγελάστηκαν ποτέ τους, που δεν τους χρειάστηκε να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα σ' ολόκληρη τη ζωή τους, επειδή από τότε που ήσαν ακόμα στις φασκιές είχαν κιόλας φτάσει. Ξέρουν ποιο είναι το καλό, πάντοτε το ήξεραν. Για τους άλλους έχουν την αυστηρότητα και την περιφρόνηση που τους δίνει η θριαμβευτική τους σιγουριά πως έχουν δίκιο. Δεν τους μοιάζω. Εμένα η αλήθεια δεν μου αποκαλύφθηκε στα βαφτίσια μου, δεν την βρήκα ούτε απ' τον πατέρα μου ούτε απ' την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου. Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το 'χω αποκτήσει με δικές μου δαπάνες. Δεν έχω ούτε και μιαν έστω βεβαιότητα που να μην την σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας.
* * *
Tη μισή μου ζωή την έχω περάσει διαβάζοντας. Απ' τα παιδικά μου χρόνια διάβαζα τόσο πολύ, που οι γονείς μου κλείδωναν τις βιβλιοθήκες και δεν ήξεραν τι να σκαρφιστούν για να με ξεκολλήσουν απ' τα βιβλία. Ήμουν οχτώ χρονώ, πήγαινα στην τετάρτη τάξη, κι ουσιαστικά είχα διαβάσει όλο το πρόγραμμα του γυμνασίου. Πρέπει να τ' ομολογήσω, δεν άρχισα με τα παιδικά βιβλία: μου έμαθαν να διαβάζω στον "Τηλέμαχο" του Φενελόν και, πολύ γρήγορα, ξετρύπωσα στο σπίτι μου και στις βιβλιοθήκες των συγγενών μου της επαρχίας, τα πιο ακατάλληλα μυθιστορήματα. Διάβασα αργότερα την Κυρία ντε Σεγκύρ και τον Ιούλιο Βερν, τον Πωλ ντ' Ιβουά πολύ πιο ύστερα από τον Κορνήλιο και τον Ρακίνα. Διάβαζα ό,τι μου έπεφτε στα χέρια, καταλόγους, ευρετήρια, ρεκλάμες, ποτέ δεν άφηνα να μου ξεφύγει ένα τυπωμένο στοιχείο χωρίς να το διαβάσω. Πολλά απ' αυτά που ξέρω, απ' αυτά που μου στάθηκαν χρήσιμα στη ζωή, τα έμαθα μόνος μου έτσι, κι όχι στο σχολείο.
Λουί Αραγκόν (1897-1982)


* Τα κείμενα είναι από το βιβλίο του Αραγκόν Μ' ανοιχτά χαρτιά,
εκδ. Θεμέλιο, 1978, σε μετάφραση του Τίτου Πατρίκιου

* Φωτογραφίες: epdlp.com, uni-muenster.de


Ετικέτες , ,

13 Μαΐ 2007

8 ~ Σταύρος Κουγιουμτζής: Aνοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια

Λίγο πιο κάτω από μας έμενε η Pόζα με τη μητέρα της. Mια νέα ώς δεκαοχτώ χρονώ. Ήταν μελαχρινή με μαύρα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω. Eίχε και μια χωρίστρα στη μέση. Ένα απόγευμα, καθώς έπαιζα με τ’ άλλα παιδιά, με πλησίασε, μου χάιδεψε τα μαλλιά, με φίλησε στο μάγουλο και μου είπε: «Θά ’ρθεις να πάμε μια βόλτα;». Eγώ πέταξα από τη χαρά μου. Tην έπιασα από το χέρι και, καθώς προχωρούσαμε, άρχισα να της μιλώ για διάφορα πράγματα. Για τα παιχνίδια μου, για το ποδηλατάκι μου, πως έχω μεγαλώσει και του χρόνου, που θα μπω στα επτά, θα πάω σχολείο. H Pόζα μ’ άκουγε αφηρημένη. Mπορεί και να μη με άκουγε. Όμως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βγήκαμε έξω από το συνοικισμό, προς τα χωράφια. Eκεί τη Pόζα την έπιασε μια ανησυχία. Kάτι σαν απογοήτευση. Για μια στιγμή που θέλησα να πω πάλι κάτι, με σταμάτησε νευριασμένη. «Mα πάψε πια, επιτέλους». Ύστερα απ’ αυτό έμεινα αμίλητος. H Pόζα κοίταζε διαρκώς το ρολόι της. H ώρα περνούσε και στο πρόσωπό της διαγράφονταν μια πίκρα. Γυρίσαμε πίσω και σε λίγο με φώναξε η μητέρα μου. «Έλα μέσα, νύχτωσε, φτάνει πια το παιχνίδι». Πέρασαν μερικές μέρες χωρίς να δω τη Pόζα. Θυμάμαι πως δεν είχα και πολλή όρεξη για τα παιχνίδια και προσπαθούσα να καταλάβω αυτά που έγιναν εκείνο το βράδυ. Ώσπου, ένα σούρουπο, πάλι χάδια, πάλι φιλιά και «θα ’ρθείς να πάμε βόλτα;». Mεμιάς χάθηκε η πίκρα μου και την έπιασα από το χέρι. Mε τη Pόζα ένιωθα μια ευχαρίστηση, όταν την έβλεπα. Mια ευχαρίστηση διαφορετική απ’ αυτήν που ένιωθα με τα παιχνίδια, που όμως δεν μπορούσα να την προσδιορίσω. Σε λίγο ήμασταν πάλι έξω από το συνοικισμό, όπως και την πρώτη φορά. Όμως αυτή τη φορά μάς περίμενε κάποιος. Ένας στρατιώτης. Tο πρόσωπο της Pόζας έλαμψε, και σε λίγο: «Σταυράκη, πας να παίξεις πιο κάτω;». Άρχισα ν’ απομακρύνομαι με μισά βήματα, νιώθοντας ένα βαθύ πόνο. Ήταν φανερό πως δε με ήθελαν κοντά τους. H ώρα περνούσε κι εγώ έκανα πως παίζω. Ώσπου οι σκιές (είχε πια νυχτώσει) χώρισαν. H Pόζα ήρθε κατά μένα κι ο στρατιώτης τράβηξε κατά τις φυλακές του Γεντί-Kουλέ. Στο γυρισμό, μου είπε, σφίγγοντάς μου τρυφερά το χέρι. «Δε θα πεις τίποτα γι’ αυτή τη συνάντηση, ε;». Nαι, της είπα, και κράτησα το λόγο μου.
Όταν αργότερα ήρθαν οι Γερμανοί, είδα τη Pόζα μ’ ένα άστρο στο πέτο. Pώτησα τη μητέρα μου και κείνη μου είπε: «Eπειδή είναι Eβραία, γι’ αυτό». Ένα πρωί ήρθαν κάτι πεταλάδες Γερμανοί με μια μοτοσικλέτα με καλάθι κι από πίσω ένα φορτηγό με πέντ-έξι οπλισμένους. Στη γειτονιά μας δεν είχαμε πολλούς Eβραίους. Όλο κι όλο καμιά δεκαριά. Tους πήραν όλους. Mαζί και τη Pόζα. Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Ήμουν δέκα χρονώ κι ήταν εικοσιδύο.
Σταύρος Κουγιουμτζής (1932-2005)


* Το κείμενο είναι από το βιβλίο Aνοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια,
εκδ.Εντευκτηρίου, 1998.
Δημοσιεύθηκε στο site του Σπουδαστηρίου του Νέου Ελληνισμού

* Φωτογραφίες: photobucket.com, vardialive.gr

Ετικέτες , ,

12 Μαΐ 2007

7 ~ Marguerite Duras: Διαβάζοντας μέσα στο τραίνο

Την ώρα που εγώ διάβαζα, η μητέρα μου κοιμόταν. Διαβάζαμε ξαπλωμένοι πάνω στα χαλιά, κάτω από τη σκάλα, στα σκοτεινά και δροσερά μέρη του σπιτιού. Εκεί ήταν πάλι που πηγαίναμε και κλαίγαμε όταν μας έλεγε ότι ήθελε να πεθάνει. Η μητέρα μου μας άφηνε ελεύθερους να κάνουμε τα πάντα, και μεις διαβάζαμε ό,τι μπορούσαμε, ό,τι βρίσκαμε, ό,τι υπήρχε. Αυτή, ποτέ δεν έλεγε τίποτα.
Κάποια μέρα είχα μια περιπέτεια με το διάβασμα, περιπέτεια που με τάραξε πολύ και που συνεχίζει ακόμα να το κάνει. Θα γύριζα πίσω από τις διακοπές, ή από την Ιταλία ή από την Κυανή Ακτή, δε θυμάμαι πια από πού. Αυτό όμως που θυμάμαι είναι ότι έπρεπε να πάρω κάποιο τραίνο που έφευγε νωρίς το πρωί και έφτανε αργά μέσα στη νύχτα στο Παρίσι. Οι αποσκευές μου ήταν ελάχιστες. Ανάμεσά τους μια πάνινη τσάντα και ένα βιβλίο. Το βιβλίο ήταν τεράστιο, ένας, μεγαλύτερος από τους κανονικούς, τόμος της Πλειάδας. Ένα πράγμα είναι πάντως σίγουρο, ότι δηλαδή δεν το είχα ακόμα διαβάσει, ότι θα έπρεπε να το είχα κάνει αυτό μέσα στις διακοπές, ότι δεν το είχα βέβαια κάνει και ότι θα έπρεπε τώρα να το διαβάσω πολύ γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται, δίχως άλλη αναβολή.
Αφ' ενός γιατί είχα υποσχεθεί να το διαβάσω και να το επιστρέψω σε μια ορισμένη ημερομηνία, που συνέβαινε να είναι η επόμενη της επιστροφής μου από τις διακοπές, και αφ' ετέρου, γιατί αν αθετούσα την υπόσχεσή μου, δεν επρόκειτο να μου ξαναδανείσουν άλλο βιβλίο στη συνέχεια. Δε θυμάμαι πια καθόλου την αιτία, που έκανε το δανειστή μου τόσο αυστηρό, αλλά και προσποιητή να ήταν αυτή η αυστηρότητα, εγώ πίστευα ακράδαντα, πίστευα πως έπρεπε να υπάρχει αυτός ο φόβος, του να μην μπορέσω να ξαναδανειστώ άλλα βιβλία για διάβασμα. Άνεση οικονομική να το αγοράσω, δεν είχα και να τα κλέψω πάλι δεν τολμούσα. Το στοίχημα ήταν τεράστιο. Το τραίνο έφυγε. Στρώθηκα αμέσως να διαβάσω την πρώτη γραμμή του τραγικού βιβλίου. Συνέχισα. Δεν πρέπει να έφαγα εκείνη την ημέρα και όταν πια το τραίνο έφτασε στο σταθμό, στο Παρίσι, η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά. Το τραίνο θα πρέπει να είχε, δίχως άλλο, καθυστέρηση. Η μέρα είχε φύγει εντελώς. Είχα διαβάσει οκτακόσιες σελίδες από τον "Πόλεμο και Ειρήνη" σε μια μέρα, το μισό βιβλίο. Πέρασε πολύς χρόνος για να σβηστεί η ανάμνηση εκείνης της μέρας. Για πολύ καιρό μετά, μου φαινόταν σαν μια προδοσία του διαβάσματος. Ακόμα και τώρα όταν το σκέπτομαι, πάλι με συνταράσσει. Κάτι είχε θυσιαστεί στο βωμό του γρήγορου διαβάσματος που είχα κάνει. Ήταν σαν να διάβαζα κάτι άλλο, πράγμα εξίσου σοβαρό σαν να διάβαζα κάτι άλλο. Είχα ρίξει όλο το βάρος στο διάβασμα της ιστορίας που διηγείται το βιβλίο σε βάρος μιας σοβαρής και λευκής ανάγνωσης χωρίς διήγηση, όπως είναι κανονικά αυτό το αγνό γράψιμο του Τολστόι. Ήταν σαν να είχα αντιληφθεί τη μέρα εκείνη, και για πάντα μετά, πως ένα βιβλίο υπήρχε ανάμεσα σε δυο εφαπτόμενα στρώματα γραφής, ένα ευανάγνωστο στρώμα, αυτό που είχα διαβάσει την ημέρα εκείνη που ταξίδευα, και ένα άλλο απροσπέλαστο. Το στρώμα αυτό δυσανάγνωστο σε κάθε ανάγνωση, δεν μπορεί κανείς παρά να υποψιαστεί την ύπαρξή του, τη στιγμή που κάνει ένα μικρό διάλειμμα όταν διαβάζει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, όπως όταν βλέπει κανείς την παιδική ηλικία μέσα από ένα παιδί. Δε θα 'ταν άσκοπο να το πω αλλά και πάλι δεν θα άξιζε τον κόπο.
Ποτέ όμως δεν ξέχασα το "Πόλεμος και Ειρήνη". Μήπως διάβασα το υπόλοιπο; Δε νομίζω. Ήταν όμως σαν να το είχα διαβάσει. Το επέστραψα πίσω και μου δάνεισαν άλλα. Από κείνη την ημέρα μού είχε μείνει η εικόνα ενός τραίνου που διασχίζει μια πεδιάδα, η μεγάλη στενοχώρια του Πρίγκιπα, ετοιμοθάνατου και απογοητευμένου και η επιθανάτια αγωνία του μέσω της αγωνίας ολόκληρης της Ευρώπης. Και η ανάμνηση, λιγότερο του Τολστόι, παρά του ότι πρόδωσα το είναι του όλο, το γεγονός που με έκανε να μην τον γνωρίσω, ούτε να το αγαπήσω αληθινά.
Mαργκερίτ Ντυράς (1914-1996)



* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός - τ. 27, Νοε. 1986
σε μετάφραση Γιάννη Παπαδάκη

* Φωτογραφίες: www.dn.se, lib.sookmyung.ac.kr,
histoireduroussillon.free.fr,www.letterariamente.it

Ετικέτες , ,

10 Μαΐ 2007

6 ~ Γιώργος Χειμωνάς: Η Βιογραφία της όρασής μου

Γεννήθηκα στην Καβάλα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησα και εκεί τελείωσα την Ιατρική. Αργότερα, μετά τον στρατό, έφυγα στο Παρίσι, στη Γαλλία. Στη Γαλλία ειδικεύθηκα στην Ψυχιατρική και τη Νευροψυχολογία. Τώρα [το 1983] μένω μόνιμα στην Αθήνα και εργάζομαι στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Είμαι παντρεμένος κι έχω ένα γιο δώδεκα χρονών. Τα βιβλία μου είναι ο Πεισίστρατος, που βγήκε το 1960,  Η εκδρομή, το '64, το Μυθιστόρημα, το '66, Ο γιατρός Ινεότης, στη χούντα, το '71, Ο γάμος, το '75, Ο αδελφός, το '76, και Οι χτίστες, το '79.

Στο τέλος του '83 θα βγει το τελευταίο μου βιβλίο που λέγεται Η φρουρά. Έχω δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα, έxω γράψει ένα βιβλίο για τον Λόγο σαν εγκεφαλική λειτουργία, που είναι μια περιοχή σχεδόν ανεξερεύνητη ακόμη και για τη Νευρολογία, ετοιμάζω ένα βιβλίο με εκλαϊκευτικά δοκίμια πάνω στον Λόγο, που ονομάζεται Εφτά μαθήματα για τον Λόγο.
Αυτή είναι η βιογραφία μου.

Αλλά εγώ θέλω να μιλήσω για μια άλλη βιογραφία. Ξεκινά από έναν ανυπολόγιστο παιδικό χρόνο και είναι η βιογραφία της όρασής μου. Η ιδιότητά μου του συγγραφέα ζυμώθηκε μ' αυτή την ιδιότητα, έγινε ένα με μία διαρκή, καθημερινή, αυθόρμητη προσοχή να προσέχω συνέχεια τους ανθρώπους. Από παιδί έβλεπα. Έβλεπα συνέχεια τους ανθρώπους. Την έσχατη λεπτομέρεια των σωμάτων, το πρόσωπό τους, το δέρμα τους, τα σκισίματά του, τη στάση τους, την ακινησία τους, τις φυσιογνωμίες τους, άκουγα την ηχώ των λόγων τους. Περιφερόμουν στους στενούς λαϊκούς, έρημους δρόμους της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης, γεμάτοι λάσπη, νερά της βροχής, σιωπή, ερημιά. Ξαφνικά ν' ανοίγει μια αυλόπορτα και να χυμάει έξω ολολύζοντας μια γυναίκα. Έτρεχε, έβγαινε έξω στο δρόμο και άρχιζε να θρηνεί. Ένας πατέρας κάτισχνος, κατάχλωμος, νεαρός, έβγαζε περίπατο το παιδί του στο δρόμο, ένα παιδί τεσσάρων, τριών χρονών. Ξαφνικά αυτός ο νεαρός πατέρας να πέφτει κάτω σαν κεραυνοβολημένος. Το παιδί τον κοίταζε εμβρόντητο, δεν καταλάβαινε, δεν καταλάβαινα, έβλεπα τα πρόσωπα των ανθρώπων πίσω από τα τζάμια και μάντευα τη ζωή τους. Τέτοιες εικόνες μιας διάχυτης παντού λαϊκής δυστυχίας. Αισθανόμουν - και θα ήμουνα παιδί όχι πάνω από δέκα χρονών - αυτά τα περίεργα συναισθήματα - που μονάχα τα παιδιά μπορούν και έχουν- που είναι αντιφατικά. Αισθανόμουνα μαζί σαν κάτι πολύ ελκυστικό και κάτι πολύ αποτρόπαιο. Την ανάγκη και την επιθυμία αυτές τις εικόνες, να τις αναδιπλώσω, να ελευθερώσω την σκοτεινή τους αγωνία.

Αλλά εκείνο που από πολύ νωρίς έμαθα, είναι ότι το ανθρώπινο σώμα, ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μιλάει, να μιλάει ακατάπαυστα για όλα τα πάθη των ανθρώπων. Δεν έχεις παρά να το δεις.

Αργότερα οι ιατρικές εικόνες πλάτυναν αυτή την όραση, την έκαναν πιο βαθιά, πιο δραματική. Χρωστάω, σαν συγγραφέας, πάρα πολλά στην Ιατρική, δεν χρωστάω τίποτε στην Ψυχιατρική. Απλά σαν γιατρός, να βλέπω τους συγγενείς των αρρώστων να συνωστίζονται στους διαδρόμους των νοσοκομείων, μπροστά στα κλειστά θυρωρεία των νοσοκομείων, να τριγυρίζουν τα κρεβάτια των αρρώστων τους, να παραστέκονται, να βλέπω το ίδιο το σώμα του αρρώστου. Πολλά μου έμαθαν όλα αυτά τα λόγια και όλα αυτά τα σώματα...

...γιατί η ιατρική σχέση είναι το ίδιο έντονη, το ίδιο αποκαλυπτική -με όλες τις σημασίες της λέξης-, το ίδιο διαπεραστική, όσο και η ερωτική σχέση.
Γιώργος Χειμωνάς (1936-2000)




* Tο κείμενο είναι απομαγνητοφωνημένο από την εκπομπή Μονόγραμμα
[από το αρχείο της ΕΡΤ]

* η τρίτη φωτογραφία είναι από το genesis.ee.auth.gr
- οι δύο πρώτες είναι φωτογραφημένες από την επανάληψη
της εκπομπής.

Ετικέτες , ,

9 Μαΐ 2007

5 ~ William Butler Yeats: Μνήμες της παιδικής ηλικίας και της νεότητας

Κάθομαι στο χώμα και κοιτώ ένα καραβάκι χωρίς κατάρτι με την μπογιά του ξεθωριασμένη και γρατζουνισμένη και μονολογώ μελαγχολικά: "Είναι πολύ πιο μακριά απ' ό,τι παλιότερα" και καθώς το λέω αυτό κοιτώ μια μεγάλη γρατζουνιά στην πρύμνη γιατί ειδικά η γρατζουνιά αυτή είναι πιο μακριά. Μετά, κάποια μέρα στο δείπνο ο θείος μου ο W. Middleton λέει, "Δεν πρέπει να παίρνουμε αψήφιστα τα προβλήματα των παιδιών. Είναι χειρότερα από τα δικά μας επειδή εμείς φτάνουμε κάποτε στο τέλος των προβλημάτων μας ενώ αυτά δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν εκεί". Αισθάνομαι ευγνώμων για τα λόγια του, γιατί ξέρω ότι είμαι πολύ δυστυχής και πολλές φορές είπα μέσα μου, "Όταν μεγαλώσεις ποτέ μη μιλήσεις όπως μιλούν οι μεγάλοι για την ευτυχία στην παιδική ηλικία". Ίσως ήδη να είχα περάσει μια νύχτα δυστυχίας όταν, ενώ για πολλές νύχτες προσευχόμουν να πεθάνω, άρχισα τώρα να φοβάμαι ότι όντως πεθαίνω και να προσεύχομαι να ζήσω. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για τη δυστυχία μου. Όλοι ήταν καλοί μαζί μου, και ακόμη μετά από τόσα χρόνια αισθάνομαι ευγνωμοσύνη και σεβασμό για τη γιαγιά μου. Το σπίτι ήταν τόσο μεγάλο που πάντα υπήρχε κάποιο δωμάτιο να κρυφτώ, είχα ένα κόκκινο πόνι και έναν κήπο να περιπλανηθώ, δύο σκυλιά που με ακολουθούσαν κατά πόδας -το ένα άσπρο με μαύρες βούλες στο κεφάλι του και το άλλο με μακρύ μαύρο τρίχωμα παντού. Σκεφτόμουν το Θεό και νόμιζα ότι ήμουν πολύ κακός. Κάποια μέρα πέταξα μια πέτρα και χτύπησα κατά λάθος μια πάπια στην αυλή και της έσπασα το φτερό. Απόρησα όταν μου είπαν ότι η πάπια θα αποτελέσει το δείπνο μας και ότι κανείς δε θα με τιμωρούσε.
Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς (1865-1939)

* η μετάφραση είναι της Μαρίας Μουμτζή και
έγινε για τον Κόμβο (komvos.edu.gr)

* φωτογραφίες: gutenberg.org & photoaspects.com

Ετικέτες , , ,

8 Μαΐ 2007

4 ~ Eduard Limonov: Εγώ ο Λιμόνωφ, άπατρις και αντικοινωνικός

Από πάρα πολύ μικρός, θυμάμαι, οι αρχές μού προξενούσαν ένα παράξενο είδος φόβου. Αυτό συνέβαινε και μετά τις πρώτες μου επαφές με τη διοίκηση: με τον γυμνασιάρχη στο Καρκόφ, το διευθυντή της τοπικής Αστυνομίας, όπου με τραβούσαν σαν αλήτη για διάφορους πραγματικούς ή φανταστικούς λόγους. Αυτή ίσως να είναι και η αιτία που με 'κανε να διαλέξω για πρώτη μου δουλειά ένα από τα πιο ελεύθερα επαγγέλματα: κλέφτης, μέλος μιας ομάδας νεαρών κλεφτών. Αργότερα που μεγάλωσα και έπηξε το μυαλό μου, δούλεψα σε γραφεία μετακομίσεων, σε οικοδομές, σε μεταλλεία, προσπαθώντας να αποφύγω τους γραφειοκράτες γιατί κάθε παρουσία μου στο γραφείο κάποιου υπεύθυνου, μου προκαλούσε μιαν ατέλειωτη αμηχανία. Ίδρωνα δίχως λόγο, δεν ήξερα πού να βάλω τα χέρια μου, έβηχα, έβγαζα και έβαζα τα γυαλιά μου χωρίς αιτία. Αντίθετα οι σχέσεις μου με όλον τον υπόλοιπο κόσμο που δεν είχε τίποτα ιδιαίτερες ευθύνες, ήταν καθ' όλα ομαλές, στηριζόμενες στη βιολογική φιλία και το βιολογικό μίσος και είμαι πεπεισμένος πως αυτός είναι ο πιο δίκαιος οδηγός που πρέπει να κυβερνά τις ανθρώπινες σχέσεις. Υποφέροντας πάντα από την αναγκαστική συναλλαγή με τις αρχές, ανακάλυψα ένα νέο ελεύθερο επάγγελμα. Έγινα λοιπόν ράφτης κατ' οίκον. Οι σχέσεις μου τότε λοιπόν με το ανθρώπινο είδος περιορίστηκαν στο ελάχιστο δυνατό. Οι σχέσεις πελάτη-ράφτη είναι από τις πιο βιομηχανοποιημένες που μπορούμε να φανταστούμε. Τα χρόνια εκείνα, το να βγαίνεις έξω από την παραγωγή έπεφτε στην παγίδα του νόμου. Στα είκοσι τρία μου διεύρυνα ακόμα λίγο την απόσταση που με χώριζε από την ομάδα εκείνη των ανθρώπων που δέχονταν διαταγές από τις αρχές, και έτσι έφτασα στη Μόσχα με τη ραπτομηχανή στα χέρια. Ο λόγος που εγώ πήγα στη Μόσχα, είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με το λόγο για τον οποίο εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες τρέχουν στην πρωτεύουσα. Ήθελα να συνεργαστώ με τους περιθωριακούς του είδους μου, με τα μέλη της ομάδας των ανεπισήμων ποιητών, το ΣΜΟΓΚ. Μια διάταξη σχετική με τις εσωτερικές μετακινήσεις προστατεύει τη Μόσχα όπως επίσης και μερικές άλλες πόλεις από την αθρόα προσέλευση πολιτών: Για να εγκατασταθεί κανείς στη Μόσχα θάπρεπε να έχει τη συγκατάθεση των αρχών - με τη μορφή μιας σφραγίδας πάνω στην ταυτότητά του. Oι κάτοικοι του Καυκάσου αποκτούσαν τη σφραγίδα αυτή πληρώνοντας τον αρχηγό της τοπικής αστυνομίας ή κάνοντας ένα λευκό γάμο. Εγώ όμως ήμουνα φτωχός. Έτσι λοιπόν εγκαταστάθηκα στη Μόσχα μέσα στην παρανομία.
Έξι χρόνια έζησα εκτός νόμου. [...] Στα 1973, το πιο αμείλικτο τμήμα του σοβιετικού καθεστώτος, η KGB, άρχισε να εστιάζει την πολύτιμη προσοχή της στο άτομό μου. Το αντικοινωνικό στοιχείο, που ως την ημέρα εκείνη ζούσε αποκομμένο από την ομαδική ζωή, είδε να του προσφέρουν μια θέση μέσα στην κοινωνία: να γίνω πληροφοριοδότης, να συντάξω πληροφορίες-εκθέσεις για τους τόσους αλλοδαπούς φίλους που είχα τότε. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν διπλωμάτες. Αρνήθηκα το πατριωτικό αυτό καθήκον και όλα αυτά με έκαναν ν' αντιληφθώ πως ο φόβος μου αυτός για τις αρχές, πήγαζε περισσότερο από μιαν απέχθεια παρά από τρόμο.
Έντουαρντ Λιμόνοβ (1943)

* Δημοσιεύθηκε στην Libération στις 17 Ιαν. 1987
Από την Οδό Πανός - τ.35, Μάρτ.1988, σε μτφ: Γιάννη Παπαδάκη

Ετικέτες , ,

6 Μαΐ 2007

3 ~ Mάρκος Bαμβακάρης: Aυτοβιογραφία

Tράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ώς το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα ’χει στη δική του την ιστορία. Έχω σκοπό να δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου.

H χριστιανή που μου κάνει το γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τούς συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Όμως τώρα ο κόσμος είναι χαλασμένος και ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράγματα. Eγώ θα πάρω το θάρρος τούς τέτοιους να μην τους λογαριάσω. O άνθρωπος, για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί νά ’ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ’ όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Kαι τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.

Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Kαι γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος τού τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του.

Aυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγγνώμη και η συγχώρεση. Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ’ρθείτε και να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Nα μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Nα μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε.

Tώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. Tώρα πια η ζωή μου είναι στρωμένη. Zω ήσυχος, οικογενειάρχης, με καλή και αγαπημένη γυναίκα και τα τρία μου αγόρια. O θεός να μας τα χαρίζει. Tα παιδιά μου τα λατρεύω κυριολεκτικά και τα σπουδάζω και τα τρία για να ζήσουν μεθαύριο άνθρωποι ηθικοί και χρήσιμοι στην κοινωνία, για να τα βλέπω και να τα καμαρώνω και να χαίρομαι.

Θέλω να είμαι περήφανος για τα παιδιά μου, έστω και αν εγώ δεν μπόρεσα να κάνω τους γονείς μου περήφανους για μένα. Aφού λοιπόν δεν μπόρεσα να κάνω τους γονείς μου να υπερηφανεύονται για μένα, ας κάνω το καθήκον μου σαν πατέρας.
Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972)

* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο Mάρκος Bαμβακάρης, Aυτοβιογραφία,
εκδ. Παπαζήση, 1978 και έχει δημοσιευθεί στο site του Σπουδαστηρίου
Νέου Ελληνισμού

* Η φωτογραφία είναι από τον ιστότοπο  του Ριζοσπάστη


Ετικέτες , ,

4 Μαΐ 2007

2 ~ Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: Σε λίγα δευτερόλεπτα είχα τρέξει τη μισή Αφρική.

...Καθόμουνα και παρατηρούσα μυρμηγκοφωλιές με στρατό από μυρμήγκια μικρά και άλλα μεγαλύτερα. Σιγά-σιγά, ακούγοντας, έμαθα τα ζουμπούλια, τους μενεξέδες, τις ντάλιες, τα αστράκια, τους πανσέδες, τα κρίνα, τους ήλιους, τις αζαλέες, τα γαρούφαλα, τις φράντζιες, τις μιμόζες, τις μπουγκανβίλιες, τα γεράνια, τα χρυσάνθεμα, τις παπαρούνες, τις μαργαρίτες, τα γαϊδουράγκαθα, τις τσουκνίδες, τα χαμομήλια.

Είχαμε μουσμουλιές, και βερυκοκιές δυό-τριών λογιών κιτρονιές, πορτοκαλιές, νεραντζιές και λεμονιές, σ' ένα μέρος που ο πατέρας μου το αποκαλούσε με στόμφο το «φυτώριον». Αλλά το ωραιότερο δέντρο, μετά τη λεύκα και τη μουριά, ήτανε στο τέλος ακριβώς του χτήματος, εκεί που ένα βαθύ αυλάκι μάς χώριζε από το γείτονα: μια πελώρια συκιά. Εκεί απάνω σκαρφάλωνα και καβαλικευτός σ' ένα χοντρό κλωνάρι διάβαζα ένα παιδικό βιβλίο και χαιρόμουνα τη ζωή. Σ' αυτό μου το διάβασμα με συνόδευε μια γλυκιά μουσική. Τα φαρδιά φύλλα της συκιάς χτυπούσαν το 'να τ' άλλο σαν κύμβαλα καθώς περνούσε το αεράκι, κι άλλα δέντρα παρακάτω έκαναν αλλιώτικο ήχο. Το νερό που έτρεχε στο αυλάκι ψιθύριζε κι αυτό κάτι. Και στον ουρανό τα κοτσύφια και οι κεφαλάδες έριχναν καμιά φωνή, ενώ τριγύρω έκοβε βόλτες βιαστικές ένα χελιδόνι ώσπου ν' αποφασίσει να κάτσει για λίγο, κρατώντας ισορροπία στα σύρματα του τηλεγράφου. Βούλες-βούλες έπεφτε το φως τριγύρω μου και στα σταχτιά κλωνάρια της συκιάς που έβγαιναν απ' τη γη σαν μεγάλα ήμερα φίδια. Άλλοτε πάλι, δίπλα στο δροσερό πηγάδι με τη μαρμαρένια γούρνα, αποκάτω απ' την ψηλή λεύκα που πάντα βούιζε και όταν ακόμα κανένα άλλο δέντρο ή φυλλαράκι δεν κουνούσε, καθόμουνα με τη μάνα μου και έκανα ανάγνωση.

Δεν ήμουνα πια στο πρώτο μάθημα όπου, κομπιάζοντας και διστάζοντας, διάβαζα τραγουδιστά «τα ία, τα ρόδα» (που στο μυαλό μου, η τελευταία αυτή λέξη, αν και είχε δίπλα της ζωγραφιστό ένα τριαντάφυλλο, μου θύμιζε χωρίς να το θέλω, τα στρογγυλά και κρύα ρόδια που σπάζαμε με τα χωριατόπουλα και ρουφούσαμε το ζουμί τους). Τώρα διάβαζα τη Χρηστομάθεια και μικρά διηγήματα με την αλεπού και ένα άλλο που ο τίτλος του ήταν «Ο Λέων». Άμα ύστερα, κατά τύχη, έμαθα ότι υπάρχουν και άνθρωποι, και μάλιστα παιδιά, με το όνομα «Λέων», κρυφά λυπόμουν που και μένα δεν μου είχαν δώσει ένα τέτοιο όνομα που ασφαλώς θα πρόσθετε στην εμφάνισή μου κάποια αλλιώτικη αίγλη, σαν να φορούσα πραγματικά τη λεοντή του Ηρακλέους.

Πολλές φορές καθώς διάβαζα με έπιανε νύστα. Η μητέρα μου έραβε δίπλα μου και πάντα βρισκόταν μια μύγα που με ενοχλούσε στριφογυρίζοντας δίπλα μου. Αλλά σιγά-σιγά θάμπωναν και τα γράμματα που ήταν μπρος στα μάτια μου, και η μύγα έφευγε και το κεφάλι μου βάραινε κι έπεφτε απάνω στον αγκώνα μου και έβλεπα καθαρά πως η ιστορία που διάβαζα εγκατέλειπε άξαφνα το χαρτί και ανεβαίνοντας στους ουρανούς έπαιρνε κατεύθυνση προς το άπειρο. Εγώ την ακολουθούσα από πίσω, έσμιγα μαζί της και μιλούσα με το κύριο πρόσωπο και σιγά-σιγά εκείνο χανόταν κι εγώ έπαιρνα τη θέση του και πρόσταζα και κυβερνούσα και κυνηγιόμουν με τους άλλους. Μα πολλές φορές μες στ' όνειρό μου ξεχνούσα την πραγματική μου οντότητα και γινόμουνα στ' αλήθεια άλλος άνθρωπος. Τούτο καθόλου δεν με παραξένευε και το έβρισκα φυσικότατο να έχω γένεια, παραδείγματος χάριν, ή να είμαι ό πραγματικός Ροβινσών ή λιοντάρι και να βρυχώμαι.

Τη νύχτα συχνά με κυνηγούσαν λύκοι ή έπεφτα άξαφνα μέσα σ' ένα βάραθρο ατελείωτο, και τότε ξυπνούσα ή τιναζόμουν και κλοτσούσα στο κρεβάτι μου. Όταν όμως έξω στην αυλή με έπαιρνε ένας μικρός ύπνος διαβάζοντας κοντά στη μητέρα μου, την άκουγα καμιά φορά που έλεγε: «Κοιμάται το αγγελούδι μου». Και αμέσως ήξερα ότι αυτό έβγαινε από το στόμα της μητέρας μου και ότι είχα αποκοιμηθεί. Εν τούτοις δεν έχανα την υπόστασή μου της στιγμής εκείνης και δεν μου φαινόταν ασυμβίβαστο να είμαι συγχρόνως αποκοιμισμένο παιδί κοντά της και λεοντάρι που τρέχει στα παρθένα δάση της Αφρικής.

Με τη φωνή της όμως το όνειρό μου κοβόταν απότομα ή μάλλον με αστραπιαία ταχύτητα έκανε «όπισθεν», απάνω-κάτω όπως μια κινηματογραφική ταινία που τη γυρίζεις ανάποδα αλλά πολύ πιο γρήγορα παρά ό,τι είναι δυνατόν να γίνει στον κινηματογράφο. Το λιοντάρι, χωρίς καλά-καλά να προφτάσω να το αντιληφθώ, ήμουν εγώ, και εγώ δεν ήμουν πια λιοντάρι, αλλά ήμουν καθισμένος στην καρέκλα μου με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι μου. Γύρω-γύρω είχε πολύ φως, έκανε ζέστη και καταλάβαινα πως είχα ιδρώσει' η μύγα ακουγόταν στ' αφτιά μου, η μητέρα μου έραβε πάντα και κρατούσα ακόμη στα δάχτυλα το μολύβι με το όποιο έπαιρνα σημειώσεις. Ήξερα πως λίγα δευτερόλεπτα μόνο με είχε πιάσει ο ύπνος και όμως σ' αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα είχα βρει τον καιρό να τρέξω τη μισή Αφρική.
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (1906 - 1994)

Image and video hosting by TinyPic


* Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα
Το χαλί όπου παίζαμε ήταν κόκκινο - Εκδ. Ίκαρος, 1996

* Ο πίνακας είναι από το mmb.org.gr
* Φωτογραφίες: enet.gr, myriobiblos.gr, euro2day.gr
Oι δύο παιδικές είναι από το βιβλίο.



Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: Σκηνικό “Το πρώτο πρωί του κόσμου”
για την Περσεφόνη των Ζιντ - Στραβίνσκι, Κόβεντ Γκάρντεν, 1961.


Links:
- Απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο στο Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού
- Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Του Ιωακείμ Γρυσπολάκη,
από την Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων
- "Ένας Ύδραίος στην 'Ανδρο", του Γιώργου Καρουζάκη
από την : Ελευθεροτυπία

Ετικέτες , ,

3 Μαΐ 2007

1 ~ Κωστής Μοσκώφ: Στα Όρια του Έρωτα και της Ιστορίας

Δεν ξέρω αν είναι μελαγχολικοί οι έρωτες. Χαρμόλυποι θα 'λεγα. Και το ένα και το άλλο. Δηλαδή άγρια χαρά και άγρια λύπη. Χαρά γιατί καίγεται ο εαυτός σου, κινητοποιείται ο οργανισμός σου, τα κύτταρά σου τρέχουν, προχωρούν με μεγάλα άλματα ή τρέχουν. Λύπη γιατί ποτέ δεν κατακτάς εκείνο που θέλεις. Εγώ πάντα είχα την αίσθηση, ήθελα τον Θεό και έβρισκα τους αγγέλους. Η μελαγχολία μου θά ΄λεγα ότι είναι προϊόν των τελευταίων δυο χρόνων. Βέβαια υπάρχει μια κατάθλιψη των τελευταίων δυο χρόνων. Προέρχεται βασικά, ότι δεν βρίσκω τόση ένταση γύρω μου, είτε στο πεδίο της πολιτικής, είτε στο προσωπικό μου πεδίο, όση θα ήθελα. Προέρχεται από το ότι η κοινωνία, αυτή που κάποτε την ανεχόμουν γιατί είχα ζήσει μέσα της, από τη στιγμή που μαθαίνεις να ζεις δίχως αυτήν, μετά δύσκολα την υποφέρεις. Δηλαδή, μου είναι κάπως αφόρητο να βρεθώ στον κόσμο των μεγαλοαστών, στα πάρτυ ξέρω 'γω της κοινωνίας τους, σκυλοβαριέμαι όταν τους βλέπω... Λοιπόν, να ένας πρώτος λόγος, ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός, κοινωνικός, ερωτικός. Τρίτος λόγος είναι ότι συμβαίνουν πράγματα που στην αρχή τα υφίστασαι, μετά όμως σε κουράζουν. Δηλαδή, μ' έχει κουράσει αυτή η αντιπαλότητα των διπλωματών όταν κι απ' την άλλη μεριά δεν μπορείς να κάνεις αυτοκριτική, να πεις κάνω λάθος, γιατί έχεις όλο τον έπαινο του δήμου και ξαφνικά έχεις την αντιπαλότητα ορισμένων κύκλων. Μ' έχει κουράσει - ακόμη ότι και στον άμεσο χώρο που ζω, υπάρχει αγάπη, υπάρχει φιλία, υπάρχουν όλα αυτά, αλλά δεν υπάρχει πάθος. Και χωρίς πάθος εγώ δύσκολα ζω, ακόμα και δω που ζω στην εξοχή. Κι αυτό μου λείπει. Δηλαδή, εγώ έχω ανάγκη την πυρκαγιά!
Κωστής Μοσκώφ (1939 - 1998)



* To κείμενο είναι από το βιβλίο Στα όρια του Έρωτα
και της Ιστορίας
- εκδ. Ιανός, 1997
* Φωτογραφίες: από το λογοτεχνικό περιοδικό
"Οδός Πανός" του Γιώργου Χρονά - τ.118, Οκτ.2002

Ετικέτες , , , , , ,